Ακούγονται σειρήνες που μεταφέρει ο αέρας από την άλλη πλευρά της Ακρόπολης
Φυσάει. Φυσάει δυνατά κι εγώ είμαι στα λατρεμένα. Κάθομαι στο τσιμεντένιο παγκάκι κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς και παρατηρώ τα σπίτια του Γείτονα & της Έλλης, δίπλα-δίπλα. Φυσάει και η θερμοκρασία στην Αθήνα είναι 30ο C.
Δε μου λες; Πρωϊνό στον πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου έχεις πάρει; Πρωϊνό, πριν πας στη δουλειά, κατεβαίνεις στον σταθμό του Θησείου, ανεβαίνεις λίγα μέτρα, περνάς το πρώτο περίπτερο που μόλις συναντάς δεξιάς σου βγαίνοντας από τον σταθμό, το προσπερνάς, περνάς απέναντι, γραμμή λίγα μέτρα πιο πάνω για το περίπτερο στ’ αριστερά, στη θυληκή φιγούρα που κρύβεται μέσα σ’ αυτό. Σγουρά μαλλιά καστανόξανθα, μελιά μάτια, χέρι τρεμάμενο που κρατάει τσιγάρο έτοιμο να την περιμένει να το ανάψει. Κάτι έχει χάσει και το ψάχνει. Τον αναπτήρα της, το χθες της, το μυαλό της...; Τη κοιτάζω καλύτερα. Όμορφη είναι. Μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένη κλωστή. Κινήσεις αργές, βλέμμα φευγάτο, αλλού, χαμένο. 1 μπουκάλι νερό, 1 φραπέ κονσέρβα self-service, 1 πακέτο κρουασανάκια...
- Καλημέρα.
- Καλημέρα.
- Αυτά κι 1 πακέτο πρινς λάιτ.
- Πρινς λάιτ; Της γνέφω καταφατικά. Γυρίζει και κάνει να πιάσει το πακέτο. Ξέρει που είναι, αλλά μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο χώρο ταλαντεύεται σα ζαλισμένη καραβέλλα.
- Μήπως έχετε σακούλα; Ακούω την φωνή μου να έχει γλυκάνει αυτές τις μέρες. Μου δίνει μια πλαστική σακούλα να βάλω τη πραμάτεια μου & τη χαιρετώ,
- Ευχαριστώ. Καλή σας μέρα... όσο βάζω τα πράγματα στη σακκούλα αυτή προσπαθεί να βρει το κέντρο βάρους της μέσα στο ένα τετραγωνικό, με το τσιγάρο ακόμη ανάμεσα στα δάχτυλα του τρεμάμμενου (ορθογραφικό λάθος) χεριού της. Σα να σκέφτεται λίγο, σα να βρίσκει το κέντρο βάρους και μου σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο. Τελικά, είναι πολύ όμορφη...
- Εγώ σ’ ευχαριστώ. Που πέρασες από εδώ, και για τη καλημέρα σου... τη κοιτάζω μια στιγμή μέσα από τα γυαλιά μου.
- Και θα ξαναπέρασω.
