28.2.07

Τα Πέντε Στοιχεία

1. Μέχρι τα 18 μου έζησα δίπλα στη Θάλασσα. Αλλού τον Χειμώνα, αλλού το Καλοκαίρι. Όταν βουτάω μέσα της ξεχνάω να βγω, και μπορεί να πνιγώ. Όταν τη κοιτάζω, θα σου λέω πάντα ναι σε ό,τι μου ζητήσεις, όταν με κοιτάζεις την ώρα που τη κοιτάζω θα με δεις να μην είμαι εκεί.
2. Από τον Ιούνιο του 1989 φορούσα ένα Μπουκαλάκι στο λαιμό. Τρεις φορές που το έβγαλα έπαθα ατύχημα με τη μηχανή (δις) και κλείστηκα στον ηλεκτρικό (μια), Ιούλιο μήνα, μεταξύ Βικτώρια-Ομόνοια, για μία ώρα και σαρράντα λεπτά, στο ίδιο βαγόνι με μία υστερική κι έναν κλειστοφοβικό. Από τον Δεκέμβριο του 2006 ξεκίνησαν να σπάνε οι αλυσίδες που το κρατούσαν. Τρεις άλλαξα. Δυο φορές το έσωσα, τη τρίτη έφυγε, γλύστρισε, με άφησε και δε το έχω πια. Είναι η μόνη φορά που έγινα μοιρολάτρησα, έσκυψα το κεφάλι μπροστά στους οιωνούς, και δε στενοχωρήθηκα τόσο πολύ... Μετά από 17,5 χρόνια, νομίζω πως πρέπει να συναντήσω εκείνον τον άνθρωπο που ευθύνεται για την παιδική μου ευχή!
3. Ένα από τα όνειρά μου είναι να αποκτήσω ένα σπίτι στα λατρεμένα, ή δίπλα στη θάλασσα με μια wall-to-wall βιβλιοθήκη, φίσκα από τα πολλά βιβλία και σκονισμένα άδεια μπουκάλια μπύρας
4. Μικρή, ξανθιά, με φακίδες, ξενικό όνομα και καρώ σκωτσέζικες φούστες που με υποχρέωνε να φοράω η μητέρα είχαν σαν αποτέλεσμα να μου «κολλήσουν» το παρατσούκλι «η σκωτσέζα». Η Σκωτία αποτελεί κάτι σαν χώρα προέλευσής μου (ποιητική αδεία είναι αυτό τώρα;), ονειρεμένο μέρος για ένα μεταπτυχιακό, υποσυνείδητος τόπος σύνδεσης με πολύ άγνωστο κόσμο.
5. Αγαπημένος μου ήχος –μετά το τραγούδι της θάλασσας- οι σειρήνες ασθενοφόρου ανάμεσα στους υπόλοιπους ήχους της πόλης. Έχεις νιώσει την ανάσα του θανάτου;

Σημείωσις: Από τη μια δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ με αυτό το παιχνίδι. Δε το γούσταρα, ρε. Όμως, το να σε προσκαλεί κάποιος από αυτούς τους άγνωστους, που σε μαγεύουν με τα κείμενά τους, και σου δίνουν μια ιδιότυπη χαρά και ευχαρίστηση κάθε που διαβάζεις όσα γράφουν, είναι σα να σε σπρώχνουν μαλακά και ευγενικά να τραβήξεις λίγο τις κουρτίνες που σε κρύβουν και να αφήσεις κάτι λίγο να βγει προς τα έξω. It’s harmless, indeed.
Sorry_girl και Prospero(youarehere), τιμή μου.

13.2.07

"Δε χρωστάμε, μας χρωστάνε..."

Ακούω τη μπουρού από ένα βαπόρι, μέρα μεσημέρι, έχει δεν έχει ήλιο, ο καιρός δεν έχει αποφασίσει ακόμη.
Και το μέσα μου, βαθειά μέσα του, ακόμη δεν έχει αποφασίσει αν νιώθει σιγουριά. Μερικές φορές, λες πως όταν είναι καλά, έως πολύ καλά, είναι για να καλύψουν τα άσχημα, τα ανείπωτα, αυτά που πρέπει να κρυφτούν και να συγκαλυφθούν. Μπορούν; Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο... Και, όταν βλέπεις αυτό το χαμόγελο, μου χαμογελάς κι εσύ. Πόσα μπορεί να ξέρει κάποιος, πόσα χρειάζεται για να χαμογελάει ευτυχισμένα, πόσα ζητάει για να είναι ήρεμος και να δίνει, να δίνεται, χωρίς να φοβάται, χωρίς να νιώθει τον κόμπο στον λαιμό, χωρίς φαγούρες που πονάνε...;
Ακούω μια μπουρού από μακρυά, πάλι. Αναρωτιέμαι. Είναι πολύ μακρυά το λιμάνι.
Θυμάσαι τις ζέστες στο λιμάνι, μέσα στο αυτοκίνητο με τις μουσικές από το τρανζιστοράκι του ψαρά και το μπλα-μπλα των λαϊκών; Και γελάγαμε από ικανοποίηση και κοιτάγαμε τα φωτεινά μαύρα νερά της θάλασσας και περιμέναμε να φύγει ο Θεόφιλος και κρατάγαμε την αναπνοή μας, σαν σε ιεροτελεστία –πως κατάφερες και μου το κόλλησες αυτό , κι ακόμη και τώρα που περνάω τα βράδυα από το λιμάνι το μάτι μου να ψάχνει να βρει τον Θεόφιλο; Ακούω Χαλκίδα και θυμάμαι τη γέφυρα, και Σούνιο, που δε τολμώ να ξαναπάω, αν και μου λείπει, και η Ανάβυσσος, η παραλία της με τη βροχή, που δε θα ξαναπάω –το ξέρω.
Κάτι άλλο έλεγα, όμως.
Για το βλέμμα, ήθελα να γράψω. Αυτό, που ναι πριν από σένα δεν είχα ξαναδεί και χαρεί, και το λατρεύω, και με καβλώνει, και που θέλω να χαϊδεύω, σα να πάω να βγάλω το σχήμα του σε καλούπι για να μη το χάσω. Και, ακόμη και όταν κλείνω τα μάτια, αλήθεια, δε το χάνω.
Για τους φόβους μου; Ναι, κάθε τόσο βρίσκουμε την ευκαιρία και μιλάμε γι’ αυτούς. Όχι για όλους. Αλλά για τους δικούς σου δεν έχουμε μιλήσει. Δε μιλάμε. Λες και δεν έχεις. Έχεις. Όλοι μας έχουμε, γι’ αυτό είμαστε ακόμα ζωντανοί, ακόμα εδώ, ακόμα τσιτωμένοι. Τσιτωμένοι. Τσιτωμένη όταν τελειώνω, και χαλαρή, και δική σου, δική σου, δική σου... μέχρι να γίνει η δίκη. Πόσο δίκαιοι θα είμαστε; Με τους εαυτούς μας, λέω. Πόσο δίκαιοι θα είμαστε; Δε θα ρωτήσω για τους υπόλοιπους, περιμένω πρώτα την απάντηση σε αυτό, για τον εαυτό μας, και βλέπουμε, θα δούμε, θα δείξει.
Κι άλλη μπουρού... πλακώσανε πολλά βαπόρια. Θα μου πεις, μεγάλη η θάλασσα, πολλά τα βαπόρια. Εντάξει, θα το δεχτώ. Μπορεί αν δε το εξετάσω παραπάνω να περάσω και καλύτερα, μπορεί λέμε. Το γαμίδι το μυαλό μου, μπορεί κάποιος να βρει έναν δολοφόνο να του σκοτώσει τις σκέψεις; Δε μπορεί να είναι τόσο δύσκολο. Περίοδος πότε θα μου έρθει; Λες να είμαι έγκυος; Λες η ξανθιά των βορείων προαστείων να πέτυχε διάνα και να βγει αληθινή; Λες; Και αυτό σε μένα θα συμβεί; Πολύ ήσυχη με βρίσκω σήμερα. Γιατί, εχθές δεν ήμουν; Άλλο το χθες, βέβαια. Έχει σχέση τελικά το χθες με το σήμερα, ή είναι απόλυτα ανεξάρτητα σημεία και ασυσχέτηστα; Πρόσεχε! Μη γελάς! Πρόσεχε! ...πριν δώσεις απάντηση. Ακόμη και μέσα στο μυαλό σου.
Ευπρόσδεκτες και οι απώλειες.
Όλα, μα όλα, είναι δεκτά, και πιθανά, και ανύπαρκτα, και ανεξάντλητα.
Σιγά μη βγάλεις άκρη.
Δε σε υποτιμώ. Αλλά γιατί να πιστέψω σε σένα; Γιατί να επενδύσω σε σκέψεις, και σε ίσως; Θα πάω να φάω το σπανακόρυζο της μάνας μου απόψε, θ’ ακουμπίσω και τη Μαργαρίτα στο κρεββάτι της, βρώμικη, χωρίς να της κάνω μπάνιο, μάλλον, και χωρίς να τη ταϊσω. Της κάνω καψόνια, για να μη ξεχνάει ποιος είναι ο προορισμός της. Όσο για μένα, έχω πολλούς ακόμα. Ή, τουλάχιστον, ακόμα αυτό πιστεύω.
Κι αν σε απογοήτευσα πατέρα, συμπάθα με, μικρή κι ανόητη ήμουν και είμαι και θα είμαι, γιατί γουστάρω.
Γιατί, αύριο-μεθαύριο, σε μένα θα λογοδοτήσω.
Γιατί, στο τέλος, το τέλος το δικό μου θα αντικρύσω.
ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ
Και δε χρωστάω σε κανέναν σας.
«Μας χρωστάνε, δε χρωστάμε».