19.12.06

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ*

Τί θέλεις να γράψεις πραγματικά; πόσα πολλά θέλεις να πεις; κι όλα αυτά που σκεφτόσουν καθώς έβλεπες τις ράγες να φεύγουν ανάποδα; και γιατί δεν έκλαψες; μήπως νομίζεις πως δε φαίνεται στα μούτρα σου; πάλι θα σταθείς υπεράνω; τί σκατά θα γίνει με τη πάρτη σου; δε χρειάστηκε πολύ ώρα για να καταλήξεις στο ίδιο συμπέρασμα της αρχής, έτσι δεν είναι; εύχεσαι να έχεις και μια δεύτερη ζωή για να προσέξεις με τις ευχές, αν και πολύ φοβάμαι ότι τα ίδια θα ευχηθείς και σ' αυτή. Μα τα ίδια ακριβώς, που να με πάρει! Όλα τα πιστεύω σου επιβεβαιώνονται με αριθμητική ακρίβεια... κι ας αγχώνεται η αναπνοή σου να βρεις κάποιον να προειδοποιήσεις να μη κάνει τις ευχές. Όχι, δε μετανιώνεις για όλα αυτά που σκέφτηκες τότε και πιάσανε σαν ευχές, όμως, νιώθεις responsible στο να σώσεις -είναι σωστή η λέξη, άραγε;- κάποιον άλλο που πάει, τίνει, δείχνει πως θα σκεφτεί τα ίδια και, τρόπω τινά, θα τα ευχηθεί. Δεν είναι επειδή τα θεωρείς λάθος. Αν το πίστευες θα το σταμάταγες εδώ και τώρα. Δε θα συνέχιζες, ρε παιδί μου! Θα έλεγες, λάθος είναι, μαλακία, βάζω στοπ εδώ και τώρα. Αλλά δεν είναι. Είναι... απλά είναι δύσκολο. Δύσκολα. Θέλουν γερό στομάχι. Θέλουν αρχίδια. Θέλουν αντοχή. Θέλουν ανάστημα. Θέλουν... αγερωχιά. Και, ας το παραδεχτούμε, δε τα έχουν όλοι όλα αυτά, κι ας πιστεύουν πως τα έχουν. Σου το έχω ξαναπεί, άλλωστε. Η ψευδαίσθηση του τι είσαι και τι μπορείς να κάνεις/αντέξεις/αντιμετωπίσεις είναι μια παγίδα που δύσκολα μπορείς να της ξεφύγεις. Γι' αυτό χαίρομαι που αντιμετωπίζεις αυστηρά τον εαυτό σου, κι ας πιστεύουν κάποιοι πως απλά τον ρίχνεις και τον υποτιμάς. Αλλά να, μωρέ... πλησιάζει τα όρια του άδικου. Μερικές φορές, νομίζω πως μπορεί και να τα ξεπερνάει. Είναι σκληρό γαμίσι, ξέρεις. Μπορεί να πονέσεις, μπορεί να πονάς για καιρό, κι αν το σκαρί σου δεν είναι και πολύ γερό μπορεί να μην αντέξεις και να σου βγουν... ε, δε ξέρω τι μπορεί να σου βγουν. Εσύ... δε ξέρω, βρε παιδί μου. Ηδονίζεσαι με αυτό; Δε σε είχα κόψει για ατομάκι τύπου μαζόχα. Δεν είσαι μαζόχα, τώρα μη λέμε μαλακίες. Αλλά, να.... πως το αντέχεις; Εννοώ.... δε πονάς; Δε μπορεί! Πονάς, ρε πούστη μου! Αλλά εκεί, συνεχίζεις. Βέβαια, φοβάμαι πως θα σκληρήνεις κι άλλο. Κι ας είσαι μαλακό ζυμαράκι, κατά βάθος. Χαμογελάς, ε; Κάτι κρύβεις, εσύ, δε με γελάς. Τί; Το πλήρωμα; Ποιο πλήρωμα; Σε χρυσό; Όχι, ε; Αγκαλιά σε πήρα σήμερα; Όχι;;; Έλα να σε πάρω αγκαλιά. Έλα ρε... κοιτά να δεις που δεν έρχεται και απλά με κοιτάζει... γιατί με κοιτάζεις έτσι; συμβαίνει κάτι; δηλαδή; ναι, έτσι είναι.... εγώ... έχεις δίκιο! εγώ είμαι ο εαυτός σου. Ναι, εσύ μιλάς σε εσένα μέσω εμένα για εμένα δηλαδή για εσένα σε εσένα. Το ξέρω πως δε μπερδεύτηκες. Δε θα μπορούσα, άλλωστε, να σε μπερδέψω, δηλαδή να μπερδέψω εμένα, τον ίδιο σου τον εαυτό, με εσένα. Για σένα τα λέω. Για να μη μου πεις πως δε με σκέφτομαι. Πως δε με υπολογίζω. Πως ενδιαφέρομαι για μένα. Πως δε με αγαπάω. Με αγαπάς. Κι εγώ σε αγαπάω. Πως θα μπορούσα, άλλωστε, να μη με αγαπάω. Γι' αυτό σου τα λέω, για να τ΄ ακούω εγώ. Έλα, χαμογέλα μου. Μου αρέσει να μου χαμογελάω... παίζει και το αγαπημένο μας κομμάτι στο ραδιόφωνο. Άντε να καταλάβουν οι άλλοι, ε;
Θάλασσα τα δάκρυα και πλέεις με καράβι βαρύ σε κόσμους δικούς σου και με κοράλια τα μαλλιά σου και πυξίδα τα μάτια σου κι απλώνεις τους χάρτες σου σεντόνι στο κορμί των ταξιδιών σου κουλουριασμένο στη γωνιά με τους δαίμονες ενός παιδιού ενήλικα πριν πιάσει τα χίλια χρόνια και παραμύθι τα δελφίνια σου ψυθιρίζουν στης Αθήνας τα λατρεμένα σοκάκια πηγαίνοντας με το βαπόρι για τη Νικαρία να μαζέψεις κι άλλα μεγάλα βότσαλα να βαρύνουν οι τσέπες σου μπας και ζυγιάσουν το μπουκαλάκι στο λαιμό της ψυχής σου ανεκτίμητης αξίας υπομονή και θαυμασμό στην έκθεση της σκηνής του θεάτρου που κανείς ποτέ δε θα καταλάβει ούτε θα μυρίσει την αρμύρα...
* επειδή δε ξεχνάω το ταξίδι και παραμένει σταθερή αξία και πιστεύω

