25.7.06

Ακούγονται σειρήνες που μεταφέρει ο αέρας από την άλλη πλευρά της Ακρόπολης

Φυσάει. Φυσάει δυνατά κι εγώ είμαι στα λατρεμένα. Κάθομαι στο τσιμεντένιο παγκάκι κάτω από τον ίσκιο μιας ελιάς και παρατηρώ τα σπίτια του Γείτονα & της Έλλης, δίπλα-δίπλα. Φυσάει και η θερμοκρασία στην Αθήνα είναι 30ο C.

Δε μου λες; Πρωϊνό στον πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου έχεις πάρει; Πρωϊνό, πριν πας στη δουλειά, κατεβαίνεις στον σταθμό του Θησείου, ανεβαίνεις λίγα μέτρα, περνάς το πρώτο περίπτερο που μόλις συναντάς δεξιάς σου βγαίνοντας από τον σταθμό, το προσπερνάς, περνάς απέναντι, γραμμή λίγα μέτρα πιο πάνω για το περίπτερο στ’ αριστερά, στη θυληκή φιγούρα που κρύβεται μέσα σ’ αυτό. Σγουρά μαλλιά καστανόξανθα, μελιά μάτια, χέρι τρεμάμενο που κρατάει τσιγάρο έτοιμο να την περιμένει να το ανάψει. Κάτι έχει χάσει και το ψάχνει. Τον αναπτήρα της, το χθες της, το μυαλό της...; Τη κοιτάζω καλύτερα. Όμορφη είναι. Μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει σε τεντωμένη κλωστή. Κινήσεις αργές, βλέμμα φευγάτο, αλλού, χαμένο. 1 μπουκάλι νερό, 1 φραπέ κονσέρβα self-service, 1 πακέτο κρουασανάκια...
- Καλημέρα.
- Καλημέρα.
- Αυτά κι 1 πακέτο πρινς λάιτ.
- Πρινς λάιτ; Της γνέφω καταφατικά. Γυρίζει και κάνει να πιάσει το πακέτο. Ξέρει που είναι, αλλά μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο χώρο ταλαντεύεται σα ζαλισμένη καραβέλλα.
- Μήπως έχετε σακούλα; Ακούω την φωνή μου να έχει γλυκάνει αυτές τις μέρες. Μου δίνει μια πλαστική σακούλα να βάλω τη πραμάτεια μου & τη χαιρετώ,
- Ευχαριστώ. Καλή σας μέρα... όσο βάζω τα πράγματα στη σακκούλα αυτή προσπαθεί να βρει το κέντρο βάρους της μέσα στο ένα τετραγωνικό, με το τσιγάρο ακόμη ανάμεσα στα δάχτυλα του τρεμάμμενου (ορθογραφικό λάθος) χεριού της. Σα να σκέφτεται λίγο, σα να βρίσκει το κέντρο βάρους και μου σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο. Τελικά, είναι πολύ όμορφη...
- Εγώ σ’ ευχαριστώ. Που πέρασες από εδώ, και για τη καλημέρα σου... τη κοιτάζω μια στιγμή μέσα από τα γυαλιά μου.
- Και θα ξαναπέρασω.
Παίρνω τον πεζόδρομο προς τα πάνω. Στα τραπέζια οι γκαρσόνες τοποθετούν τα τασάκια, πλυμένα-καθαρά-έτοιμα προς χρήση, τους καταλόγους, ανοίγουν τις ομπρέλες. Μα τί τις ανοίγουν ρε γαμώ το; Αφού φυσάει τρελά σήμερα! Για να έχουν σκιά οι πελάτες τους, όταν θα απολαμβάνουν σε λίγες ώρες το καφεδάκι τους και την απλόχερη θέα της Ακρόπολης... Άκου να δεις. Το θεωρώ μέγιστη κοροϊδία να πρέπει να πληρώσω το νερομπούρλι φραπέ τους για να δω την Ακρόπολη. Χέστηκα αν πληρώνουν τα κέρατά τους σε δημοτικά τέλη γι’ αυτά τα τραπεζάκια και τις καρέκλες + τα ενοίκια στον εκμεταλλευτή ιδιοκτήτη, ώστε να φτάσουν να μου χρεώνουν 4 ευρά τον καφέ (το απλό φραπέ που να με πάρει!). Πληρώνω φόρους στο γαμωκράτος από τα δεκαοχτώ μου και θαρρώ πως έχω κάθε δικαίωμα να καθίσω εκεί (που τώρα βρίσκοται τα τραπεζάκια, οι καρέκλες και οι καναπέδες), όπως παλιά, που μαζευόταν η παρέα και καθόμασταν επτά άτομα σε ένα ξύλινο παγκάκι (μπορείς να φανταστείς πως χωράγαμε 7 στο παγκάκι), με δωρεάν θέα την Ακρόπολη, ονειρευόμασταν τους αρχαίους, δε μιλάγαμε, παρά ακούγαμε τους ύμνους της Ακρόπολης + του αττικού ουρανού. Συγχίστηκα, αλλά δε μασάω.

Αχμ... λογοδιάρροια με έπιασε πάλι...

Ανεβαίνω τον πεζόδρομο (τον λατρεύω ρε) και αράζω στο πρώτο τσιμεντένιο παγκάκι κάτω από τη σκιά της ελιάς. Φτιάχνω το ιμιτασιόν φραπέ μου, μασουλάω τα κρουασανάκια σοκολάτας ακούγοντας ραδιόφωνο από τις ψείρες του κινητού μου και χαζεύω τον πεζόδρομο που κατηφορίζει κάτω από τα μάτια μου. Ακόμη δεν έχει κίνηση. Μετά από καμιά ώρα θα σουλατσάρουν οι πρώτοι και οι δεύτεροι τουρίστες. Πρέπει να πάω για κανα μπάνιο, να μαυρίσω και λίγο, γιατί μου φαίνεται πως είμαι πιο άσπρη και από τους σκαδιναβούς. Περνάνε μηχανάκια, μηχανές, το ίδιο περιπολικό πάνω-κάτω με τους πιτσιρικάδες ένστολους με μαλλί καρφάκια μου_το_πήρε_ο_αέρας_και_του_έριξα, και_μια_γερή_δόση_ζελέ και το γυαλί μάσκα επειδή είμαι και γαμώ τους παίδαρους και το ξέρω και κρατάω και πιστόλι. Ε; Νιάτα. Νεολαίρα. Police.

Ευτυχώς που έχει αέρα, αλλιώς θα λιώναμε σήμερα. Το πιο δροσερό καλοκαίρι της Ευρώπης. Ελλαδάρα.

Οι περαστικοί περνάνε και με κοιτάνε.

Ρε συ... τόσο παράξενο είναι να παίρνεις το πρωϊνό σου στα λατρεμένα, πριν πας για δουλειά; Ή απλά είναι παράξενο να κάθεσαι μόνος σου ένα πρωϊνό Τρίτης σ’ ένα παγκάκι να πίνεις καφέ, ν’ ακούς μουσική & ν’ απολαμβάνεις την Αθήνα σου όπως γουστάρεις εσύ, ήσυχα, σιωπηρά, χωρίς να ενοχλείς τους υπόλοιπούς γύρω σου;

Ώπα. Να κι ένα ζευγάρι, αγκαλιά, λιγότερο παράξενο από εμένα. Δύο άντρες, στο ίδιο ύψος, γύρω στα τριάντα κάτι, που κρατούν μια ανοιχτή ομπρέλα πορτοκαλιά και ανηφορίζουν την Αποστόλου Παύλου. Τι ημερομήνια είπαμε ότι έχουμε;...

Κάνω έναν ακόμα πρίγκιπα & φεύγω για το γραφείο. Πόνεσε και ο φαρδύς ο κώλος μου τόση ώρα στο τσιμέντο –μη ξεχάσω να πετάξω τα σκουπίδια στον πράσινο κάδο- κι έχω διαδρομή μέχρι τη Δάφνη...

Φυσάει διαολεμένα εδώ... αλλά γουστάρω, ρε μάγκα.

23.7.06

Το Τελευταίο Τραίνο



το είδα μπροστά μου να με περιμένει με τον καφε στο πλαστικό ποτήρι να κρατώ στα χέρια και οι μουσικές στ' αυτιά μου να με ταξιδεύουν με άλλα τρένα σε άλλες πόλεις με άλλους ανθρώπους άδεια από ενοχές μόνο όνειρα χωρίς ενδοιασμούς χωρίς νοσταλγίες χωρίς θύμησες εκεί που παιδί συνέχισα να είμαι και να παίζω με τα στάχυα και τα κύμματα τους αέρηδες και τα δαιμόνια που δε με φοβίζουν αλλά φοβούνται και σιγά-σιγά γίνονται φίλοι που με συνηθίζουν και τους συνηθίζω και παρέα πορευόμαστε χαμογελαστοί σαν μικροί θεοί και βάζουμε χρώμα στη νύχτα και δίνουμε δροσιά τη μέρα... Μια μέρα θα βγάλω το διαβατήριο από το συρτάρι θα πάρω και τη ταυτότητα με την εφηβική φωτογραφία θα φύγω με το τραίνο το τελευταίο και μετά τον έλεγχο θα τα πετάξω στον πρώτο υπόνομο που θα συναντήσω και δε θέλω να με ρωτήσεις γιατί θα το κάνω στο κάτω-κάτω αν ήταν γραφτό ήδη θα έχεις καταλάβει τι κουβαλάω αλλά και πόσα ακόμα σκοπεύω να μαζέψω με τη πάρτη μου εκτός αν θέλεις να έρθεις να κάνεις παρέα με τους φόβους μου και τις ευχές μου.
Κάφρε, πούστη, καργιόλη θάνατε...
Κοίτα ζωή ρε, κοίτα ζωάρα που σε χλευάζει και σε γράφει στο μουνί της...
Κοίτα παιδί που μικρός βασιλιάς έχει γίνει τώρα με τα χεράκια του γροθιές να σε περιμένει στη γωνία...

21.7.06

Σου το είπα, δε σου το είπα;

Καπνίζω τους πρίγκιπες από νωρίς το πρωϊ, αξημέρωτα ακόμη ήταν. Μύριζα τα τελευταία αρώματα της νύχτας, παραζαλισμένα από τον τρελοαέρα και μετρούσα τις κινήσεις του μήνα Ιούλη. Μοναδική ώρα να μετράς τις κινήσεις σου. Αυτό που αποφεύγει πολύς κόσμος, είτε από άγνοια, είτε από φόβο, μπορεί και από ευθυνοφοβία μόνο. Αλλά δε με νοιάζει για εκείνους πια, δε με νοιάζει αν θα καταλάβουν, αφού δεν ιδρώνει το αυτί τους.
Τί έλεγα; Α, ναι... για τους πρίγκιπες. Χμ... όσο πάνε και αυξάνονται, δε τους μετράω πια. Αλλά ούτε κι αυτό με νοιάζει. Δε με απασχολεί, θέλω να πω.
Η εβδομάδα ξεκίνησε κάπως. Όχι περίεργα, ή άσχημα. Απλά κάπως. Στης Ελευσίνας τα μυστήρια θέλησε εκείνη να με μυήσει κι εγώ δεν ήξερα τίποτα, ούτε ήθελα κάτι παραπάνω από τα φωτάκια στα καράβια στον κόλπο τον ομόνυμο μαζί με τους πρίγκιπες. Που να 'ξερα για ποιες μυστικές συνουσίες θα μου μίλαγε με μπύρες στα χεράκια πάνω από τους βράχους; και σ' άκουγα που μίλαγες, μια πυγμή να έβλεπες που είχε το πρόσωπό σου, και με τι αποφασιστικότητα ορμήνευες τα σχέδια σου, αχ να έβλεπες... Κι εγώ σε χαιρόμουν, ακόμη κι αργότερα που επέστρεψα στο Άθμονον με τη κερύθρα να κρατώ ευλαβικά στα χέρια μου, και το βράδυ τ' αστέρια σιγοτραγουδούσαν δικά σου τραγούδια και το φεγγάρι μισοφαγωμένο με κοίταζε από ψηλά και παρακολουθούσε τις σκέψεις μου.
Τι έλεγα; Α, για τους πρίγκιπες. Τι συντροφιά ακούραστη, με σχέδια στο μέλλον μαύρα από καρκίνο. Αλλά, δε βαριέσαι, ρίσκο είναι και η απόλαυση, ακόμη και η ηρεμία. Μα να ήσουν εδώ και να άκουγες το αέρα πως λυσσομανούσε... κι αυτές οι μυρωδιές οι τελευταίες της νύχτας... Και μετά ξημέρωσε. Φως άρχισε να απλώνεται στη πόλη των τρελών. Αλλά ούτε κι αυτό με φόβισε, ούτε με απασχόλησε. Θα κατέβαινα να οδηγήσω με μουδιασμένα χέρια, την ίδια γνώριμη διαδρομή, κάτω από τους ευκάλυπτους να παρκάρω, να χλευάσω τη σκόνη πάνω στους μαύρους ίππους και σα περήφανος κλειδοκράτορας να ξεκλειδώσω και μηχανικά, χωρίς σκέωη σου λέω, να πραγματοποιήσω την ιεροτελεστία της καθημερινής ρουτίνας.
Τι μέρα είναι σήμερα; Α, Παρασκευή. Αύριο ξυπνητήρι δε θα χτυπήσει. Όχι πως το έχω ανάγκη το γαμίδι, αλλά λέμε τώρα.
Και η συναυλία προχθές... σου μίλησα για τη συναυλία; Όχι, ε; Το λοιπόν, πήγα. Πήγαμε. Τελευταία στιγμή τα εισητήρια, κι αυτό το πλάνο αβίαστο ήταν. Και χοροπήδηξα, και τραγούδησα, και αγκαλιά όλοι μαζί και χώρια, και ήταν ωραία μέχρι νωρίς το πρωϊ που γύρισα σπίτι. Σπίτι για ένα μπάνιο, ύπνος καθόλου, διπλός ελληνικός καφές με λίγες σταγόνες γάλα για να μυρίσω τη νύχτα πάλι, μαζί με τους πρίγκιπες. Είδες, όλο για τους πρίγκιπες σου μιλάω. Για το χαμόγελο, όμως, δε σου είπα. Όλο χαμογελάω. Ακόμη κι όταν καπνίζω. Ακόμη κι όταν βλέπω κάποια ταινία. Δε συζητάμε για όταν ακούω μουσική. Εκεί ξέρεις πως είμαι. Είναι κάπως αυτή η εβδομάδα. Σου το είπα αυτό, δε σου το είπα; Κι ακόμη δεν έχει τελειώσει...

14.7.06

Γείτονα,

σου είπα: "Δυο ψυχές απόψε πολεμάνε για την αγάπη. Κράτα γερά για χάρη εκείνης κι εσένα. Κι εγώ απόψε θα πιω στην υγειά σας"
και απάντησες: "Η αγάπη Pat. μου είναι παραμύθι! Στο διηγούνται, το ζεις, μετά ονειρεύεσαι και μετά ήρθε το πρωί. Και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και δεν υπάρχει καν, μόνο τα πλακάκια, μια πετσέτα και υδρατμοί να μαρτυράνε!"
...απόψε ήθελα να της πω πως αποχωρώ, πως θα σεβαστώ τις επιλογές της, και θα αντιμετωπίσουμε όλοι μας την επόμενη μέρα με τις συνέπειες. Κι όμως δεν ήθελα να την πληγώσω άλλο, και τα βάζω με τη πάρτη μου που δε μίλησα έξω από τα δόντια "γιατί κι εγώ σκάρτος φίλος είμαι και χαϊδεύω αυτιά", τελικά. Αντί για καληνύχτα, είπα πως μια μέρα ξεκούραστη θα της τα πω κι από την ανάποδη, μετά θα της στείλω μήνυμα στο κινητό "για τσιγάρα πάω κι εγώ, γεια και χαρά σου!", θα σηκωθώ από τη καρέκλα και δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω.........................
Επιλογές είναι όλα, σου λέω!

9.7.06

Εδώ Είμαι

Σκοτείνιασε η μέρα. Μελανιά ο ουρανός.
Και είναι που πάει καιρός τώρα που θέλω να σου γράψω, να σου μιλήσω για όλα αυτά τα μέσα μου, τη παραζάλη μου, για τα μικρά και τα μεγάλα, τα τραγούδια μου που μιλάνε για την άκρη του πουθενά, για τα υπόγεια τα σκοτεινά, τις θάλασσες που μου μιλάνε, τα συντρίμμια και τα χαμένα μυστικά………

Σου αρέσει η σειρά που διαλέγω να βάλω τις λέξεις. Τουλάχιστον, παλιά σου άρεσε, θυμάμαι.

Εχθές πήγα στ’ άσπρα σπίτια. Δεν ήμουν μόνη, αλλά πάλι μόνη αισθάνθηκα. Ευχόμουν να ήταν κάποιος άλλος μαζί μου, που δε μιλάμε αλλά καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο άλλος. Ακόμη, ελπίζω. Σαν σε τσίρκο ένιωσα πως βρισκόμουν με όλους τους ζογκλέρ και τους κλόουν. Όλα αυτά τα γέλια, η παράκρουση για την ομορφιά της επαρχίας, που δεν έχουν ξαναδεί, τα επιφωνήματα όταν δεν έχεις τι άλλο να πεις, και οι επαναλήψεις στα ίδια και τα ίδια, και το ύφος το αφ’ υψηλού. Τη τύχη μου! Και ο γκόμενος ο παίδαρος που θέλεις να σου γνωρίσω, και που σ’ ενοχλεί επειδή υπάρχει ηρεμία, επειδή δεν υπάρχουν τα έντονα χρώματα, και οι αλλεργίες σου, και το luxury το γαμημένο… χιλιόμετρα πολλά και δε σταμάτησε να μιλάει, ούτε χαλάρωσε μέχρι να καμπουριάσει παρά παρέμεινε αρχοντικά και μεγαλοπρεπώς στο ύψος της/του. Και το γέλιο το φτιαχτό, fake τελείως μου ακουγόταν, το μη μου άπτου, όχι ακριβώς μιμόζα η αισχυντηλή, αλλά κάπως… σα παραφωνία ήταν… Αλλά, δε μπορεί, κάποιο θησαυρό θα κρύβει, αυτόν που ακόμα δε μπορώ να διακρίνω.

Ξέρεις, δε μπορούν να φανταστούν τι σημαίνει ο πλακόστρωτος δρόμος με τους ευκάλυπτους. Ούτε η καθολική εκκλησία. Ούτε η στέγη της πυροσβεστικής. Ούτε τι έζησε στα 162. Ούτε το Κανάλι με την σχοινένια κούνια, τότε που όλη η χούφτα μου ίσα-ίσα που χόραγε το μικρό δάχτυλο του πατέρα. Μήπως έχει ανέβει κανείς τους στον 12ο όροφο και ν’ αγναντεύει τον όρμο, σα να βρίσκεται αλλού, καθώς ο νοτιάς ανακατεύει τα μαλλιά και το τραγούδι του ανέμου ξορκίζει όλους τους φόβους; Ή μήπως η μυρωδιά από τα αρμυρίκια σημαίνει θύμησες δεκαοχτώ χρονών γι’ αυτούς; Ποιος έπεσε και μάτωσε το γόνατό του και η πράσινη φόρμα έγινε κόκκινη και δεν έβγαλε μιλιά –γιατί δεν έπρεπε- ούτε άφησε το δάκρυ να χυθεί παχουλό και ζεστό στο μάγουλο; Ή υπάρχει κάποιος ανάμεσά τους που έμαθε τους αρχαίους σε ηλικία επτά από τα ονόματα των δρόμων; Ξέρω, δε πρέπει να προσδοκώ. Και τα φαντάσματα από το παρελθόν μονάχος πρέπει να τα αντιμετωπίζεις.

