6.3.06

Αρχίζω να περπατάω στη μεγάλη λεωφόρο και δε με νοιάζει που θα φθάσω. Το ξέρω ότι θα φθάσω κάπου. Ιδέα δεν έχω που, αλλά δε με νοιάζει.

Ο κόσμος με κοιτάζει περίεργα, σα να 'μαι ξένη. Λες να φταίνε τα ρούχα μου; Θα τα βγάλω και θα τα πετάξω. Θα τα βγάλω όλα από μέσα μου και θα τα πετάξω. Σκέψεις, όνειρα, ψυχή και δε θα με βαρύνουν άλλο σήμερα. Μια ευθεία είναι μέχρι να πιάσω το ηλιοβασίλεμα. Όλα Είναι Δρόμος, φίλε μου. Ακόμη κι αυτόν που περπατώ σήμερα, που θα με βγάλει στην άκρη του πουθενά. Στη λήθη. Όμορφο Μέρος. Εκεί που θα με περιμένουν οι μουσικές και τα χρώματά μου...

Στέκομαι στην άκρη και κοιτάζω το τέλος του πεζοδρομίου, κάτω από τα πόδια μου. Βρώμικα νερά κυλάνε από πάνω και σχηματίζουν μια λιμνούλα λίγο πιο πέρα. Ακουμπώ τη ράχη μου στη φωνία ενός μαγαζιού. Βγάζω τσιγάρο και το ανάβω κοιτώντας τον ήλιο. Με κοιτά κι αυτός. Τα πόδια μου καίνε από το περπάτημα κι εγώ χαμογελάω. Δε βλέπω παιδιά κι ανησυχώ.

Διαφορετικές διάλεκτοι ακούγονται. Που βρίσκομαι; Μια ταμπέλα μου δείχνει πως αν στρίψω δεξιά θα πάω προς τη Νίκαια. Μου περνάει μια τρελλή ιδέα. κοιτάζω το ρολόι. 17:02ΜΜ. Όχι. Σήμερα, θ' ακολουθήσω την ευθεία. Πετάω το τσιγάρο στη λιμνούλα με τα βρωμόνερα και συνεχίζω την πορεία. Ακούω σειρήνες από ασθενοφόρα, κορναρίσματα, ένα σκυλί γαβγίζει. Από κάπου μακριά, μέσα από τα στενά, ακούγεται ο συρμός του ηλεκτρικού. Οι συνοικίες μου είναι άγνωστες. Δε κοιτάζω τις ονομασίες των δρόμων. Πάλι για τους αρχαίους θα λένε, και η κατάντια μου δε μου επιτρέπει να αναλογιστώ το μεγαλείο τους. Το ένστικτο θα με οδηγήσει, αλλά την άκρη του πουθενά δε θα τη βρω σήμερα. Περπατώ. Συνεχίζω για ώρες. Δε νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Μια σκάρτη ζαριά θε μ' έβγαζε σε περίεργα μέρη. Χωρίς πυξίδα στο πουθενά, την άλλη φορά, θα την βρω την άκρη. Και θα φύγω. Πάλι χωρίς εσένα, το ξέρω. Γιατί εσύ το έκανες το δικό σου φευγιό. Θα έρθει και η δική μου σειρά. Θα δεις...

No comments: