29.11.06

Περιμένω να έρθει να με πάρει το ταξί για να πάω σπίτι. Έχω ανάψει και τσιγάρο, και το κοιτάζω να καίγεται στο μεταλλικό τασάκι. Ο όροφος άδειος, ίσως, και όλο το κτίριο. Αν δεν είχα την διαδρομή της μιάμισης ώρας για να γυρίσω σπίτι, θα καθόμουν κι άλλο. Μάλλον να γράψω όσα δεν έχω καταφέρει να πω μέρες τώρα. Και είναι πολλά, ρε φίλε. Είναι πολλά. Έχει μαζευτεί όλο το πλήθος των γιατί μέσα στο κεφάλι μου, τα "κοίτα να δεις, που πάλι εγώ θα τη πληρώσω τη νύφη", "πάλι στο μονόπλευρο θα καταλήξουμε", "για μία ακόμη φορά θα περιμένω και θα αναμένω"... Να σου πω κάτι, όσο περίεργο κι αν σου ακουστεί, έχει κι αυτό την ομορφιά του. Έπειτα, αν αναλογιστείς πως δεν έχω μετανιώσει ακόμη για ό,τι σκατό κι αν έφαγα στη μάπα, ξέρω πως θα είμαι σκληρή. Ναι, η μαλακία είναι πως μάλλον με τη πάρτη μου θα είμαι σκληρή. Όπως και να 'χει, δεν έχω μάθει τι πάει να πει "βάζω μυαλό". Αλλά αυτόν τον μαζοχισμό, τελικά, τον γουστάρω, γιατί με κάνει να είμαι καθαρή με τη πάρτη μου.
Ξέρεις, έχει αλλάξει το πρόσωπό μου. Μάλιστα, έχει σκληρύνει και αφεντιά μου, τελευταία. Το χειρότερο, όμως, είναι που συνεχίζω κατά βάση να είμαι ένα μικρό παιδί, που δε ζητάει πολλά, αλλά θέλει αγάπη, στοργή κι ένα νανούρισμα να κοιμηθεί. Όχι, για να ξέρεις, πως τα σκληρά καρύδια είναι πρώτα απ' όλα σκληρά με τη πάρτη τους, και απόλυτα στερημένα άτομα από στοργή.
Με πονάει το γόνατο, και δε μπορώ να κατέβω ούτε τη σκάλα. Χάλασε και το γαμημένο το ασανσέρ. Τη πουτάνα μου μέσα!
"Και για το πείσμα σας, γουρούνια, θα αντέχω!"

21.11.06

πΟΙος Είπε πως ήρθΕ το τέλΟς;
Για ποιο τέλΟς μου μιλΑς;
πΌτε ήτΑν η τελευτΑιΑ φορΑ;
πάλΙ μισΌλογα
πάλΙ εδΏ στην εκκίΝΗσΗ
δεν έφυγα
δε θα φύγω
δε θα χαθώ
δε θα ξεχάσω

13.11.06

"Βάλ' το, όταν βρέχει, να τ' ακούς"

Έφτασε η ώρα να κλείσει ο κύκλος.
Γιατί πάντα, όταν είναι να ξεκινήσω να γράφω σε word document, η πρώτη μου κίνηση είναι να ρυθμίσω το justify, ώστε το κείμενό μου να είναι ¨ευθυγραμμισμένο¨και από τις δυο πλευρές; Στην αρχή του και στο τέλος του, σε κάθε σειρά; Γιατί ακόμη και τα χειρόγραφά μου είναι, συνήθως, έως και πάντα, ευθυγραμμισμένα; Αφού, κατά βάση, είμαι ανισόρροπο άτομο... Γιατί μου αρέσει να ακούω δυνατά τις μουσικές; Γιατί μου ξεφεύγουν χαμόγελα, όταν ακούω τις μουσικές που μου αρέσουν; Και γιατί πάντα μου άρεσαν τα κομμάτια που είχαν βιολί; Μήπως είμαι κι εγώ βιολί; Μπα. Το βιολί είναι ευγενικό όργανο. Εγώ δεν είμαι ευγενική. Αυτό έχει μια ποιότητα. Εγώ – κι ας είπαν κάποιοι το αντίθετο- δεν έχω ποιότητα. Χύμα. Αλλά, θα μου πεις, πως το χύμα δε πάσχει, απαραίτητα, από την έλλειψη ποιότητας. Τέλος πάντων, Σάββατο βράδυ είναι και δικαιούμαι να λέω ό,τι μαλακία θέλω. Στο κάτω-κάτω, πάντα μου έδινα το δικαίωμα να γράφω ελεύθερα. Ό,τι και όπως. Θα το έγραφα.

Έλα, χαμογέλα. Αφού, κατά βάθος αυτό θέλεις. Να χαμογελάς, και να γελάς!

Πως γίνεται, ρε γμτ να χάνω μερικές φορές το χαμόγελό μου; Αφού πάντα σε αυτό γυρίζω. Πάντα. Ακόμα κι αν θυμώνω, ακόμη κι αν με λυπίζουν πράγματα. Όπως εχθές, που διάβασα τα κείμενα –παλιά κείμενα- ενός ανθρώπου που τον είχα ξεχωρίσει. Ο ¨εκτός στατιστικής¨... Ο άνθρωπος, που μου έμαθε να ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου και να διώχνω «ό,τι μου καίει τη ψυχή». Αυτός που πρώτος κατάλαβε πόσο με γέμιζε και είχα ανάγκη, και δε χρειαζόταν να το δικαιολογήσω, ούτε να εξηγήσω το πως και το πότε, και χωρίς να με ρωτάει πολλά-πολλά, να κοιμάμαι τα βράδια στο αυτοκίνητο κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας, στο Σουνιάκι, στη παραλία της Αναβύσσου, στην αρχαία Τανάγρα. Αυτός, που έκλεισε τα πάντα, χάθηκε, δεν είπε ένα γεια, δε μου έδωσε την ευκαρία να τον δω να χαίρεται, δε πρόλαβα να σηκώσω το ποτήρι με τη τεκίλλα και να του πω «στην υγειά σου, ρε μπαμπά». Μου έμειναν μόνο οι θύμησες, κάποια κείμενα, ένα βιβλίο ¨από το δικό του κόσμο¨, το μαύρο παλτό για τις νύχτες χωρίς ονείρατα, κι ένα πικραμένο χαμόγελο για το παιδικό χεράκι που θέλει να κλείσει στην χούφτα του...κάποτε. Αστεία-αστεία, θα παραμείνει ο μπαμπά μου. Ο σαλιάρης, ο μπούρδας, ο μεγάλος μικρός γίγαντας με τη ψυχή του παιδιού που έδειρε εκείνον τον μαλάκα τον ελληνάρα στη Θησέως –εκείνος ξέρει για ποιον μιλάω- που μου έδωσε λίγη μυρωδιά από το Πέραμα, κι ένα δικό μου (ΔΙΚΟ ΜΟΥ) πέρασμα στο ακρόνειρο.

Κύκλους κάνει η πουτάνα η ζωή. Θα σε δω ρε, αλλά θα έχεις γεράσει. Και τότε, θα σε ρωτήσω, ξέρεις τι, και να δω τι απαντήσεις θα μου δώσεις.

Α, και που ‘σαι. Δε θα ξαναμιλήσω για σένα. Ακόμη κι όταν θα βρέχει, και θα το βάζω να το ακούω.-
Σάββατο, 11 Νοεμβρίου... μεταφερόμενο, όμως, σήμερα αφού εχθές δεν ένιωθα τ΄σοο σίγουρη αν θα το ανέβαζα. Αλλά το ανέβασα, πράγμα που σημαίνει πως δε το μετανιώνω, όποια μουσική κι αν ακούσω από 'δω και πέρα.

7.11.06

Μισό αυτό, μισό εκείνο, μισό και το άλλο, μισογεμάτο, μισοάδειο, μισό και το παλιό, μισό και το καινούργιο, μισό ό,τι πήρα, μισό ό,τι βρήκα, μισό λεπτό....
Τίποτα ολόκληρο, ούτε καν η χαρά. Ούτε η παιδική χαρά. Ούτε ξεγνιασιά. Ούτε το δόσιμο. Ούτε η μέρα.
Λες να πάω να περπατήσω; Λες να τ’ αφήσω όλα στη μοίρα; Ποια μοίρα; Ποιο fate; Ποιο γαμημένο fate; Ρε, με δουλεύεις;
Θέλω.
Τώρα.
Το ζητάω.
Αν και αύριο, πάλι, θα γίνω ανεκτική. Τον θυμό θα τον πνίξω. Τον λαιμό απλά θα τον κοιτάξω πάλι απελπισμένα για σημάδια. Θα ψάξω, σχεδόν με απόγνωση, στο βλέμμα για να σιγουρέψω πως το ένστικτό μου είναι λάθος, να πιστέψω το ψέμμα, που δεν είναι ψέμμα, απλά είναι η έλλειψη παραδοχής και έκφρασής της αλήθειας.
Γιατί έχω μεγαλύτερα αρχίδια από εσένα, κι από τους άλλους, κι ας έβαλα τα κλάμματα, κι ας ζητάω αγκαλιά, κι ας κρύβομαι στα χάδια, κι ας........
Μετά ποιος πούστης θα μου πει πως είμαι κολλημένη με τις ευχές και τους φόβους; Ας τολμήσει κάποιος! Ας βρει το κουράγιο να έρθει να μου το πει. Να με κοιτάξει κατάματα άμα μπορεί και να μου το πει. Λες να τα καταφέρει; Όχι. Αχμ. Πίσω από τη πλάτη μου μπορεί, αν με κοιτάξει στα μάτια όμως όχι. Γι’ αυτό λέω πως δε δέχομαι καμία δικαιολογία για το παρελθόν του οποιουδήποτε. Μα καμία. Και τρώει ένα χοντρό ¨χ¨ όποιος προβάλλει σα δικαιολογία για τη συμπεριφορά του το χθες του. Έλα να σου πω κι εγώ για το χθες μου ρε και θα δεις πως θα το βουλώσεις το ριμάδι σου. Ξέρω, δε θα πιστέψεις μία από όσα σου πω. Αλλά ξέρεις κάτι; Στ’ αρχίδια μου. Ή όλα, ή τίποτα. Άμα μπορείς.

1.11.06

Κοιτάς ακόμα έξω από το παράθυρο; Ή μήπως σταμάτησες να χαιρετάς τα σύννεφα και τους ανέμους; Μήπως ξέχασες πόσα χρόνια υπήρξες φτερό; Πότε μίλησες τελευταία φορά στη θάλασσα; Όχι, όχι δεν αναφέρομαι σε εκείνη την προχθεσινή, που νόμιζαν πως δε περνούσες καλά. Είχες να τη δεις καιρό και αναρωτιόσουν πόσο κοστολογήται η θέα της. Εκείνο το απόγευμα έπιασες τον εαυτό σου να σκέφτεται όπως κάποιος άλλος χιλιόμετρα μακριά, και σκεφτόσασταν τα ίδια πράγματα.
Αναστενάζεις καθώς περπατάς, ή καθώς κοιτάς το άπειρο. Ποιο άπειρο; Το δικό σου μικρό και τεράστιο, συνάμα, άπειρο. Πως γίνεται αυτό; Μπορείς να το εξηγήσεις; Όλα μπορούν να εξηγηθούν, όλα και το ξέρεις καλά. Αλλά θέλεις να μένει και κάτι έξω από τις εξηγήσεις.