Η ωριμότητα του να ξέρεις ποιος είσαι έγκειται στο να μη ξεχνάς…

Θα ξαναπάω. Θα πηγαίνω.
Και θα συνεχίσω τη πορεία μου
Σαν ακροβάτης που απέρριψα το τσίρκο
Σαν σχοινοβάτης που έκαψε μόνος του το δίχτυ ασφαλείας.
Και θα υπάρχω,
Όπως ξέρω εγώ
Γι’ αυτά που έζησα
Κι έκρυψα στις έλικες του μυαλού μου…

Φίλε, μια μέρα θα σου τα πω όλα………

6.7.06

Σε Όλους Εκτός από ΕΣΕΝΑ...

"Φίλο ή εχθρό σ' αποκαλώ
ΕΣΕΝΑ, με το πλαστό νόμισμα
ΕΣΕΝΑ, με την αύρα του νικητή,
ΠΟΥ με ξεγέλασες με ένα ψέμμα
όταν κοίταξες το πιο κρυφό μου μυστικό, και με όλη μου την καρδιά στο έλεος σου
ΠΟΥ τον αγάπησα για τα κρίματα όσο και για τα προτερήματά του.
Ο φίλος μου ήταν εχθρός πάνω σε ξυλοπόδαρα με το κεφάλι σ' ένα πονυρό σύννεφο......."

2.7.06

Η σοπράνο το βούλωσε το στοματάκι της

Επιτέλους, έβγαλε το σκασμό. Με κούρασε όλη την εβδομάδα να την ακούω. Με κούρασε. Χτύπησα overdose, άναψε το κόκκινο λαμπάκι, άρχισαν να βγαίνουν και καπνοί.
Μετά από τα πολλά λόγια, τις ατέλειωτες συζητήσεις, θέλω να καθίσω στη γωνιά μου και να μη λέω τίποτα, αλλά ούτε και να ακούω κάτι. Ησυχία. Σιωπή. Και αυτό είναι στοιχείο του δύσκολου χαρακτήρα μου. Η τρέλλα μου. Η κατάθλιψη μου. Να μη θέλω να μιλάω άλλο πια... Και ούτε να δίνω εξηγήσεις γι' αυτό. Δε θυμάμαι να έδωσα υποσχέσεις. Δε τις πιστεύω άλλωστε. Ούτε τους όρκους.
Τα alarms των monitors χτυπάγανε ασταμάτητα εχθές το βράδυ. Ο εφημερεύων κόντευε να σαλτάρει, ο συνάδελφος είχε ιδρώσει από την ένταση, κι εγώ όλο κοίταζα τον κορεσμό και τους παλμούς. Αυτό γουστάρω να κάνω, και κανείς δε θα μου πει πως δε μου πάει αυτό το χόμπι.
Κοιμήθηκα γύρω στις έξι το πρωί και τρεις ώρες αργότερα ξύπνησα ιδρωμένη από κάποια πόρτα που χτύπησε δυνατά. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου να σιχτιρίσω, αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να δίνω εξηγήσεις γι' αυτό που είμαι, και να τα αναλύω όλα. Σου το ξαναλέω, λοιπόν. Η σοπράνο το βούλωσε το στοματάκι της. Και μη μου ζητήσεις εξηγήσεις, όποιος κι αν είσαι. Σήμερα είμαι εδώ, αύριο δε ξέρω που. Μην ελπίζεις σε μένα. Κακώς, αν πίστεψες σε εμένα. Χμ, δεν αλλάζει ο άνθρωπος, παιδί μου...
Full stop.