5.3.06

ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Περπατάμε στη μέση του δρόμου, πηγαίνοντας για το αυτοκίνητό του. Πρέπει να είναι γύρω στα μεσάνυχτα. Αυτός δίπλα μου. Τον κοιτάζω που περπατάει δίπλα μου με γρήγορο βήμα. Τον κοιτάζω και συνειδητοποιώ ότι δε περπατάμε μαζί. Αυτός ένα βήμα μπροστά μου, κι εγώ σχεδόν από πίσω του προσπαθώντας να ακολουθήσω τον ρυθμό του, λες και τον κυνηγάω. Αυτός οδηγός μπροστά, κι εγώ από πίσω, πιστός προσκυνητής. Κόβω ταχύτητα, και μετά από τρία-τέσσερα βήματα σταματάω. Εκείνος συνεχίζει και μετά από δέκα μέτρα, συνειδητοποιεί ότι έχω μείνει πίσω. Γυρίζει και με κοιτάει. Τον κοιτάζω κι εγώ. Αυτόν τον άνθρωπο ερωτεύτηκα; Τον κοιτάζω καλά. Και νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό μου, έναν λυγμό έτοιμο να ξεγλιστρήσει από μέσα μου. Γυρίζω λίγο το σώμα μου και κοιτάζω τον ουρανό. Τόσα πολλά αστέρια απόψε! Κι αυτή η ησυχία της κρύας νύχτας! Τον νιώθω να στέκεται να με κοιτάζει απορημένος. Απλά στέκεται εκεί και με κοιτάζει. Δε λέει τίποτα, αλλά είναι σα να μου μιλάει. Σχεδόν, ξέρω τι σκέφτεται. Ρουφάω όσο πιο πολύ αέρα μπορώ μέσα μου, για να μη με αφήσω να κλάψω, μάλλον. Χαμογελάω. Πικραμένο χαμόγελο. Ένα από αυτά τα χαμόγελα που κρύβουν μια πίκρα κι ένα παράπονο.
- Δε θέλεις ποτέ σου να κοντοσταθείς και να χαζέψεις τον ουρανό;
Τον ρωτάω. Κι αυτός κοιτάζει. Αναρωτιέται «τι σκατά την έπιασε τώρα και κάθεται μέσα στο κρύο;».
- Δεν έχεις χρόνο για να χαζέψεις λίγο τ’αστέρια;
Δε θα μου απαντήσει στην ερώτηση, πάλι. Μόνο μένει να με κοιτάζει. Αμφιταλαντεύεται. Να γυρίσει πίσω, κοντά μου, ή να μου πει να συνεχίσω να περπατάω να πάμε επιτέλους στο αυτοκίνητο.
- Όλο τρέχεις. Πάντα μ’ ένα γρήγορο βήμα.
- Έτσι είναι το περπάτημά μου.
Έτοιμο είναι να κυλήσει αυτό το δάκρυ. Κοίτα να δεις που θέλει να τρέξει στο μάγουλό μου μια τόσο όμορφη βραδιά. Και τι την κάνει όμορφη αυτή τη βραδιά; Εκείνος, ή τ’ αστέρια;
Αρχίζει να με πλησιάζει. Τον κοιτάζω και με κοιτάζει. Το περπάτημά του. Το έχω ερωτευτεί αυτό το περπάτημα. Έστω κι αν είναι γρήγορο. Ίσως, γιατί πάντα τον έχω μπροστά μου. Όχι όχι! Δε τον έχω μπροστά μου! Αυτός πάει πάντα μπροστά μου. Κοιτάζω το πρόσωπό του. Το πρόσωπό του… Θέλω να το χαϊδέψω, να παίξω με τα μαλλιά του.
- Δε σου έχει έρθει ποτέ να σταματήσεις και να χαζέψεις τον ουρανό;
Στρέφω το κεφάλι μου πάλι προς τα πάνω. Κι αυτός το ίδιο. Για λίγο.
- Ναι, βέβαια. Και ποιος δε το κάνει; Έλα, πάμε.
Και κάνει να φύγει. Έτσι μου ‘ρχεται να πιάσω ένα αστέρι και να του το φέρω στο κεφάλι.