Πότε είπαμε πως έκλαψες τελευταία φορά; Ε, ναι. Εχθές. Αλλά πριν από χθες; Πολύ καιρό πριν. Μην ήταν χρόνια; Δε γαμιέται; Πάλι μέσα σου θα τα κρατήσεις. Πάλι μέσα σου θα τα κουβαλήσεις. Πάλι δε θα θέλεις να δώσεις εξηγήσεις. Τα γαμίδια, τα γαμίδια που σε τρώνε από τότε. Σπαστικό, μαλακισμένο, μικρό κι ανόητο κοριτσάκι που πάντα έδειχνες δυνατή γυναίκα, ολοένα και πιο δυνατή. Τί κατάλαβες; Τί είπες πως κατάλαβες; Νόμιζα πως κάτι είπες...
Κάποιος περπατούσε στο δρόμο με βροχή, το βράδυ. Με βροχή να ρίχνει στα θέλω σου και να μουχλιάζει τα όνειρά σου. Ξανά δυνατές μουσικές, αλλά τώρα με τ' ακουστικά στ' αυτιά. Ένα τσιγάρο να καίει στο τασάκι, ανοιχτό παράθυρο μπας και παγώσει το δέρμα σου, μπας και νιώσεις το δέρμα σου.
Κάποιος κάθεται και αφουγκράζεται το διπλανό διαμέρισμα, ακούγεται ένα σκυλί να γαυγίζει για τους δικούς του λόγους στον ακάλυπτο. Δε μου λείπει καν το δωμάτιο με το παράθυρο στο νότο. Και δε με νοιάζει αν με αποκαλούν τυφλοπόντικα, επειδή τριγυρίζω στο σπίτι χωρίς φώτα, και με τα παράθυρα κλειστά.
Ευχές, όνειρα, μονοπάτια, πολλοί και ατέλειωτοι δρόμοι, γυναικεία φωνή με παραμυθένια φωνή να σε ταξιδεύει, φόβοι, κιθάρες δυνατές. λόγια, λέξεις, ψυχές να μονολογούν, άλλες να χλευάζουν, ύφος σαν υφάκι, τσούλα που το παίζει αρχοντογυναίκα, ένα γαμίσι στη γωνία, άλλο ένα κάτω από τους κρυστάλινους πολυέλαιους, παγωμένα μαρμάρινα δάπεδα, χρυσός, ακούσματα από σαξόφωνα, ομιλίες, επιδείξεις, ταξιδευτής...

Somewhere is my dearest drifter...

Ποιες μελωδίες αγάπησες;
Ποιες φωνές;
Ποιες λέξεις;
Έλα να ρίξουμε μια μπουνιά, μια κλωτσια σε ό,τι σου καίει τη ψυχή.
Στο τέλος-τέλος, τέλος θα μείνει και υα θέλω σου μια παρθένα γυναίκα, που δεν έζησε, δε γεύτηκε, δε πόθησε αφού δε δοκίμασε...
Μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, αλλά πάντα εγώ η ίδια θα παραμένω.
Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, γράφε μέχρι να τελειώσει το λευκό, μέχρι να μη μείνει άλλος γραφίτης, πέτα και τη γόπα μακριά, τίποτα δε θα σβήσουμε, τίποτα δε θα παραλλείψουμε.
Μπορώ να νιώσω, κι αυτό μου λέει ακόμα πολλά. Μπορώ να αγαπήσω και να μισήσω πολλά, και να χαμογελάσω, αν και έχω καιρό πολύ να γελάσω δυνατά. Έλα, μη με ρωτάς τι έχω. Έχω αυτό που είχα πάντα. Ένα ζαλισμένο μυαλό, που ψάχνει, και που δείχνει σα χαμένο. Τουλάχιστον, δε κοιτάζω πια κάτω τα πλατανόφυλλα στον δρόμο μου. Απλά τα ακούω, όταν πατάω επάνω τους. Τα ακούω κι έχω ένα χαμόγελο. Αχνό μερικές φορές, αφού την ηδονή σου δε θέλεις να τη δείχνεις πάντα.

Έκλαψα βουβά χθες μέσα στο μέγαρο μουσικής.