2.9.09

Τελευταία Κυριακή

Έριξε αλάτι χοντρό, με έναν τρόπο δικό του, και οι σαρδέλες χόρεψαν χαρούμενα επάνω στη σχάρα, έστω κι αν σε λίγο θα ψηνόντουσαν.
Έριξε λαδάκι με μουστάρδα και μέλι, με έναν δικό του τρόπο, και τα ψητά λαχανικά πήραν χρώμα και μια γεύση που σε πότιζε ηδονή, έστω κι αν είχαν παραψηθεί τόση ώρα πάνω στη σχάρα.
Έριξε, έκοψε, γέμισε, χαμογέλασε, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, και οι ώρες πέρασαν με ποτήρια και μπουκαλάκια τσίπουρου να αλλάζουν σειρά στον χορό, τα στριφτά να σιγοκαίνε ανάμεσα στα δάχτυλα, οι κουβέντες σα το καγκουρό να πηδούν από το ένα θέμα στο άλλο, να είναι όλα εκεί και όλα μακρυά, πάλι ταξίδια από το μυαλό, και μέσα σου, δίπλα από τα χαμόγελα, να ξέρεις πως υπάρχει η ημερομηνία λήξης, όπως πάντα, για όλα, ακόμη και για εμάς.
Και τώρα δρόσισε.