24.4.07

Τα Σαββατοκύριακα Μου Πάνε Περισσότερο

Επειδή δε τρέμουν τα χέρια μου, ούτε χτυπάει το ξυπνητήρι.
Επειδή σαρκάζομαι τη μοναξιά και τις πτώσεις,
καθώς αντιμετωπίζω μόνη μου τον άλλο μου εαυτό,
χωρίς συμμάχους, χωρίς συμπολεμιστές
και ακούω περισσότερες μουσικές, πιο δυνατά, στο διαπασών, και ξυπνάω τους γείτονες και τη μιζέρια τους, και τα παράθυρα παραμένουν με κλειστά τα παραθυρόφυλα, οι σκιές παίζουν και με βλέπω σαν είδωλο στον απέναντι τοίχο, αυτόν που βλασφημώ μέσα στη κατήφεια μου φορόντας μαφόριο με χρώματα παράξενα και οι σκέψεις παίγνειο πονηρό με παγίδες, που οδηγούν σε άβυσσο.

Που να τη βρω την ανάγκη για την καθημερινότητα;

Υστεριόγραφο: Κάποιες σκέψεις επαναλαμβάνονται, καμιά φορά και εξαιτίας ενός τραγουδιού...


10.4.07

Εγώ και οι χίμμαιρές μου

Το έγραψα σωστά; Δε ξέρω, δε μπορώ να σκεφτώ τώρα. Απλά νιώθω. Δε θέλω να σκέφτομαι. Μόνο νιώθω. Πήρα κλειδί του σπιτιού, τις μουσικές μου κι ένα πακέτο τσιγάρα και βγήκα έξω. Όμορφη βραδιά. Γλυκιά, σχεδόν καλοκαιρινή. Άρχισα να περπατάω χωρίς κάποιον προορισμό συγκεκριμένα. Ανέβαινα δρόμους, έστριβα πότε δεξιά, πότε αριστερά. Δε με χωράγανε, δε μου φτάνανε. Δυνάμωσα το mp3 player σχεδόν στη διαπασών, για να μην ακούω ούτε τα βήματά μου, ούτε την ανάσα μου. Κανείς δε κατάλαβε τίποτα. Και κανείς δε θα καταλάβει. Είναι αυτό που λένε, τραβήξου μόνη σου. Εσύ, το μυαλό σου, και ό,τι κουβαλάς μέσα σου. Ανέβηκα ανηφόρες στη γαλαρία του 230, έφτασα αρκετά ψηλά. Εκεί που είχα ξανανέβει πριν χρόνια. Θυμήθηκα παλιά γαμίσια. Θυμήθηκα και φοιτητικά χρόνια, έρμαιο επιλογών του ανέμου. Μετά πήρα τις κατηφόρες, αφού ζητήθηκα να δώσω εξηγήσεις. Άντε να εξηγήσεις γιατί κάνεις μονάχη σου βόλτα. Κατέβηκα στα λατρεμένα, αλλά λυπήθηκα που η διαδρομή ήταν μικρή. Και μετά μόνη, τα τσιγάρα μου, μια μπύρα, μια πίτσα που θα πετάξω αύριο το πρωί, δουλειά, μαστορέματα και το μυαλό σφηνωμένο σε λέξεις, σε λόγους, σε υποσχέσεις, σε όνειρα, στο τίποτα.
Καθωσπρεπεισμοί.
Υποχρεώσεις.
Υπομονή.
Ανοχή.
Φαγητό με το ζόρι.
Εξηγήσεις και επεξηγήσεις.
Μούδιασαν τα χέρια.
Άσε το μυαλό μου, μη ρωτάς γι’ αυτό. Το χειρότερο είναι όταν υποτιμούν τη νοημοσύνη μου. Πως πέρασαν έτσι γρήγορα οι μέρες;
Ρε πούστη Θεέ, πλάκα μου κάνεις πάλι, δε μπορεί........
Τα μάτια βαριά.
Η ψυχή κάπου έξω. Τώρα δε κουβαλάω τίποτα. Είπα ότι θα ανέβω τους 5 ορόφους και στο ξέπνοο θα τα αφήσω όλα πίσω. Είπα. Αλλά τον εαυτό μου δε μπορώ να τον κοροϊδέψω. Και η οικογενειακή φωτογραφία, που μου έδεσε πάλι αυτόν τον κόμπο στον λαιμό και στέγνωσε το στόμα μου... Ρωτάς τί έχω. Τί απάντηση να δώσω;
Κρυώνω.
Για χάρη ενός παιδιού δε θα αφήσω να γίνω μάνα. Θα αρνηθώ τα πάντα. Και τα μητρικά ένστικτα, και τις ανάγκες, και τα θέλω θα μείνουν πίσω. Φιλοξενούμενη είμαι άλλωστε. Φιλοξενούμενη, που φοβόταν να βγάλει το διαβατήριο μήπως και δε ξαναγυρίσει. Ένα μεγάλο ψέμμα που μάζεψε μέσα πολλά άλλα.
Χθες είχε ήλιο. Και θάλασσα. Και θύμησες. Είναι μέρες που σφίγγω τα δόντια. Και όλο κάτι θα σπάει τη μέρα κομμάτια. Αμά σου λέω ρε πούστη πως οι ευχές γίνονται κατάρες και όλες ξεκινάνε από έναν φόβο, εσύ δε με ακούς, μου το παίζεις υπεράνω.
Γαμιέσαι ρε!