- Θα γεράσεις γρήγορα κουτέ! Θα περάσει ο καιρός και δε θα έχεις καταλάβει πως πέρασε έτσι γρήγορα και δε χάρηκες τίποτα! Θα μεγαλώσεις και θα νιώσεις πολύ μικρός!
Ένα κρύο αεράκι πέφτει επάνω μου καθώς γυρίζει και με κοιτάζει έκπληκτος. Δε κουνιέμαι από τη θέση μου και ρίχνω το βλέμμα μου στ’ αστέρια. Θεέ μου, είναι χιλιάδες αστέρια εκεί πάνω!
- Πάντα τρέχεις. Πάντα να είσαι στην ώρα σου. Πάντα μέσα στο όριο. Ποτέ δε παραβαίνεις το πρόγραμμα. Όλα είναι ένα συν ένα ίσον δύο. Ούτε μια μικρή παρέκκλιση.
Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Και η πίκρα του μαζί. Είμαι ερωτευμένη με έναν ρεαλιστή, τεχνοκράτη, που υπολογίζει το κάθε δευτερόλεπτο της στεγνής ρουτίνας.
Τον κοιτάζω γλυκά. Και περπατάω προς το αυτοκίνητο. Περνάω δίπλα του, τον κοιτάζω φευγαλέα, και ξεκινάει μαζί μου για το αυτοκίνητο. Ένα κουρδισμένο ανθρωπάκι μου έχει κλέψει τη καρδιά.
- Μου τη λες επειδή δε στάθηκα να δω μαζί σου τ’ αστέρια;
- Όχι, καλέ μου. Απλά εύχομαι να βρίσκεις χρόνο και για τα μικρά, αυτονόητα πραγματάκια. Όπως τα αστέρια. Όχι απαραίτητα μαζί μου.
Άλλωστε, πολύ αμφιβάλλω αν θέλεις να δεις τ’ αστέρια μαζί μου. Καλέ μου.
- Τι σ’ έπιασε τώρα;
Έλα ντε, τι μ’ έπιασε τώρα; Α, τίποτα. Απλά συνειδητοποιώ ότι δε πρόκειται να τα έχω όλα στη ζωή μου. Και κυρίως, έναν άνθρωπο που να σκέφτεται και να νιώθει όπως εγώ. Απλά συνειδητοποιώ ότι ερωτευόμαστε, απλά για να ερωτευόμαστε. Και ότι δε σου αρέσει να χάνεις τον χρόνο σου, με τρέλες.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κοιτάζω τα αυτοκίνητα στη Κηφισίας. Τους επιβάτες των διπλανών μου οχημάτων. Απ’ όλους (πόσοι να είναι αυτοί που βλέπω απόψε; Χίλιοι; Έστω χίλιοι!) αυτούς τους χίλιους ανθρώπους, πόσοι στάθηκαν μέσα στο κρύο να χαζέψουν λίγο τον ουρανό με τ’ αστέρια απόψε, και πόσοι βιάστηκαν να περπατήσουν γρήγορα για να φτάσουν στο αυτοκίνητο; Φοβάμαι να το πω. Μάλλον, μόνο εγώ. Θα μου πεις, βρε κουτή, αφού θα πας σπίτι σου, στα ζεστά σου και μπορείς να τα χαζέψεις από ‘κει τ’ αστεράκια, τι αγχώνεσαι; Μα δεν είναι το ίδιο. Ήθελα κι αυτός να έκανε το ίδιο με μένα. Θέλε μικρή κι ανόητη! Θέλε! Πως τολμάς να έχεις αυτή την απαίτηση από τον κόσμο, να σκέφτεται και να νιώθει όπως εσύ; Γυρίζω και τον κοιτάζω δίπλα μου που οδηγεί.
Θυσία. Μια μικρή θυσία. Να αφήσεις να κυλήσει ο πούστης ο χρόνος κι εσύ να τον χλευάσεις, να του βγάλεις κοροϊδευτικά τη γλώσσα, και να πεις… ότι δε σε νοιάζει «το πρέπει, το καλό θα ήταν να…». Αχ ρε Φοίβο, τα υπολογίζεις όλα και με κάνεις να νιώθω ότι είμαι μια σπόνδα στο χρονόγραμμά σου. Ας βγεις και μια φορά εκτός προγράμματος. Άφησε λίγο τον εαυτό σου. Αλλά πώς να σου το πω; Θα με πεις ονειροπόλα και τρελή. Αλλά ξέρεις ποια είναι η πλάκα; Έτσι είμαι. Ονειροπόλα και τρελή. Και χαζορομαντική.
