24.5.07

Α
Ρ
Ι
Α
Δ
Ν
Η

17.5.07

Επέστρεψα

Ήρθα. Έλειπα καιρό, όπως διαπίστωσες. Το κάνω αυτό, καμιά φορά. Έλα, μη με ρωτάς τώρα που ήμουν, που χάθηκα…. Κάθε φορά τα ίδια με ρωτάς. Αφού ξέρεις, δε ξέρεις; Κάτι έχεις ψυχανεμιστεί για μένα, έτσι δεν είναι; Χάθηκα… δηλαδή… ναι, αυτή είναι η λέξη. Χάθηκα. Κάπου στα μονοπάτια εκεί τα περίεργα, μπερδεύτηκα στις έλικες του μυαλού μου. Δεν έγραφα, δε διάβαζα, άκουγα μόνο, κοίταζα, και περίμενα. Ήπια κιόλας. Με ξέρεις, όταν πίνω. Όχι πολύ συχνά, αλλά πίνω πολύ. Τα γαμάω κανονικά, λες και έχω βάλει πλώρη να γίνω μαινόμμενη καραβέλα. Την Πέμπτη στα γενέθλιά μου, πέρασα καλά. Ήταν τα γενέθλια που πάντα γούσταρα να είχα… αυθόρμητα! Και μετ΄ααπό 2 ώρες ύπνο, και με ένα βόσπορο από αλκόολ μέσα μου, ξύπνησα το πρωί και πήγα στο γραφείο. Στην ώρα μου παρακαλώ. Και άκουγα μουσικές και θυμόμουν τα γελαστά πρόσωπα όλων. Θυμόμουν τα φιλιά, τις αγκαλιές, τα χάδια. Ακόμη τα θυμάμαι. Πίναμε ρακόμελα και γουστάραμε. Εχθές ήπια ρακί. Άμα μπλέξεις με κρητικούς, δεν έχεις πολλά περιθώρια. Αντιστέκεσαι στην αρχή, σα δύσκολη γκόμενα, αλλά το λέει η ψυχούλα σου, και γίνεσαι μπουρδέλο, γίνονται και οι άλλοι μπουρδέλο από το πιόμα, αλλά είσαι καλά. Είμαι καλά.

Του υποσχέθηκα πως το Καλοκαίρι, και φέτος, θα έρθει με τα γενέθλιά μου. Και έτσι έγινε. Κάθε χρόνο, έτσι γίνεται. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πάλι χωρίς ύπνο θα μείνουμε. Πάλι θα πούμε, «ελα ρε, θα κοιμηθούμε τον Χειμώνα, μη χαλιέσαι», αλλά κατά βάθος εννοούμε, θα κοιμηθούμε όταν πεθάνουμε. Γιατί θα πεθάνουμε. Σκέψου πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Κάποιοι άλλοι έφυγαν, και μάλιστα νωρίς. Και μου λείπουν.

Είδα μια ταινία τις προάλλες, και θυμήθηκα εκείνο το βράδυ, που το αίμα μούσκεψε μέχρι και τα εσώρουχά μου. Μετά μου λες γιατί μένω ψύχραιμη. Μένω; Δείχνω; Είμαι; Για ποια κυνικότητα θα μου μιλήσεις, όταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από μέσα μου ήταν «Κάνε να σταματήσει η μηχανή, πριν σταματήσω εγώ» και κοίταγα τα φώτα των αυτοκινήτων από απέναντι, που με πλησίαζαν. Για ποια αχαριστία θα μου μιλήσεις εσύ, όταν τα τρεμάμμενα χέρια μου έκλειναν τα ματιά του, και έλεγαν αντίο στο βλέμμα του που είχε στηλωθεί στα μάτια μου; Για ποια αλλαζονία θα μου μιλήσεις εσύ, όταν παιδί μεγάλωσα αυτόματα σαν ενήλικας με κενά μνήμης;

Έκλεισα τα 28 και… πάω για τα 30 μαλάκα μου, και πολύ το γουστάρω αυτό.

Τιμώμενο πρόσωπο δεν είναι η Πατρίτσια, είναι ο στιβαρής κατασκευής μεγάλου εύρους και υψηλότατου πύχη των ορίων της ψυχής, που, τελικά, δε ξέρεις τι κρύβει και δε ξέρεις πως θα αντιδράσει και πότε. Μπορείς να χαρτογραφήσεις μια άβυσσο; Όχι ρε, δε μπορείς. Γι’ αυτό σου λέω, μη παίρνεις σα δεδομένο έναν άνθρωπο. Τα λέω, για να τα ακούω, για να μη ξεχάσω, γιατί αδυναμώ μερικές στιγμές, και για να μπορέσω να πεθάνω χωρίς τύψεις, χωρίς δισταγμούς και αποθυμένα.

Με ακούς ρε μαλάκα, ή το παίζεις πάλι κουφάλογο; Πάλι τα ίδια θα λέμε; Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου, σα νομίζεις πως έχεις αρχίδια.

Επέτρεψε μου τώρα να χαμογελάσω, αρχικά, να κατεβάσω τον καπνό βαθιά μέσα στα μαύρα μου πνευμόνια, και όταν θα ελευθερώσω τον καπνό, θα αφήνω την ασημένια σταγόνα να ντροπάρει με θόρυβο, και με φως δυνατό.

Άλλοθι; Όχι, δεν έχει άλλοθι. Ό,τι έγινε, όπως έγινε, απλά έγινε, και δεν ξεγίνεται. Και σε όλα ήμουν εκεί. Παρούσα. Πράγμα που σημαίνει πως θα πεθάνω με όλα αυτά μαζί. Και μην έρθει κανένας πούστης να πει πως είμαι δυστυχισμένη. Δεν είμαι. Τουναντίον.

Πάλι δεν ακούς.

Να σου πω. Κοίτα με λίγο. Επέστρεψα. Δε θα σου υποσχεθώ πως δε θα ξαναφύγω. Δε γίνεται, λυπάμαι. Αλλά με σιγουριά μπορώ να σου πως είμαι εγώ, και θα είμαι εγώ.

Μου έλειψε η μυρωδιά.

Και τεντώνομαι, με τα γόνατα μαζεμένα στο στομάχι. Ψηλά τα χέρια, χαμόγελα και σύννεφα από λέξεις και εικόνες. Μην αριθμήσεις τα συναισθήματα, ούτε τα αισθήματα. Είναι πολλά.

Αχμ… άνοιξες τα αυτιά σου, ε;

Συμπάθα με…………………..