19.12.06
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ*
18.12.06
Bloody Monday instead of Sunday...
Είναι αυτός ο καιρός περίεργος. Θέλω να πω, αυτή η χρονική περίοδος. Χάνομαι στις στιγμές, βυθίζομαι, ταξιδεύω, πλέω, τρέχω και νιώθω μια ηδονή. Καλό το σεξ, αλλά η ηδονή του πνεύματος είναι κάτι άλλο. Τσάμπα μαστούρα -το κλέβω από τον Τζιμάκο.
Τί έλεγα, μωρέ;
Α, ναι. Για τις Δευτέρες. Και για τη μαγεία της στιγμής αυτής, που σύντομα θα τελειώσει. Δε σου είπα ότι σύντομα θα τελειώσει; Μόλις.
Πάντως, ειδικά τις Δευτέρες, είναι άλλο πράγμα να είσαι παρατηρητής το πρωϊ που ο κόσμος 'ταξιδεύει' για τη δουλειά του. Ή για τις δουλειές, γενικώς. Είδα 2 παρανοϊκές -μα σου λέω παρανοϊκές- φάτσες στον υπόγειο. Είδα και κάτι τρελλαμένα σκυλιά στον δρόμο. Είδα και κάτι σκύλες, που πάλι δε πηδήχτηκαν εχθές Κυριακή και θα τη πληρώσουν οι υφιστάμενοι τους. Καλά, ούτε κι εγώ πηδήχτηκα εχθές, αλλά γαμώ τη πουτάνα μου -ποια; τη πουτάνα μου- δεν είμαι έτσι. Θα μου πεις, είμαι νέα ακόμα. Αχμ... είμαι γριά από τα οχτώ μου, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Τεσπα... οι συνάδελφοι, σιγά-σιγά, μαζεύονται. Τους έλειψα, λόγω της αναρρωτητικής άδειας της περασμένης εβδομάδας (αρχίδια αναρωτική ήταν, αφού και τη Τρίτη ήρθα στο γραφείο μέχρι αργά, και τη Τετάρτη το βράδυ έτρεχα στου διαόλου το πέταμα για να... ε, τέλος πάντων, για δουλειά). Μαλακίες τους έλειψα. Σίγουρα, όμως, ήμουν αλλού. Και συνεχίζω να είμαι αλλού.
Έρχονται και οι γαμημένες οι γιορτές. Είκοσι τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν έγινε κάτι για να τις συμπαθήσω.
Συμπάθα με, αλλά αυτός δεν είναι Χειμώνας. Και ξέρω τον λόγο. Είπαμε, φέτος τον Χειμώνα δε θα τη βγάλουμε όπως-όπως. Δεν είναι στο χέρι του να μας γαμήσει. Στο κάτω-κάτω, τα χρόνια δε τα μετράμε με χειμώνες, αλλά με Καλοκαίρια. (για σένα Νατάσσα, επειδή καταλαβαίνεις) Άσε που εχθές μίλησα και με έναν γνωστό Σουηδο και μου είπε πως ούτε εκεί έχει χιονίσει, και είναι μία εβδομάδα πριν από τα πως_τα_λένε_να_δεις...
Να σου πω... Δεν είμαι εδώ.
Σε αφήνω τώρα, γιατί, είπαμε, Δευτέρα είναι, είμαι και στο γραφείο, καταλαβαίνεις...
14.12.06
Αίμα από το αίμα για το αίμα
αν αντέχεις
πόσο αντέχεις;
δεν θα αντέξεις
ατύχησες
Αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα αγκαλιάζουν απαλά το κολονάτο ποτήρι με το πορφυρό κρασί. Ίδιο χρώμα με τα νύχια. Το ίδιο γιαλιστερό, το ίδιο προκλητικό και σκοτεινό. Ο λεπτός καρπός αποκαλύπτεται κάτω από το μεταξωτό μανίκι του μαύρου πουκάμισου με τα κεχριμπαρένια κουμπιά. Κουμπιά που κλείνουν το άνοιγμα του πουκαμίσου μέχρι λίγο πιο κάτω από το στήθος, τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλύπτει διόλου χυδαία αλλά, συνάμα, προκλητικά το πλούσιο στήθος της. Δε φοράει σουτιέν. Στις ιδιωτικές της στιγμές ήθελε να είναι ελεύθερη από τους καθωσπρεπεισμούς και τους τύπους του πρωτοκόλου. Έπειτα, δεν είχε ανάγκη τον στηθόδεσμο. Ένα στητό στήθος, όσο βαρύ, σα το δικό της δεν είχε ανάγκη από τησρίγματα και στηθοσυγκρατήρες. Και ειδικά τις στιγμές αυτές, που απολάμβανε το quanti τις μικρές ώρες, δε φόραγε τίποτα άλλο εκτός από το άρωμά της. Μόνο απόψε φόρεσε αυτό το πουκάμισο, γιατί ένιωθε να κρυώνει από το ελαφρύ αεράκι της πόλης, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο του ρετιρέ της. Στην αρχή, ένιωθε να ζεσταίνεται από την έξαψη αυτής της νύχτας, όμως, λίγη ώρα πριν ένιωσε ένα ρίγος, ένιωσε να μαζεύεται το σώμα της, επιδερμίδα της να κρυώνει. Άρχιζε η στιγμή αδυναμίας. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πίνει το κρασί, και συνέχισε μέχρι και το τέταρτο ποτήρι. Μπορεί και να κατάφερνε να ζαλίσει τις σκέψεις της, τα γεγονότα, να αποχρωματίσει το κόκκινο του αίματος που το είδε να ξεπιδάει σα πίδακας από τον λαιμό του πάνω στο άσπρο, μαρμάρινο δάπεδο, σ’ αυτό που θα έπεφτε βαρύ το σώμα του μετά από λίγο χάνοντας και τις τελευταίες αισθήσεις του, ακουμπόντας τα χείλη του στη μικρή λίμνη από το δικό του αίμα, που ολοένα και μεγάλωνε. Να διώξει το βλέμμα του από πάνω της, από τις έλικες του μυαλού της. Το βλέμμα της έκπληξης για τη κίνησή της, το βλέμμα της απορίας και του φόβου μπροστά στο τέλος της διαδρομής και της πύλης του θανάτου.
Έφερε το ποτήρι στα άσπρα χείλη της, το κράτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα, και με μια απότομη κίνηση άφησε το κόκκινο υγρό να γαργαλίσει τον ουρανίσκο της και να χαθεί μέσα στο σώμα της. Μετά το ακούμπισε κάτω, στο μαρμάρινο δάπεδο, λυγίζοντας το καρπό της, αυτό τον καρπό που θα το χαρακτήριζες σχεδόν εύθραυστο, που δε θα υπολόγιζες ποτέ με τη δύναμη θα μπορούσε να μπήξει το μαχαίρι του σερβίτσιου της προγόνης της στον λαιμό εκείνου. Τα αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα χαλάρωσαν κι άφησαν το ποτήρι μόνο του. Ανέβηκαν προς το μέρος της, στο σώμα της και χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό της, μέχρι το πιγούνι, ακολούθησαν της κρυφή γραμμή του λαιμού της, ένιωσε τον ασθενικό σφυγμό της κάτω από τη λευκή επιδερμίδα, συνέχισε στο στήθος της, μετά στα κεχριμπαρένια κουμπιά του πουκάμισου. Εκεί σταμάτησε. Έφερε και το άλλο της χέρι σε αυτό το σημείο, και περίμενε να ακούσει κάποιο ήχο έξω από το παράθυρο, ήχο της πόλης, γνώριμο, συνηθισμένο. Αφουγκράστηκε λίγο ακόμα. Έκλεισε και τα μάτια της για να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην αίσθηση της ακοής. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μόνο μια γλυκιά αίσθηση ότι δεν ακουμπά πια στο μαύρο, βελούδινο ανάκλιντρο, αλλά σα να πετάει. Σα να έχει φύγει κι αυτό το λίγο βάρος του λιλιπούτειου σώματός της. Απλώνει πάλι το χέρι της, σπάει τον καρπό της, τεντώνει τα δάχτυλά της πάνω από το πάτωμα με το ποτήρι, σχεδόν ψαχουλεύει για να το βρει. Δε το βρίσκει, αλλά ακουμπάει ένα ζεστό υγρό. Γέρνει το κεφάλι της κουρασμένα στο πλάι, ανοίγει με δυσκολία τα πράσινα μάτια της και βλέπει γύρω από το ποτήρι τη λίμνη με το δικό της αίμα.
«Πρόλαβε το κάθαρμα, να με σκοτώσει...»
5.12.06
29.11.06
21.11.06
13.11.06
"Βάλ' το, όταν βρέχει, να τ' ακούς"
Έλα, χαμογέλα. Αφού, κατά βάθος αυτό θέλεις. Να χαμογελάς, και να γελάς!
Πως γίνεται, ρε γμτ να χάνω μερικές φορές το χαμόγελό μου; Αφού πάντα σε αυτό γυρίζω. Πάντα. Ακόμα κι αν θυμώνω, ακόμη κι αν με λυπίζουν πράγματα. Όπως εχθές, που διάβασα τα κείμενα –παλιά κείμενα- ενός ανθρώπου που τον είχα ξεχωρίσει. Ο ¨εκτός στατιστικής¨... Ο άνθρωπος, που μου έμαθε να ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου και να διώχνω «ό,τι μου καίει τη ψυχή». Αυτός που πρώτος κατάλαβε πόσο με γέμιζε και είχα ανάγκη, και δε χρειαζόταν να το δικαιολογήσω, ούτε να εξηγήσω το πως και το πότε, και χωρίς να με ρωτάει πολλά-πολλά, να κοιμάμαι τα βράδια στο αυτοκίνητο κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας, στο Σουνιάκι, στη παραλία της Αναβύσσου, στην αρχαία Τανάγρα. Αυτός, που έκλεισε τα πάντα, χάθηκε, δεν είπε ένα γεια, δε μου έδωσε την ευκαρία να τον δω να χαίρεται, δε πρόλαβα να σηκώσω το ποτήρι με τη τεκίλλα και να του πω «στην υγειά σου, ρε μπαμπά». Μου έμειναν μόνο οι θύμησες, κάποια κείμενα, ένα βιβλίο ¨από το δικό του κόσμο¨, το μαύρο παλτό για τις νύχτες χωρίς ονείρατα, κι ένα πικραμένο χαμόγελο για το παιδικό χεράκι που θέλει να κλείσει στην χούφτα του...κάποτε. Αστεία-αστεία, θα παραμείνει ο μπαμπά μου. Ο σαλιάρης, ο μπούρδας, ο μεγάλος μικρός γίγαντας με τη ψυχή του παιδιού που έδειρε εκείνον τον μαλάκα τον ελληνάρα στη Θησέως –εκείνος ξέρει για ποιον μιλάω- που μου έδωσε λίγη μυρωδιά από το Πέραμα, κι ένα δικό μου (ΔΙΚΟ ΜΟΥ) πέρασμα στο ακρόνειρο.
Κύκλους κάνει η πουτάνα η ζωή. Θα σε δω ρε, αλλά θα έχεις γεράσει. Και τότε, θα σε ρωτήσω, ξέρεις τι, και να δω τι απαντήσεις θα μου δώσεις.
Α, και που ‘σαι. Δε θα ξαναμιλήσω για σένα. Ακόμη κι όταν θα βρέχει, και θα το βάζω να το ακούω.-
7.11.06
Τίποτα ολόκληρο, ούτε καν η χαρά. Ούτε η παιδική χαρά. Ούτε ξεγνιασιά. Ούτε το δόσιμο. Ούτε η μέρα.
Λες να πάω να περπατήσω; Λες να τ’ αφήσω όλα στη μοίρα; Ποια μοίρα; Ποιο fate; Ποιο γαμημένο fate; Ρε, με δουλεύεις;
Θέλω.
Τώρα.
Το ζητάω.
Αν και αύριο, πάλι, θα γίνω ανεκτική. Τον θυμό θα τον πνίξω. Τον λαιμό απλά θα τον κοιτάξω πάλι απελπισμένα για σημάδια. Θα ψάξω, σχεδόν με απόγνωση, στο βλέμμα για να σιγουρέψω πως το ένστικτό μου είναι λάθος, να πιστέψω το ψέμμα, που δεν είναι ψέμμα, απλά είναι η έλλειψη παραδοχής και έκφρασής της αλήθειας.
Γιατί έχω μεγαλύτερα αρχίδια από εσένα, κι από τους άλλους, κι ας έβαλα τα κλάμματα, κι ας ζητάω αγκαλιά, κι ας κρύβομαι στα χάδια, κι ας........
Μετά ποιος πούστης θα μου πει πως είμαι κολλημένη με τις ευχές και τους φόβους; Ας τολμήσει κάποιος! Ας βρει το κουράγιο να έρθει να μου το πει. Να με κοιτάξει κατάματα άμα μπορεί και να μου το πει. Λες να τα καταφέρει; Όχι. Αχμ. Πίσω από τη πλάτη μου μπορεί, αν με κοιτάξει στα μάτια όμως όχι. Γι’ αυτό λέω πως δε δέχομαι καμία δικαιολογία για το παρελθόν του οποιουδήποτε. Μα καμία. Και τρώει ένα χοντρό ¨χ¨ όποιος προβάλλει σα δικαιολογία για τη συμπεριφορά του το χθες του. Έλα να σου πω κι εγώ για το χθες μου ρε και θα δεις πως θα το βουλώσεις το ριμάδι σου. Ξέρω, δε θα πιστέψεις μία από όσα σου πω. Αλλά ξέρεις κάτι; Στ’ αρχίδια μου. Ή όλα, ή τίποτα. Άμα μπορείς.
1.11.06
Αναστενάζεις καθώς περπατάς, ή καθώς κοιτάς το άπειρο. Ποιο άπειρο; Το δικό σου μικρό και τεράστιο, συνάμα, άπειρο. Πως γίνεται αυτό; Μπορείς να το εξηγήσεις; Όλα μπορούν να εξηγηθούν, όλα και το ξέρεις καλά. Αλλά θέλεις να μένει και κάτι έξω από τις εξηγήσεις.
Πότε είπαμε πως έκλαψες τελευταία φορά; Ε, ναι. Εχθές. Αλλά πριν από χθες; Πολύ καιρό πριν. Μην ήταν χρόνια; Δε γαμιέται; Πάλι μέσα σου θα τα κρατήσεις. Πάλι μέσα σου θα τα κουβαλήσεις. Πάλι δε θα θέλεις να δώσεις εξηγήσεις. Τα γαμίδια, τα γαμίδια που σε τρώνε από τότε. Σπαστικό, μαλακισμένο, μικρό κι ανόητο κοριτσάκι που πάντα έδειχνες δυνατή γυναίκα, ολοένα και πιο δυνατή. Τί κατάλαβες; Τί είπες πως κατάλαβες; Νόμιζα πως κάτι είπες...
Κάποιος περπατούσε στο δρόμο με βροχή, το βράδυ. Με βροχή να ρίχνει στα θέλω σου και να μουχλιάζει τα όνειρά σου. Ξανά δυνατές μουσικές, αλλά τώρα με τ' ακουστικά στ' αυτιά. Ένα τσιγάρο να καίει στο τασάκι, ανοιχτό παράθυρο μπας και παγώσει το δέρμα σου, μπας και νιώσεις το δέρμα σου.
Κάποιος κάθεται και αφουγκράζεται το διπλανό διαμέρισμα, ακούγεται ένα σκυλί να γαυγίζει για τους δικούς του λόγους στον ακάλυπτο. Δε μου λείπει καν το δωμάτιο με το παράθυρο στο νότο. Και δε με νοιάζει αν με αποκαλούν τυφλοπόντικα, επειδή τριγυρίζω στο σπίτι χωρίς φώτα, και με τα παράθυρα κλειστά.
Ευχές, όνειρα, μονοπάτια, πολλοί και ατέλειωτοι δρόμοι, γυναικεία φωνή με παραμυθένια φωνή να σε ταξιδεύει, φόβοι, κιθάρες δυνατές. λόγια, λέξεις, ψυχές να μονολογούν, άλλες να χλευάζουν, ύφος σαν υφάκι, τσούλα που το παίζει αρχοντογυναίκα, ένα γαμίσι στη γωνία, άλλο ένα κάτω από τους κρυστάλινους πολυέλαιους, παγωμένα μαρμάρινα δάπεδα, χρυσός, ακούσματα από σαξόφωνα, ομιλίες, επιδείξεις, ταξιδευτής...
Somewhere is my dearest drifter...
Ποιες μελωδίες αγάπησες;
Ποιες φωνές;
Ποιες λέξεις;
Έλα να ρίξουμε μια μπουνιά, μια κλωτσια σε ό,τι σου καίει τη ψυχή.
Στο τέλος-τέλος, τέλος θα μείνει και υα θέλω σου μια παρθένα γυναίκα, που δεν έζησε, δε γεύτηκε, δε πόθησε αφού δε δοκίμασε...
Μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, αλλά πάντα εγώ η ίδια θα παραμένω.
Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, γράφε μέχρι να τελειώσει το λευκό, μέχρι να μη μείνει άλλος γραφίτης, πέτα και τη γόπα μακριά, τίποτα δε θα σβήσουμε, τίποτα δε θα παραλλείψουμε.
Μπορώ να νιώσω, κι αυτό μου λέει ακόμα πολλά. Μπορώ να αγαπήσω και να μισήσω πολλά, και να χαμογελάσω, αν και έχω καιρό πολύ να γελάσω δυνατά. Έλα, μη με ρωτάς τι έχω. Έχω αυτό που είχα πάντα. Ένα ζαλισμένο μυαλό, που ψάχνει, και που δείχνει σα χαμένο. Τουλάχιστον, δε κοιτάζω πια κάτω τα πλατανόφυλλα στον δρόμο μου. Απλά τα ακούω, όταν πατάω επάνω τους. Τα ακούω κι έχω ένα χαμόγελο. Αχνό μερικές φορές, αφού την ηδονή σου δε θέλεις να τη δείχνεις πάντα.
Έκλαψα βουβά χθες μέσα στο μέγαρο μουσικής.
25.10.06
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;...
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;...
Που είσαι;.....
Που είσαι, ρε γαμώ το;...
24.10.06
I Strong My Voice
Βαθιά ανάσα
14.10.06

9.10.06
*ζιμπάλα= δημοτικός σκουπιδοντενεκές στα κασιώτικα...
26.9.06
Κάποτε ζωγράφιζα πολύ. Και φωτογράφιζα, επίσης, πολύ.
24.9.06
21.9.06
19.9.06
Πίσω από το παράθυρο του Νότου τρέμουν οι λευκές κουρτίνες, για ν' αφήσουν τα 2 βιολιά να χορέψουν στους ρυθμούς του συννεφιασμένου ουρανού. Σκοτείνιασε και η μέρα.
Σειρήνες απλώνουν τα φτερά τους και εγκλωβίζουν τα όνειρά σου ανάμεσα στα δε ξέρω, του πρέπει, του θα ήταν σωστό, και με μια γοητευτική φωνή σε αποχαυνώνουν με τραγούδια, κι άντε να ξεφύγεις -να πας πού; Soreno Kavaore.
Αγαπάς κάθε σελίδα, που σε ταξιδεύει. Μετράς ανάποδα μέχρι να φτάσεις στο μηδέν.
Δεν αισθάνεσαι τα χρέη σου ν' αυξάνονται. Ούτε κι αν μειώσεις τα αγχωλυτικά θ' αλλάξεις τον κόσμο, ή τουλάχιστον θα ξεκινήσει να βλέπεις τις ειδήσεις στη tv. Δε παίζει.
Αίμα περιόδου που σιχαίνεσαι+λατρεύεις. Κόκκινη φωτιά, φωτιά μεγάλη που ανάβεις τον πρίγκιπα. Και σιγά μη ξέρω τι σου λέω εγώ τώρα, αλλά σου λέω. Απλά φαντάζομαι το σκηνικό και είσαι λίγο πριν πιστέψεις ολοκληρωτικά και μετά δοθείς από το εσένα στο εμένα.
Γιατί με κοιτάς αποβλακωμένα;
Σημείωμα είναι κι αυτό,
σαν όλα τα άλλα που περιμένουν κολλημένα στον τοίχο δεξιά όπως μπαίνεις.
13.9.06
9.9.06
Stupid girl
8.9.06
που σ' είχα πιότερο για συγγενή;...
Πως κατάντησες έτσι, ρε κακομοίρη
και καλά ο στην άκρη λιγομίλητα σοφός παρατηρής
αλλά στην ουσία
ο χωρίς ουσία;
Ή να πω καλύτερα το
ποιος σε άλλαξε και τώρα όλο βέλη μου πετάς, πήρες τη γόμα κι επιδεικτικά με σβύνεις από τη λίστα που όσες φορές κι αν την άλλαξες ήμουν πάντα εκεί;...
Φίλος είσαι εσύ
που ό,τι έφτυνες έγινες και δεν είσαι πια της κάστας μας;
Που ξενυχτάς + παρεϊζεις με τα μουνάκια που ποθείς να γαμήσεις αλλά δε μπορείς ν' αγγίξεις πια γιατί είσαι ένα 'παντρεμένος';
Που ήσουν ο σκληρός ο άντρας ο αληθινός
και τώρα
μεταποιήθηκες σε γάιδαρο δεμένο;
όλοχάχανακαιγλύκεςκαιδήθενφιλοσοφίες
Μια σταλιά, τόσο δα
έγινες ανθρωπάκο, ΆΚΟΥ!
Φίλος είσαι εσύ
που σε είχα ανάγκη αλλά πεθαμένος
στον άλλο κόσμο περπατάς υπνωτισμένος;...
Δεν είσαι εσύ πια.
Ζήσε αλλού
Ζήσε καλά -αυτό με νοιάζει
Ζήσε όπως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ονειρευόσουν ό,τι ήθελες κι όχι όπως ζεις τώρα...
4.9.06
Γιατί δε σηκώνομαι να φύγω; Να πάω στον βόρειο πόλο, να παγώσει και το μέσα μου, να μην αισθάνομαι τίποτα. Γίνεται; Όλα γίνονται, μου λες. Άρα γίνεται κι αυτό. Ε, τί πάει να πει ‘παίζει και να μη γίνεται’; Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ποτέ δε το ήθελες, ισχυρίζεσαι. Κι όμως, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως αυτό να φταίει. Το ότι λειτουργούσες με δύο μέτρα και δύο σταθμά, κι ας φαίνεται πως ακολουθούσες για όλα μια κοινή νοοτροπία. Δείξε μου έναν άνθρωπο που ΠΟΤΕ στη ζωή του δε λειτούργησε με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μπορείς; Δε μπορείς. Μάλλον.
Μπορείς να μου πεις τις λέξεις;
Θέλεις; Θέλεις; Θέλεις;
Φοβάσαι. Ναι, φοβάσαι. Δεν είναι κακό αυτό. Όχι, όχι. Δεν είναι κακό. Κακό είναι να υπάρχει ένας άνθρωπος χωρίς αδυναμίες. Χωρίς αδυναμίες. Και χωρίς να υποκύπτει –ενίοτε- σε αυτές. Φόβος. Δυνατός φόβος.
Ξεροκατάπια. Και η φωνή μου συνεχίζει να είναι γλυκιά. Και ό,τι κι αν βγει από τους φόβους, πάλι γλυκιά θα είναι. Γιατί μαζί με τους φόβους μαζεύω και τις αμαρτίες. Κι αντί να ζητήσω αγκαλιά, θα προσφέρω τη δικιά μου. Και μετά αναρωτιέμαι πως αντέχω. Παίρνω την ενέργεια του άλλου. Μάλλον.
Μου είπαν πως τα μάτια μου είναι θλιμμένα. Κι ας λάμπω, λένε, από ευτυχία -έχε χάρη που μαύρισα και μου πάει. Αυτό δεν είναι και πολύ ισορροπημένο, ε; Γιατί χαμογελάω πάντα; Γιατί πάντα δίνω ευκαιρίες; Και γιατί συνεχώς ανεβάζω τα όρια μου; Γιατί παίρνω πάντα βαθειά ανάσα και συνεχίζω για το ακόμη πιο πέρα; Γιατί μου ρίξατε τέτοια κατάρα; Γιατί μου ρίξανε κατάρα; Γιατί να με καταραστούν; Που είναι η δικιά μου νεράιδα, που θα μου τη ξορκίσει; Που σκατά βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια; Που θα τη βρω τη πόρτα της υπομονής να τη κλείσω, επιτέλους; Ποιος υπάρχει να με ακούσει, χωρίς να μιλάω και να με καταλαβαίνει; ΜΗ! Μη το πεις! Μη το ξεστομίσεις! Αυτό δε θέλω να το ακούσω, γιατί το ξέρω πια, και φοβάμαι πως πάει πολύ και πως θα στραβώσει η νεφέλη και θα βρέξει στραβά.
Πες μου, λοιπόν.... Πες μου, κι ας είναι, πάλι θα αντέξω εγώ, πάλι θα φάω τους φόβους και τις αμαρτίες άλλων, πάλι θα βαρυστομαχιάσω, πάλι σιωπή θα επικρατήσει στο μυαλό μου με τα δισεκατομμύρια ήχους.
Άλλωστε, κάθε φόβος κρύβει μια ευχή.
2.9.06
20.8.06
Do you think you can tell?
15.8.06

Βότσαλα που πλύθηκαν, και ανακατεύτηκαν, αλλά πάντα εκεί υπάρχουν, για να τα μετράς
να ξεχνάς, να θυμάσαι, να περιμένεις, να ανησυχείς, να πετάς, να σπας, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να... Τελειωμό δεν έχει πια.
Αφιερωμένο
Στη Λήθη μου όταν στεγνώνει το στόμα μου + βλέπω θάλασσες με τα μάτια καρφωμένα στο πουθένα, στο δε ξέρω, στο δε θυμάμαι Στους Πόθους μου ανεκπλήρωτους, πικραμένους, χαραγμένους στο πίσω μέρος της πόρτας εξόδου Στα Θέλω μου που είναι περιορισμένα στους μικρούς θησαυρούς της καθημερινής εμπειρίας Στα Ταξίδια μου που έκανα, κάνω και θα συνεχίσω μα κάνω χωρίς πυξίδα και χωρίς ενοχές Στα Πολύτιμα Χνάρια του Χθες που κοιτάζω + με σαρκάζουν, θυμίζουν, δυσκολεύουν, συντροφεύουν, ψιθυρίζουν Στις Παλιές Αμαρτίες και τις νεώτερες που πολύ γουστάρω + είναι μόνο για τη πάρτη μου, αυθαίρετα, απόλυτα, ηδονικά, μυσταγωγικά Στο Κορίτσι με Το Μπουκαλάκι επειδή είμαι κατά βάσει ένα εγωπαθές ον με πολλή δόση εγωκεντρικότητας + μπόλικης μαλακίας κι επειδή υπάρχει μια ιστορία από το '89 και Στον Καβαλάρη που Παραμένει Ένα Μεγάλο Παιδί και που είχε και θαρρώ ακόμα πως έχει το δικό του συννεφάκι που εύχομαι να πραγματώσει.
Οι γαμημένες φωτογραφίες δε λένε να ξεκολλήσουν από το σφάλμα, σιχτιρίζω, κρύβω κείμενα, αλλού σχεδίαζα να πάω κι αλλού βρέθηκα, και τα κωλοκινητά θα τ' αφήσω κλειστά σήμερα, και τα δυο, και το σταθερό στο μουγκό θα το έχω απλά να αναβοσβύνει το φωτάκι με τις κλήσεις και τα μηνύματα στον τηλεφωνητή που θα περιμένουν να τ' ακούσω, και ιχνηλάτης του ήλιου θα καμαρώνω πως είμαι μέσα από τις μουσικές.
Θυμάσαι; "πως να τη νιώσεις μωρέ τη μοναξιά αν δε στεγνώσει πρώτα η λύπη?"
Πάλι σφάλμα. Δε γαμιέται; Κι αυτό θα το δεχτώ. Τρεις ευκαρίες θα δώσω. Μετά θα ξορκίσω την ευχή που κρύβει κι αυτός ο φόβος.
Θα υπάρξουν κι άλλες προσπάθειες, να το ξες.
13.8.06
Ήλιος Με Σύννεφα Πάνω Από Τη Θάλασσα

3.8.06
Ορμεμφύτως
ΓΕΙΤΟΝΑ μέσα ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ
ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΤΩΡΑ
όπως οι ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ
που βλέπουν στο ΕΙΔΩΛΟ τους ένα μικρό ΠΑΙΔΙ
σαν σε ΨΕΜΜΑ
ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ...
λες και υπήρξες ο παράξενος ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ που κρατούσε τη ΣΧΟΙΝΕΝΙΑ ΚΟΥΝΙΑ
αυτή που ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ να λικνίζεται πριν πολλά χρόνια
ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ξέρεις ΣΚΑΡΤΟΣ ΦΙΛΟΣ θαρρώ πως είμαι ΚΑΙ ΧΑΪΔΕΥΩ ΑΥΤΙΑ
ΣΟΥ το ΕΙΠΑ ΚΑΙ εσύ ποτέ δεν ΑΠΑΝΤΗΣΕΣ σε ερωτήσεις άλλων παρά γύρισες και με βρήκες μέσα στο πλήθος κι ανέβηκα στη σκηνή ΚΑΙ Σ' ΑΚΟΥΓΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑΓΕΣ, ΜΙΑ ΠΥΓΜΗ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΡΜΗΝΕΥΕΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΣΟΥ, ΑΧ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕΣ... ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΧΑΙΡΟΜΟΥΝ, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΣΤΟ ΑΘΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΡΗΘΡΑ ΝΑ ΚΡΑΤΩ ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΙΓΟΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΙΣΟΦΑΓΩΜΕΝΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΙς ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ.
δεν περνούν οι ώρες απόψε και δεν έχω τη δύναμη να βγω να πάω να περιμένω ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΙΝΟ
μέσα στο δωμάτιο μένω
μαζί με σκιές
μαζί με ανεκπλήρωτο έρωτα
για μια ακόμη φορά θα μείνω στα σκοτεινά να αναρωτιέμαι τι σκέφτεται ο καβαλάρης
μήπως ποτέ θα με αγαπήσει όπως στα παραμύθια
αν τα παραμύθια
τελικά
γίνονται αλήθεια, που τη ζούμε και τη χαιρόμαστε
ή
αν..
αν θα γίνει κάτι που θ' αλλάξει αυτό που συμβαίνει χρόνια σαν από συνήθεια
μπορεί και σαν από κατάρα.
ξέρω πως δεν υπάρχει λόγος να αναζητάω μονοπάτια άλλα
μόνη
και πάλι
μόνη
-σου το είχα πει και παλιά, ευχή και κατάρα-
να μην εκφράζω τους φόβους μου
και οι άλλοι
να μη ξέρουν έτσι τις ευχές μου
ευχές καλές
αθώες, πολλές φορές
απλές
μέσα από τετράδια μπλε και μπεζ και μπορντώ που έχουν κλείσει και σκονίζονται από τότε που γράφτηκαν πάνω στο ράφι, στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα σε μερικές δεκάδες άλλες τετράδια -μικρότερα- με χρώματα κι ένα μαύρο με βελούδινο εξώφυλλο και σταμπαρισμένο με τον πολύχρωμο ήλιο μου -έχουμε και σήμα κατατεθέν.
ωραίες μουσικές βάζει ο σταθμός τέτοια ώρα
νομίζω πως μου τελείωσαν και οι λέξεις με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα, αλλά
- ποιος θα το καταλάβει;
- κανείς!
ούτε ότι απλά βαράω τα πλήκτρα απόψε,
μετά από πολλές ώρες λήθαργου,
μαστουρωμένη
και έχει μια ησυχία...
λες το πρωί να ξυπνήσω πάλι;
γυμνή θ' ανοίξω τη πόρτα και θα μπω στο άσπρο μπάνιο με το μισάνοιχτο παράθυρο να βρω το τζιτζίκι στο περβάζι να με κοιτάζει ακίνητο να του χαμογελάσω και να του πω καλημέρα;
με πόνεσε ο λαιμός από τα πολλά τσιγάρα
και τα ρούχα απλωμένα έξω έχουν στεγνώσει από το μεσημέρι
αλλά που να βρω όρεξη να νοικοκυρευτώ
ούτε τα λουλούδια της μαμάς δεν έχω ποτίσει 15 μέρες τώρα
κι ας μου έκανε παρατήρηση η γειτόνισα από απέναντι -φαίνονται ότι είναι απότιστα μέχρι και στην απέναντι, λοιπόν-
βρήκα κι ένα πακέτο τσιγάρα στο δεύτερο συρτάρι ενώ έψαχνα να βρω κάτι παλιές φωτογραφίες, όχι με εμένα, εγώ ποτέ δε ποζάρω στον φακό, το σιχαίνομαι, γι' αυτό δε θα βρεις φωτογραφίες με τη φάτσα μου, τουλάχιστον όχι με τη θέλησή μου.
πρέπει να συμμαζέψω τον αμάζευτο
smoke on the water τραγουδάει το ραδιόφωνο και δε προλαβαίνω να ακολουθήσω τον ρυθμό κι ακούω την απόχετευση, ρε είναι κι άλλος ξύπνιος τέτοια ώρα στη πολυκατοικία, τον άκουσα που κατούρησε, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν ήταν η γεροντοκόρη του τρίτου ή η χήρα του τετάρτου.
λοιπόν, ξέρω τι με ξύπνησε και σηκώθηκα από τη διπλή κρεβάτα των γονέων -εκεί κοιμάμαι, όχι στο δικό μου το μικρό, τη μινιατούρα- ήταν ένα μήνυμα στο κινητό με εικόνα από μια αίτηση αγοράς, υπογεγραμμένη από τον κοντό οικονομικό διευθυντή.
πόσους καφέδες θα πιω και πόσα τσιγάρα θα κάνω μέχρι να βάλω το κλειδί στη μίζα;
hold me when I 'm gone
διπλός ελληνικός καφές
με λίγο γάλα
νερό
πολύ νερό, που δε κατουράω
γαμημένη κορτιζόνη,
λέμε τώρα...
θυμάμαι
που είχα διαβάσει στο κείμενο κάποιου
πως ήθελε πολύ να γράψει ενώ ήταν μεθυσμένος
θέλω να μεθύσω
όχι να είμαι νηφάλια
νηφάλια
τα τελευταία 27 χρόνια
ώριμη
πιο ώριμη απ' όσο θα έπρεπε
παιδί ποτέ
πάντα ενήλικας
από τότε που ξεκίνησε η ζωή
nobody 's home
no place to go
one more song
πότε θα περάσουν κι αυτές οι γαμημένες μέρες να πάω βόλτα στο ΑΙΓΑΙΟ;
λες να δω δελφίνι;
θα τρελαθώ από χαμόγελα αν αντικρύσω δελφίνι
μπορεί και να κλάψω
από πότε έχω να κλάψω;
θέλουν και τα γονίδια να πάω στο λουτράκι
δεύτερο σ/κ μαζί πάει πολύ
το χειρότερο είναι που μου το δήλωσαν σχεδόν απειλητικά
μπορεί απλά ενημερωτικά
αλλά και με μια δόση τελεσίδικης απόφασης
και μου τη δίνει
γιατί δε θέλω ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ
θέλω να είμαι ήρεμη
ψύχραιμη
αλλά αυτό φοβάμαι πιο πολύ
φυσικά και δε θα τους κάνω το χατήρι
κι ο πατέρας θα απογοητευτεί
έτσι θα πιστέψει τουλάχιστον
αλλά δεν είμαι πια δώδεκα χρονώ...
μεγάλωσε η κόρη σου πατέρα από τότε που πέθανε και ξαναγεννήθηκε αλλά εσύ δε πήρες πρέφα τίποτα κι ας γινόντουσαν όλα κάτω από τη μύτη σου, ή απλά υποκρίθηκες πως δε κατάλαβες γιατί δε σε συνέφερε, θα σε έβγαλε από τη βολή σου, και απλά μου ξεστόμισες ΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ.
συγχώρεση από εμένα
ΜΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ
ούτε ελαφρυντικά
να το πεις και στην άλλη δίπλα σου που μου το παίζει στοργική μητέρα
που
ξαφνικά
θυμήθηκε πως έχει κόρη και πρέπει να της φτιάχνει κοτσιδάκια και να τη ντύνει με χαρούμενα φουστανάκια
μα η κόρη είχε αποκτήσει αρχίδια από τα επτά
sorry, αλλά το χάσατε το παιχνίδι
πριν ακόμα σφυρίξει η λήξη
πονάει ο λαιμός μου
ΑΡΡΩΣΤΗΣΑ
κιθάρες παίζουν δυνατά κι εγώ χτυπώ ελαφρά το πόδι μου στο ξύλινο πάτωμα -τι χλιδή- και χαίρομαι με την ιδέα και μόνο πως νωρίς -με τη δροσούλα- θα μπω στη μαργαρίτα και θα βάλω δυνατά τη μουσική με τον πρίγκιπα στο στόμα να καπνίζω μαγκιόρικα και να πατάω το γκάζι, εκεί στο φανάρι να σηκώνω αφ' υψηλού το κεφάλι, και το φρύδι μαζί, να στραβώσω λίγο και το άνω χείλος - το κάνει κι ο τρίχρονος ανιψιός μου και όλοι αναρωτιούνται μήπως τον γέννησα εγώ και δε τους το είπα- και με τα καινούργια κλειδιά στη τσέπη να παρκάρω κάτω από τους ευκάλυπτους. ΄
- τί χρώμα είσαι σήμερα;
- λίγοτερο ροζ περισσότερο ξανθιά
τα λέω και κυριολοεκτώ, μα κανείς δε με παίρνει στα σοβαρά.
πιο εύκολο είναι να με πάρει κάποιος στα τέσσερα παρά να με πάρει στα σοβαρά.
she 's not there
έχω υποσχεθεί σ' έναν φίλο να διαβάσω το βιβλίο που μου πρότεινε, να του πω τη γνώμη μου, αλλά έχω κολλήσει στις 40 πρώτες σελίδες, για δες που με δυσκολεύει ο wilson, ή μήπως δε μου αρέσει και δε λέω να το παραδεχτώ; όταν φτάσω τουλάχιστον στη 200 σελίδα θα μπορώ να πω με σιγουριά.
do it again
τι άχρηστη μέρα και η σημερινή
σπαρίλα
σου έχω πει πως ο αγαπημένος μου ήχος είναι όταν ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ, μου θυμίζει ζωή!
Σε προειδοποίησα από τον τίτλο για το με τι θα είχες να κάνεις.
Την επόμενη φορά που θα διαβάσεις μια άγνωστή σου λέξη, να ανοίξεις το λεξικό πριν συνεχίσεις παρακάτω, να καταλάβεις την ερμηνεία της, και αν αντέχεις φτάσε μέχρι εδώ.
Σε ξεγέλεσα απόψε;
κάτσε ν' ανάψω τσιγάρο, να ρουφήξω μια τζούρα
πριν λίγες μέρες, σε συζήτηση σοβαρή, μέρα μεσημέρι, χωρίς αλκοόλ,
μου ανέφεραν τη ψυχανάληση από ειδικό
και γελάσαμε ομαδικά, γιατί ξέραμε και οι τρεις πως "καλοί" του είδους της ψυχανάλυσης στην ελλάδα πρέπει να μετρούνται στα δάχτυλα της μιας παλάμης, και κάθε session θα σου κοστίζει ένα μηνιάτικο, άκου ρε, ένα μηνιάτικο για μια συνεδρία 45 λεπτών κι εγώ με το μικρό μου μυαλό αναρωτήθηκα μήπως είναι καλύτερα να πιάσω έναν άγνωστό μου να τον κεράσω έναν καφέ -και δυο άμα λάχει- και να του τα ξεστομίσω όλα, πιο φθηνά θα μου έρθει, και πιο πολύ θα με καταλάβει αυτός, αλλά φοβάμαι πως θα τον πάρουν τα δάκρυα, και δε μπορώ να ζωγραφίζω ανθρώπους που κλαίνε, μετά θυμήθηκα πως δε συμπαθώ και πολύ τους ψυχαναλυτές, ούτε τους ψυχολόγους λες και μπορούν να μπουν στο μυαλό μου, ή να καταλάβουν αυτά που έχω βιώσει, ή πως θα με βοηθήσουν να καταλάβω τον εαυτό μου, και το τι έφταιξε και είμαι αυτή που είμαι, ή ότι θα με κάνουν να νιώσω καλύτερα, πως θα με ελαφρύνουν, ή θα γίνω πιο συγκροτημένη, ή θα καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου, ή κι εγώ δε ξέρω τι... η πλάκα είναι πως όταν μου μιλάνε έτσι οι άλλοι σκεφτόμενοι όπως εγώ τους προτείνω ή και παροτρύνω να δοκιμάσουν την ψυχανάλυση με κάποιον ειδήμονα... τι γελοία λέξη η ψυχανάλυση... εξομολόγηση είναι ρε πούστη μου, γιατί κανείς δε μπορεί να σου αναλύσει τη μαλακισμένη τη ψυχή σου, ok, τη δική μου μαλακισμένη ψυχή. Μπορεί απλά να κάνω λάθος. Αλλά δεν έχει και πολύ σημασία.
πότε δοκίμασες τελευταία φορά να μουτζώσεις κάποιον;
ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό;
έχεις νιώσει τι εκτόνωση που έχει να μουτζώνει;
αυτή η κίνηση με ορμή
ανοίγοντας τη παλάμη
σε διάταση τα δάχτυλα
απίστευτη εκτόνωση
λες και ένα "Να ρε!"
και ξεδίνεις απίστευτα!
stretching δαχτύλων και παλάμης,
εξάσκηση άκρας χείρας
Δοκίμασέ το.
με ρούφηξε Η ΝΥΧΤΑ
με οδήγησε σε λόγια
που δεν ήξερα πριν
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ
λίγη ώρα αυτοσυμμαζέματος
αληθινά δικό μου
δεν είναι τίποτα
αλλά
όλα
ΑΚΟΥΣ;
όλα δικά μου είναι
θυμήσου
τη δική σου ζωή
μη τη δώσεις κοψοχρονιά
"δεν είναι εύκολες οι θύρες, όταν η χρεία τες κουρταλεί"
κουρσευτής της ζωής
κι αν γίνεις
κάνε καλή συμφωνία
σε δικές σου
ΘΑΛΑΣΣΕΣ
να ταξιδεύεις
με ή χωρίς πανιά
το πολύ-πολύ ν' αλλάξεις καράβι
μη χολένεσαι
ΨΥΧΗ ΜΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙΣ
ΨΥΧΗ
Ψ
Υ
Χ
Η
παράσιτο μη γίνεις
με αστεία να γελάς
σαρκαστικά να κοιτάς τον θάνατο
αλλά
ΨΥΧΗ ΜΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙΣ...
Ακούς ρε;
Πάω τώρα, πάω να κάνω ισορροπία πάνω στις γραμμές και να συναντήσω το τραίνο
Έχω κάτι χάρτινα κουτιά γεμμάτα με βότσαλα κι άμμο και μυρίζουν θάλασσα, αρμύρα και λίγο από παιδικά χρόνια, έχω κι άλλα χάρτινα κουτιά με γράμματα που έλαβα παλιά, τότε που ακόμα γράφαμε και δε χρησιμοποιούσαμε το icq, ή το msn messanger, και ήταν ωραία να βλέπεις τον γραφικό χαρακτήρα του άλλου, το μελάνι να απλώνεται άτσαλα πάνω στο χαρτί -χμ, μεγάλωσες έγινες τρανός και γνωστός και τώρα με τη πένα mont blanc υπογράφεις μόνο συμβόλαια με μεγάλα ποσά-
Ρε συ θ' αντέξω σήμερα στη δουλειά μέχρι το απόγευμα;
Να θυμηθώ να θυμήσω στον Λ. να μου φέρει το κράνος για τη μηχανή. Σήμερα, ακουγόταν πιο σκατά από χθες. Αύριο που είναι Παρασκευή θα ακούγεται ακόμη περισσότερο σκατά, αλλά από τα σκατά πρέπει να μάθεις να βγαίνεις μόνος σου, γιατί έξω από τα σκατά πολλές κουράδες κάνεις -μέχρι να πέσεις μέσα σε αυτές και να γίνεις κι εσύ σκατά.
Ταξιδεύεις με ενοχές
σημαίνει
πως δε θα καταλάβεις ποτέ
το τραγούδι της θάλασσας
και θα φοβάσαι τις παλιές αμαρτίες που κουβαλάς,
λες κι εγώ δε κουβαλάω τις δικές μου,
απλά κάποιοι το παραδέχονται, κάποιοι άλλοι όχι
ΟΧΙ
όλα έχουν αλλάξει, κι όλα ίδια παραμένουν
κατάλαβες γιατί σου φώναζα να μαζέψεις εμπειρίες;
για να καταλάβεις το μέσα σου
να μαζέψεις και να συγκρίνεις
το δικό σου καράβι
-μα τι κουβαλάς μέσα σ' αυτό-
με τ' άλλα στο λιμάνι
πόσες θάλασσες
ΤΑΞΙΔΕΨΕΣ;
αστέρια μέτρησες;
είναι βραδιές που νομίζω πως όλα αυτά τ' αστέρια θα πέσουν πάνω στη κεφάλα μου και θα κάνω ένα καρούμπαλο, να τόσο μεγάλο!
κοντεύει πρωί
θα βγω στο μπαλκόνι
να τα θυμάσαι αυτά που σου έγραψα απόψε.
όχι πως πιστεύω ότι θα τα ξεχάσεις,
απλά έτσι το είπα
Α! Και που 'σαι;
Το νου σου!
Το νου σου!
Αντιγραφή είναι αυτό.
Όχι απαραίτητα λογοκλοπή.
Αλλά ξέρεις τώρα εσύ, μη κάθομαι να σου εξηγώ.
Αχ, που να ΄ξερες τα άλλα...