Σύνταγμα, Ερμού. Κοντεύουμε να φτάσουμε σπίτι. Τι να γυρίσω να του πω; Να ανέβει επάνω σπίτι με πάρει αγκαλιά; Μήπως δεν είμαι εγώ για εκείνον, κι εκείνος για μένα; Μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Τελευταία γι’ απόψε, γιατί θα με πιάσει μελαγχολία. Εσύ φίλε εκεί πάνω, ξέρεις πόσο πολύ την θέλω αυτή την αγκαλιά. Ξέρεις ότι την ήθελα πάντα. Και ότι μου έλειψε. Όσο και να με αγκαλιάσουν τώρα, δε θα μου είναι αρκετό. Ακόμη περισσότερο, αν είναι κάλπικη αγκαλιά. Τον κοιτάζω από το τζάμι του παραθύρου μου. Δε πιστεύω ότι μου δίνει κάλπικες αγκαλιές. Αλλά δε δίνεται. Θα δοθεί; Ο έρωτας θέλει και ρίσκο. Δεν είναι μετρημένα κουκιά. Δεν είναι ένα συν ένα ίσον δύο. Θέλει θυσίες. Παρεκκλίσεις από το πρόγραμμα. Θέλει χαζολόγημα. Θέλει να το ξενυχτίσεις κι ας έχεις δουλειά την επόμενη το πρωί. Αλλά τι τα σκέφτομαι αυτά; Κακό μου κάνω. Δε κερδίζω τίποτα. Μόνο θλίψη. Και έχω χορτάσει από θλίψη. Αλλά πάντα, πάντα, θα κάνω υπομονή. Θα ανέχομαι. Θα υπομένω. Θα δίνω ευκαιρίες. Μήπως είμαι μαλάκας; Κορόιδο, ίσως; Τι είμαι ρε γαμώ το; Και τώρα που κάνω αυτές τις ερωτήσεις τι καταλαβαίνω; Σάμπως θα μου απαντήσει κανείς;
Φτάσαμε. Χειρόφρενο. Με κοιτάζει κι εγώ του χαμογελάω.
Χαμογελάω, γιατί έχω την ελπίδα, πως μια μέρα δε θα χρειαστεί να κοιτάξω και να ικετέψω για αγάπη, τρέλα και ανισορροπία. Χαμογελάω, γιατί νιώθω ανακούφιση που φτάσαμε πια στο Θησείο, και μόλις βγω από το αυτοκίνητό του, θ’ ανέβω πάνω στο σπίτι, θα βγάλω τα τακούνια, το καλό μου μαύρο φόρεμα και το καλσόν, θα μείνω με τα εσώρουχα, θα μου κεράσω κι ένα κόκκινο κρασί και θα πιω παρέα με τ’ αστέρια μου. Εγώ κι αυτά. Εγώ, αυτά και άλλος μου εαυτός. Και για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή στο αιώνιο πέρασμα του χρόνου, θα αγκαλιάσω τη μοναξιά μου και θα χαρώ τα μικρά και αυτονόητα και δεδομένα, που έχει ξεχάσει προ πολλού ο καλός μου.
Μου χαμογελάει κι εκείνος. Σκύβει και με φιλάει μια, με φιλάει δυο. Απομακρύνει το κεφάλι του και συνεχίζει να χαμογελάει και μου λέει:
- Θα τα πούμε αύριο το πρωί, που θα ξυπνήσουμε.
Τηλεφωνικό ραντεβού. Να του πω να ανέβει επάνω μαζί μου;
- Δεν έρχεσαι επάνω;
Σκύβω προς το μέρος του, για να τον φιλήσω. Με προλαβαίνει και με φιλά μία, με φιλά δύο, λίγο περισσότερο, και μετά μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
- Είναι αργά, μωρό μου. Ανέβα να ξεκουραστείς και τηλεφώνησε μου αύριο το πρωί μόλις ξυπνήσεις.
Να δω πότε θα ξυπνήσεις εσύ, ρομποτάνθρωπε…
Χαμογελάω.

No comments: