5.3.06

Μικρή Ατλαντίδα

Με τις βαρύγδουπες αναμνήσεις και την ολέθρια δίνη των σκέψεων περνώ ώρες χλευάζοντας τον εαυτό μου. Κι ακόμα αναρωτιέμαι μήπως η αβεβαιότητα που άφησα να γεμίζει τη σιωπή μου, στην ουσία έθαψε και τις τελευταίες προσπάθειες μιας ανώριμης ανακατάντιας.
Οι επάρσεις χάθηκαν και οι απογοητεύσεις έμελλε να διαδέχονται η μία την άλλη…
Κι εγώ, απλώς σιωπώ με τις φλόγες, που να τρεμοπαίζουν.
Οι προπέλες της φαντασίας μου γυρίζουν ασταμάτητα, γλιστρώντας στα νερά μιας δικής μου θάλασσας. Νιώθω χαμένη, σα μια νέα έκδοση της Οδύσσειας. Εγώ, Όμηρος και Οδυσσέας συνάμα, και Ιθάκη – η δική μου Ιθάκη – μια ζωή που δεν έζησα, μα θα θελα να ζήσω, ξέροντας ότι οι πανοπλίες της δε θα οξειδώνονται…

Και η νύχτα με σπρώχνει με κλωτσιές ν’ αρχίσω τον πόλεμο με τις σκέψεις, λες και είναι βαλτή από κάποιον, λες και θέλει απόψε να ταξιδέψω με τα μάτια πάλι κλειστά, με καράβια χωρίς πανιά… Είναι και αυτή θάλασσα που μου μιλάει για τη χαμένη ήπειρο, για κάποια παιδιά που έπαιζαν στην αμμουδιά, και τότε ΄χάθηκαν στον βυθό. Αλλά τα δελφίνια ακόμα θυμούνται τα γέλια τους… Κι εγώ, εδώ πάλι απόψε να χάνομαι στις λέξεις μου…

Φοβάμαι… Και βυθίζομαι…

1 comment:

Rodia said...

Κοίταξε το φόβο σου κατάματα, Πατάκι, και δώσε του το όνομά του. Θα γίνει κάτι τι πραγματικό και δε θα σε φοβίζει πια. Φοβόμαστε αυτά που δεν αναγνωρίζουμε.

:-)