18.12.06

Bloody Monday instead of Sunday...

Ο προηγούμενος διευθυντής μου -αυτός στο προηγούμενο τμήμα που ανήκα- σιχαίνεται τις Δευτέρες. Κάθε Δευτέρα πρωϊ, αμέσως μετά το ξύπνημα, όταν ξεκινάω για τη δουλειά τον θυμάμαι και χαμογελάω και με πείθω πως θα ξορκίσω αυτό το κακό αυτής της κακής μέρας. Σήμερα, βέβαια, το ξόρκισα από τη Κυριακή αφού δε κοιμήθηκα το βράδυ και τώρα μου φαίνεται σα μεσημέρι. Ήρθα στην εταιρία, έφτιαξα καφέ, κανείς στους ορόφους, ό,τι πρέπει για να ακούσω μουσική και να βαράω τα πλήκτρα χωρίς να μιλάω σε κανέναν, χωρίς να ενοχλώ τη συνέχεια της ανωνυμίας και της μοναχικότητας. Γιατί, το έχουμε ξαναπεί βρε φίλε, είμαι μονόχνωτος άνθρωπος. Άσε με μόνη μου και θα τη περάσω ζάχαρη. Καφέ και τσιγάρο να έχουμε και είμαστε μια χαρά... Α! Και μουσική! Ναι, ναι. Μουσική, δυνατά, συνέχεια, και χαμόγελο. Από αυτά τα μεγάλα, και συνάμα διακριτικά.

Είναι αυτός ο καιρός περίεργος. Θέλω να πω, αυτή η χρονική περίοδος. Χάνομαι στις στιγμές, βυθίζομαι, ταξιδεύω, πλέω, τρέχω και νιώθω μια ηδονή. Καλό το σεξ, αλλά η ηδονή του πνεύματος είναι κάτι άλλο. Τσάμπα μαστούρα -το κλέβω από τον Τζιμάκο.

Τί έλεγα, μωρέ;
Α, ναι. Για τις Δευτέρες. Και για τη μαγεία της στιγμής αυτής, που σύντομα θα τελειώσει. Δε σου είπα ότι σύντομα θα τελειώσει; Μόλις.

Πάντως, ειδικά τις Δευτέρες, είναι άλλο πράγμα να είσαι παρατηρητής το πρωϊ που ο κόσμος 'ταξιδεύει' για τη δουλειά του. Ή για τις δουλειές, γενικώς. Είδα 2 παρανοϊκές -μα σου λέω παρανοϊκές- φάτσες στον υπόγειο. Είδα και κάτι τρελλαμένα σκυλιά στον δρόμο. Είδα και κάτι σκύλες, που πάλι δε πηδήχτηκαν εχθές Κυριακή και θα τη πληρώσουν οι υφιστάμενοι τους. Καλά, ούτε κι εγώ πηδήχτηκα εχθές, αλλά γαμώ τη πουτάνα μου -ποια; τη πουτάνα μου- δεν είμαι έτσι. Θα μου πεις, είμαι νέα ακόμα. Αχμ... είμαι γριά από τα οχτώ μου, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Τεσπα... οι συνάδελφοι, σιγά-σιγά, μαζεύονται. Τους έλειψα, λόγω της αναρρωτητικής άδειας της περασμένης εβδομάδας (αρχίδια αναρωτική ήταν, αφού και τη Τρίτη ήρθα στο γραφείο μέχρι αργά, και τη Τετάρτη το βράδυ έτρεχα στου διαόλου το πέταμα για να... ε, τέλος πάντων, για δουλειά). Μαλακίες τους έλειψα. Σίγουρα, όμως, ήμουν αλλού. Και συνεχίζω να είμαι αλλού.

Έρχονται και οι γαμημένες οι γιορτές. Είκοσι τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν έγινε κάτι για να τις συμπαθήσω.

Συμπάθα με, αλλά αυτός δεν είναι Χειμώνας. Και ξέρω τον λόγο. Είπαμε, φέτος τον Χειμώνα δε θα τη βγάλουμε όπως-όπως. Δεν είναι στο χέρι του να μας γαμήσει. Στο κάτω-κάτω, τα χρόνια δε τα μετράμε με χειμώνες, αλλά με Καλοκαίρια. (για σένα Νατάσσα, επειδή καταλαβαίνεις) Άσε που εχθές μίλησα και με έναν γνωστό Σουηδο και μου είπε πως ούτε εκεί έχει χιονίσει, και είναι μία εβδομάδα πριν από τα πως_τα_λένε_να_δεις...

Να σου πω... Δεν είμαι εδώ.

Σε αφήνω τώρα, γιατί, είπαμε, Δευτέρα είναι, είμαι και στο γραφείο, καταλαβαίνεις...

14.12.06

Αίμα από το αίμα για το αίμα

αν αντέχεις

πόσο αντέχεις;