Παίρνω τον πεζόδρομο προς τα πάνω. Στα τραπέζια οι γκαρσόνες τοποθετούν τα τασάκια, πλυμένα-καθαρά-έτοιμα προς χρήση, τους καταλόγους, ανοίγουν τις ομπρέλες. Μα τί τις ανοίγουν ρε γαμώ το; Αφού φυσάει τρελά σήμερα! Για να έχουν σκιά οι πελάτες τους, όταν θα απολαμβάνουν σε λίγες ώρες το καφεδάκι τους και την απλόχερη θέα της Ακρόπολης... Άκου να δεις. Το θεωρώ μέγιστη κοροϊδία να πρέπει να πληρώσω το νερομπούρλι φραπέ τους για να δω την Ακρόπολη. Χέστηκα αν πληρώνουν τα κέρατά τους σε δημοτικά τέλη γι’ αυτά τα τραπεζάκια και τις καρέκλες + τα ενοίκια στον εκμεταλλευτή ιδιοκτήτη, ώστε να φτάσουν να μου χρεώνουν 4 ευρά τον καφέ (το απλό φραπέ που να με πάρει!). Πληρώνω φόρους στο γαμωκράτος από τα δεκαοχτώ μου και θαρρώ πως έχω κάθε δικαίωμα να καθίσω εκεί (που τώρα βρίσκοται τα τραπεζάκια, οι καρέκλες και οι καναπέδες), όπως παλιά, που μαζευόταν η παρέα και καθόμασταν επτά άτομα σε ένα ξύλινο παγκάκι (μπορείς να φανταστείς πως χωράγαμε 7 στο παγκάκι), με δωρεάν θέα την Ακρόπολη, ονειρευόμασταν τους αρχαίους, δε μιλάγαμε, παρά ακούγαμε τους ύμνους της Ακρόπολης + του αττικού ουρανού. Συγχίστηκα, αλλά δε μασάω.
Αχμ... λογοδιάρροια με έπιασε πάλι...
Ανεβαίνω τον πεζόδρομο (τον λατρεύω ρε) και αράζω στο πρώτο τσιμεντένιο παγκάκι κάτω από τη σκιά της ελιάς. Φτιάχνω το ιμιτασιόν φραπέ μου, μασουλάω τα κρουασανάκια σοκολάτας ακούγοντας ραδιόφωνο από τις ψείρες του κινητού μου και χαζεύω τον πεζόδρομο που κατηφορίζει κάτω από τα μάτια μου. Ακόμη δεν έχει κίνηση. Μετά από καμιά ώρα θα σουλατσάρουν οι πρώτοι και οι δεύτεροι τουρίστες. Πρέπει να πάω για κανα μπάνιο, να μαυρίσω και λίγο, γιατί μου φαίνεται πως είμαι πιο άσπρη και από τους σκαδιναβούς. Περνάνε μηχανάκια, μηχανές, το ίδιο περιπολικό πάνω-κάτω με τους πιτσιρικάδες ένστολους με μαλλί καρφάκια μου_το_πήρε_ο_αέρας_και_του_έριξα, και_μια_γερή_δόση_ζελέ και το γυαλί μάσκα επειδή είμαι και γαμώ τους παίδαρους και το ξέρω και κρατάω και πιστόλι. Ε; Νιάτα. Νεολαίρα. Police.
Ευτυχώς που έχει αέρα, αλλιώς θα λιώναμε σήμερα. Το πιο δροσερό καλοκαίρι της Ευρώπης. Ελλαδάρα.
Οι περαστικοί περνάνε και με κοιτάνε.
Ρε συ... τόσο παράξενο είναι να παίρνεις το πρωϊνό σου στα λατρεμένα, πριν πας για δουλειά; Ή απλά είναι παράξενο να κάθεσαι μόνος σου ένα πρωϊνό Τρίτης σ’ ένα παγκάκι να πίνεις καφέ, ν’ ακούς μουσική & ν’ απολαμβάνεις την Αθήνα σου όπως γουστάρεις εσύ, ήσυχα, σιωπηρά, χωρίς να ενοχλείς τους υπόλοιπούς γύρω σου;
Ώπα. Να κι ένα ζευγάρι, αγκαλιά, λιγότερο παράξενο από εμένα. Δύο άντρες, στο ίδιο ύψος, γύρω στα τριάντα κάτι, που κρατούν μια ανοιχτή ομπρέλα πορτοκαλιά και ανηφορίζουν την Αποστόλου Παύλου. Τι ημερομήνια είπαμε ότι έχουμε;...
Κάνω έναν ακόμα πρίγκιπα & φεύγω για το γραφείο. Πόνεσε και ο φαρδύς ο κώλος μου τόση ώρα στο τσιμέντο –μη ξεχάσω να πετάξω τα σκουπίδια στον πράσινο κάδο- κι έχω διαδρομή μέχρι τη Δάφνη...
Φυσάει διαολεμένα εδώ... αλλά γουστάρω, ρε μάγκα.