28.6.06

Τα Σαββατοκύριακα Μου Πάνε Περισσότερο

Επειδή δε τρέμουν τα χέρια μου, ούτε χτυπάει το ξυπνητήρι.
Επειδή σαρκάζομαι τη μοναξιά και τις πτώσεις,
καθώς αντιμετωπίζω μόνη μου τον άλλο μου εαυτό,
χωρίς συμμάχους, χωρίς συμπολεμιστές
και ακούω περισσότερες μουσικές, πιο δυνατά, στο διαπασών, και ξυπνάω τους γείτονες και τη μιζέρια τους, και τα παράθυρα παραμένουν με κλειστά τα παραθυρόφυλα, οι σκιές παίζουν και με βλέπω σαν είδωλο στον απέναντι τοίχο, αυτόν που βλασφημώ μέσα στη κατήφεια μου φορόντας μαφόριο με χρώματα παράξενα και οι σκέψεις παίγνειο πονηρό με παγίδες, που οδηγούν σε άβυσσο.
Που να τη βρω την ανάγκη για την καθημερινότητα;

27.6.06

So Fucking Special

Σιγοτραγουδάω, μπορεί και να μουρμουρίζω τους στίχους από το πρωί
Ελαφρώς ξενυχτυσμένη,
Ελαφρώς κουρασμένη,
αλλά με καλή διάθεση από χθες το πρωί,
κι ας έχει ό,τι θέλει συμβεί, με κουβέντες όμορφες, με περίπατο που είχα χρόνια να κάνω, ακόμη κι αν αναθεματίζω την ακαταστασία, που έχει σαν αποτέλεσμα να μη βρίσκω το ριμάδι το καλώδιο usb για να μεταφέρω τις φωτογραφίες στο laptopi, αλλά δε με νοιάζει, δε βαριέσαι, κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό, προς το παρόν όλα καλά, έστω κι αν μου την έδωσε η ερώτηση της κυριούλας "πως τα πας με τη προσωπική σου ζωή, πες μου, σε σκεφτόμουν, ανησυχώ", αλλά λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η τσατίλα για τον κοινωνικό καθωσπρεπεισμό, σημασία έχει ότι ΕΓΩ νιώθω καλά, κι ας έχω τα σκαμπανευάσματά μου, μα δε με νοιάζει γιατί η ζωή είναι σα το QRS του καρδιογραφήματος, και ζω κι εκτός δουλειάς, και μου αρέσει που καπνίζω τους πρίγκιπές μου τόσα χρόνια, και δε θέλω να σταματήσω να γράφω, και θα συνεχίσω να αδιαφορώ για το τι λέει η κοινωνία, αδιαφορώ για το αν θα μπλέξω το πουλί με το ψωμί, και ένιωσα μια χαρά που ήρθε και με πήρε ο ανηψιός μου αγκαλιά, σφιχτή αγκαλιά μικρού παιδιού με όλη τη δύναμή του, και να φωνάζει από μακριά πως με αγαπάει μέχρι τον ουρανό, ενώ εγώ ανεβαίνω την ανηφόρα ντάλα μεσημέρι, και δε δίνω δεκάρα αν με καταλαβαίνει κάποιος.
Έμαθα να πληρώνω το τίμημα......
Εσύ;
Δε με νοιάζει, σου λέω, αν έχεις διάθεση να καταλάβεις.
Άλλωστε, κατά βάθος, σε κανέναν δεν αρέσουν τα θλιβερά πράγματα, και μη προσπαθείς να βγάλεις κάποια εκλογικευμένα συμπεράσματα, που θα αποδείξουν κάτι. Δεν υπάρχουν κανόνες. Εμείς τους φτιάξαμε, κάποια μέρα, για να τους αναιρέσουμε. Χμ, μπορώ να γελάσω με τις μικροπρέπειες μας; ευχαριστώ.
So, so fucking special
Δε θα βρεις απάντηση εδώ.

21.6.06

παράξενα με ταξιδεύεις τώρα

18.6.06

Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου

Θα περάσουν τα χρόνια και στα ίδια ερωτήματα όλο θα τριγυρίζεις.
Θα αναρωτιέσαι συνέχεια τι έφταιξε, τι πήγε στραβά, τι θα άλλαζε αν είχες επιλέξει κάτι άλλο.
Δε μπορείς να πεις στον κόσμο τι έχεις ζήσει. Κάποιοι θα φοβηθούν, άλλοι θα σε ζηλέψουν, και μερικοί θα σε μισήσουν ή θα πιστέψουν πως όλα είναι ψέμματα, δημιουργήματα της φαντασίας σου. Κι αυτό σε κουράζει. Πιθανότατα, να σ' ενοχλεί και να σου δημιουργεί μια θλίψη.
Δε μπορείς να μιλήσεις για το τότε. Δύσκολα εκφράζεται με λόγια ο νους ενός παιδιού. Ούτε μπορείς να εξηγήσεις το πως και το γιατί. Οι φόβοι άλλωστε κρύβουν ευχές, και οι άνθρωποι θα τρομάξουν όταν το μάθουν. Άσε που άρχισες συνειδητά να εντάσσεσαι στην ομάδα των υπερφίαλων εγωϊστών. Όχι ακριβώς σαν γνήσιος επαγγελματίας, μάλλον περισσότερο σαν έναν πιστό που προσπαθεί να προφυλάξει το μέσα του.
Και το μυαλό σου; Α, το μυαλό σου... Τόλμησε και σου είπε εκείνος πως θέλει να μπει στο μυαλό σου κι εσύ γέλασες δυνατά, αψηφώντας τη γύμνια σου μπροστά του, αλλά γέλασες και τον χλεύασες. Και τότε στράβωσες το στόμα σου, σα να έπαθες εγκαφαλικό, μετά σήκωσες το αριστερό σου φρύδι και σκύλιασες.
Γιατί αν δε βρει ένας άνθρωπος από μόνος του το μέγεθος του μυαλού του, είναι αδύνατο να αφήσει κάποιον άλλο να μπει στο μυαλό του. Σου το λέω να το ξέρεις. Όλοι θα φοβηθούν. Μα πιο πολύ εσύ...
Σου άρεσαν οι γρίφοι από παιδί.
Επειδή η απάντηση στο δικό σου είναι γεννημένη στο σκοτάδι.
Δεν ήταν πάντα έτσι.
Στην αρχή είχες ακόμα απορίες.
Στην αρχή... υπήρχε ακόμα το μυστήριό σου.
Τώρα;
Χμ, ποιος νοιάζεται για το τώρα. Έδειξες πως είσαι άτομο δυνατό και τα βγάζει πέρα μόνο του. Σκληρόπετσο, σκληρό καρύδι, που πληρώνει το τίμημα.
Θυμάσαι εκείνη την ευχή και κατάρα, που σου έδωσες όταν ήσουν παιδί;
Είδες; Το έζησες και κατάλαβες τι σχέση έχουν οι φόβοι και οι ευχές.
Όπως κι εκείνη, πριν χρόνια, ένα Φθινόπωρο που κατέβαινες τον δρόμο στη Κηφισιά, για να φθάσεις στον σταθμό του ΗΣΑΠ, με το κεφάλι σκυφτό, μετρώντας τα πλατανόφυλλα στη γη, και από μέσα σου να εύχεσαι να σταματήσεις να σκέφτεσαι.
Θέλεις να σου πω και για τις άλλες ευχές; Ή προτιμάς να μιλήσουμε για τους φόβους σου; Ναι, είναι το ίδιο. Αλλά άντεξες. Αφού πέρασες στην αντίπερα όχθη και ξανάρθες. Αντέχεις. Γιατί αυτό έχεις μάθει στους άλλους να περιμένουν από εσένα. Στο τέλος θα σου γίνει απλά συνήθεια να αντέχεις. Κρίμα. Νόμιζα πως μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποια πράγματα, να τα ιεραρχίσεις. Ακόμη και τους φόβους σου. Όχι, όχι. Μη μου πεις το αντίθετο. Αφού ούτε κι εσύ δε το πιστεύεις.
Ξέρεις τι είσαι. Τι ήσουν τόσα χρόνια. Ένα φτερό στον άνεμο. Μη το αρνηθείς. Θυμήσου τα λόγια σου μ' εκείνη την άγνωστη πάνω στα βράχια, το ηλιοβασίλεμα του '02. Φτερό στον άνεμο. Γιατί ν' αλλάξεις τώρα;
Σου το ξαναλέω:
Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου.....

17.6.06

Μισές δουλειές

Ξύπνησα αργά σήμερα το πρωί. Βλέπεις, τις δύο τελευταίες βραδιές το ψιλοξενύχτησα, ξεκινώντας από νωρίς το πρωί στη δουλειά και τραβώντας το μέχρι αργά. Ευτυχώς, με καλή παρέα. Ευτυχώς, με ανθρώπους που μου λένε πολλά και τους χαίρομαι. Τη μια στο Θησείο, στα λατρεμένα μου, την άλλη (εχθές το βράδυ) στη "γειτονιά μου", σπιτικά. Και τις δύο βραδιές, οικεία.
Ξύπνησα, τεντώθηκα, θυμήθηκα πως είναι Σάββατο, χάρηκα.
Μετά από λίγη ώρα, με τον καφέ στο χέρι μπήκα στο δωμάτιο μου ξανά και το βλέμμα μου έπεσε στη παραγεμισμένη βιβλιοθήκη, που είναι έτοιμη να καταρρεύσει από το γέμισμα. Πρόσεξα καλύτερα τους τίτλους των βιβλίων, που στέκουν μπροστά-μπροστά, και συνειδητοποίησα πως τα περισσότερα -ντρέπομαι να πω όλα- δεν τα έχω διαβάσει μέχρι τέλος. Για την ακρίβεια, τα έχω ξεκινήσει, έχω φτάσει κοντά στη μέση και τα έχω παρατήσει. Τα τελευταία χρόνια, αυτό κάνω. Τα ξεκινάω, τα κουβαλάω μαζί μου με όρεξη να τα διαβάσω στο δρόμο για τη δουλειά, ή όπου σκατά πάω, αλλά τα παρατάω. Εντάξει, θα είμαι πιο ειλικρινής. Τα ξεκινάω και δε φτάνω ούτε στη μέση. Μετά, αγοράζω καινούργια, και πάλι τα ίδια. Και ξανά, και ξανά, και ξανά.
Ξεκίνησα να γράφω τον "Γείτονα", τον παράτησα κι αυτόν.
Ξεκίνησα να μαζεύω χρήματα για να φύγω για Αγγλία. Κι αυτό το παράτησα.
Ξεκίνησα να παζαρεύω ένα σπίτι για να μείνω στα λατρεμένα μου. Πάει κι αυτό. Έμεινε κάπου στη μέση.
Ξεκίνησα να φτιάχνω το οργανώγραμμά μου για τον μήνα Ιούνιο, δεν το τελείωσα, και ούτε πρόκειται.
Ξεκίνησα να γράφω αυτό το post, αλλά είμαι σίγουρη πως κι αυτό, δε θα τελειώσει όπως υπολόγιζα. Ούτε φωτογραφία θα κοτσάρω -αυτή με τον φάρο.
Και δεν ήμουν έτσι παλιά.