δεν θα αντέξεις

ατύχησες


Αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα αγκαλιάζουν απαλά το κολονάτο ποτήρι με το πορφυρό κρασί. Ίδιο χρώμα με τα νύχια. Το ίδιο γιαλιστερό, το ίδιο προκλητικό και σκοτεινό. Ο λεπτός καρπός αποκαλύπτεται κάτω από το μεταξωτό μανίκι του μαύρου πουκάμισου με τα κεχριμπαρένια κουμπιά. Κουμπιά που κλείνουν το άνοιγμα του πουκαμίσου μέχρι λίγο πιο κάτω από το στήθος, τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλύπτει διόλου χυδαία αλλά, συνάμα, προκλητικά το πλούσιο στήθος της. Δε φοράει σουτιέν. Στις ιδιωτικές της στιγμές ήθελε να είναι ελεύθερη από τους καθωσπρεπεισμούς και τους τύπους του πρωτοκόλου. Έπειτα, δεν είχε ανάγκη τον στηθόδεσμο. Ένα στητό στήθος, όσο βαρύ, σα το δικό της δεν είχε ανάγκη από τησρίγματα και στηθοσυγκρατήρες. Και ειδικά τις στιγμές αυτές, που απολάμβανε το quanti τις μικρές ώρες, δε φόραγε τίποτα άλλο εκτός από το άρωμά της. Μόνο απόψε φόρεσε αυτό το πουκάμισο, γιατί ένιωθε να κρυώνει από το ελαφρύ αεράκι της πόλης, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο του ρετιρέ της. Στην αρχή, ένιωθε να ζεσταίνεται από την έξαψη αυτής της νύχτας, όμως, λίγη ώρα πριν ένιωσε ένα ρίγος, ένιωσε να μαζεύεται το σώμα της, επιδερμίδα της να κρυώνει. Άρχιζε η στιγμή αδυναμίας. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πίνει το κρασί, και συνέχισε μέχρι και το τέταρτο ποτήρι. Μπορεί και να κατάφερνε να ζαλίσει τις σκέψεις της, τα γεγονότα, να αποχρωματίσει το κόκκινο του αίματος που το είδε να ξεπιδάει σα πίδακας από τον λαιμό του πάνω στο άσπρο, μαρμάρινο δάπεδο, σ’ αυτό που θα έπεφτε βαρύ το σώμα του μετά από λίγο χάνοντας και τις τελευταίες αισθήσεις του, ακουμπόντας τα χείλη του στη μικρή λίμνη από το δικό του αίμα, που ολοένα και μεγάλωνε. Να διώξει το βλέμμα του από πάνω της, από τις έλικες του μυαλού της. Το βλέμμα της έκπληξης για τη κίνησή της, το βλέμμα της απορίας και του φόβου μπροστά στο τέλος της διαδρομής και της πύλης του θανάτου.

Έφερε το ποτήρι στα άσπρα χείλη της, το κράτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα, και με μια απότομη κίνηση άφησε το κόκκινο υγρό να γαργαλίσει τον ουρανίσκο της και να χαθεί μέσα στο σώμα της. Μετά το ακούμπισε κάτω, στο μαρμάρινο δάπεδο, λυγίζοντας το καρπό της, αυτό τον καρπό που θα το χαρακτήριζες σχεδόν εύθραυστο, που δε θα υπολόγιζες ποτέ με τη δύναμη θα μπορούσε να μπήξει το μαχαίρι του σερβίτσιου της προγόνης της στον λαιμό εκείνου. Τα αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα χαλάρωσαν κι άφησαν το ποτήρι μόνο του. Ανέβηκαν προς το μέρος της, στο σώμα της και χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό της, μέχρι το πιγούνι, ακολούθησαν της κρυφή γραμμή του λαιμού της, ένιωσε τον ασθενικό σφυγμό της κάτω από τη λευκή επιδερμίδα, συνέχισε στο στήθος της, μετά στα κεχριμπαρένια κουμπιά του πουκάμισου. Εκεί σταμάτησε. Έφερε και το άλλο της χέρι σε αυτό το σημείο, και περίμενε να ακούσει κάποιο ήχο έξω από το παράθυρο, ήχο της πόλης, γνώριμο, συνηθισμένο. Αφουγκράστηκε λίγο ακόμα. Έκλεισε και τα μάτια της για να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην αίσθηση της ακοής. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μόνο μια γλυκιά αίσθηση ότι δεν ακουμπά πια στο μαύρο, βελούδινο ανάκλιντρο, αλλά σα να πετάει. Σα να έχει φύγει κι αυτό το λίγο βάρος του λιλιπούτειου σώματός της. Απλώνει πάλι το χέρι της, σπάει τον καρπό της, τεντώνει τα δάχτυλά της πάνω από το πάτωμα με το ποτήρι, σχεδόν ψαχουλεύει για να το βρει. Δε το βρίσκει, αλλά ακουμπάει ένα ζεστό υγρό. Γέρνει το κεφάλι της κουρασμένα στο πλάι, ανοίγει με δυσκολία τα πράσινα μάτια της και βλέπει γύρω από το ποτήρι τη λίμνη με το δικό της αίμα.

«Πρόλαβε το κάθαρμα, να με σκοτώσει...»







5.12.06

Ψήνομαι στον πυρετό. Ακόμη και τώρα στο γραφείο, που βρίσκομαι για να τελειώσω την οικονομική και τεχνική προσφορά. Μόνο ο Π. είναι στον όροφο, αλλά δεν έχει καταλάβει πόσο κομμάτια είμαι. Ξύπνησα στις 3:30 τα ξημερώματα. Ξαπλωμένη ακόμα έβγαλα το ρολόι από το χέρι μου και το άφησα να πέσει στο πάτωμα. Έπεσε και ακούστηκε ένα "γκουπ" δυνατό, αλλά λόγω πυρετού ακούστηκε στα αυτιά μου ακόμα πιο δυνατό αυτό το "γκουπ'. Ένιωθα όλο μου το σώμα να με πονάει κι άρχισα να τρέμω. Ανέβαινε ο πυρετός και δε μπορούσα να ξανακοιμηθώ. Σηκώθηκα να πιω νερό και να χαπακωθώ. Πέρασαν 2 ώρες χωρίς να με πάρει ο ύπνος. Δε θα είχε και νόημα, άλλωστε, αφού στις 6, ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να σηκωθώ. Και τώρα πρέπει να σηκωθώ από το γραφείο και να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Είπε ο Γ. πως θα έρθει να με πάρει να με στο σπίτι. Νομίζω πως θα βουλιάξω στο κάθισμα και απλά θα τον ακούω να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει κι εγώ να ζω τον πυρετό μου, να είμαι μεταξύ δύο κόσμων, να οδηγεί με το στιγάρο, τα πάντα παρά τρίχα τρακαρίσματα, κι εγώ δε θα αντιδρά, θα βουλιάζω ολοένα και περισσότερο στο κάθισμα, θα σφίγγω τα χέρια μου, που τρέμουν και θα τον ακούω, αλλά δε θα ακούω τίποτα απολύτως. Θα βλέπω τα φώτα των άλλων αυτοκινήτων, θα ακούω από μακριά την σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου, θα μου έρχονται σκόρπιες οι κουβέντες της Κυριακής, θα μελαγχολήσω, θα αναρωτηθώ πόσο θα αντέξω, θα διαλέξω πάλι το να ρισκάρω, πάλι θα με ρίξω. Λες και είναι σκάρτο παιχνίδι, ρε παιδί μου.Το ξέρω, αλλά εγώ εκεί. Και θα υπάρχω, για να βουλιάζω στο κάθισμα, να τρέμω, να παραλληρώ, κι ο Γ. δίπλα μου να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει.
Και μετά, πας να μου πεις πως ο άνθρωπος αλλάζει.
Δεν αλλάζει, ρε φίλε. Χώνεψέ το. Κι εγώ, που υποτίθεται ότι το έχω χωνέψει από πολύ νωρίς, σε μικρή ηλικία, κοίτα με. Κοίτα με, σου λέω. Δε βλέπεις κάτι, το ξέρω. Αν καταφέρεις και δεις, πάντως, ρε μπαγάσα, θα σε παραδεχτώ.
Κρυώνω. Τρέμω.
Τελικά, που και που, χρειάζεται ο πυρετός για να γράφεις, να μιλάς, να ακούς, να βουλιάζεις...
Θα γυρίσω σπίτι, στο σπίτι των τόσων δωματίων, που μου είναι εντελώς άχρηστα.
Άχρηστα.
Τις διαβάζεις τις λέξεις;
Να τις διαβάζεις.
Σε φιλώ.