30.8.08

Να κάνουν πλαστική στο μυαλό τους

Καπνίζω πολύ. Θα μου πεις, σιγά το νέο ρε. Αλλά,μάλλον, δε το κατάλαβες. Καπνίζω πολύ, απλά σου το ξαναλέω. Τρία πακετάκια την ημέρα μέσα στο νερό. Πότε προλαβαίνεις, θα με ρωτήσεις. Προλαβαίνω. Άσε που δε κοιμάμαι πολύ. Δε κοιμόμουν, που δε κοιμόμουν πολύ, τώρα παράγινε το κακό. Με ζαλίζω με παγωμένο λευκό κρασί, παγωμένες μπύρες και μπάφους. Τις σαμπούκες τις έκοψα. Θα μου πεις, ε, σιγά το νέο ρε. Αλλά μάλλον, δε το κατάλαβες. Καπνίζω πολύ, πίνω, πίνω.

Έχω δύο ανήψια, που τα κοιτάζω και χαμογελάω. Ο πατέρας τους μου θυμίζει ρέπλικα του δικού μου, και με πιάνει κόμπος στο λαιμό. Αν έκανα πίσω σε κάποια πράγματα, ήταν λόγω των παιδιών. Τα αγαπάω τα παιδιά, αλλά δε θέλω να κάνω δικά μου. Όχι ακόμα, φαντάζομαι. Μάλλον, επειδή δε θέλω να τα κάνω και να τα μεγαλώσω μόνη μου. Η τελευταία ελπίδα πως υπήρχε ένας σύντροφος, που διέφερε, χάθηκε άτσαλα. Ίσως, επειδή είμαι κι εγώ ακόμα παιδί, που μεγάλωσα σαν ενήλικας. Δε βαριέσαι. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Απλά πικράθηκα σαν είδα το βλέμμα της απορίας στα μάτια δυο παιδιών, απόψε. Σηκώθηκα κι έφυγα σχεδόν βουρκωμένη, κι απλά προσπαθούσα να χαμογελάω. «Για να μη καταλάβουν τίποτα τα παιδιά»....

Πριν δύο μήνες έχασα τα κλειδιά του γραφείου μου. Στο μπρελόκ είχα και το στικάκι μου, δώρου του Α. Άλλαξα κλειδαριά, αλλά στικάκι δε πήρα, κι ας μου χρειάζεται. Ούτε και θυμάμαι τι είχα εκεί μέσα. Έχει σημασία, θα με ρωτήσεις. Έχει, γιατί κουβαλούσε μνήμες, πέρα από τη δουλειά. Κάποια πράγματα φαίνονται εντελώς απρόσωπα και υλικά αγαθά, αλλά έχουν και κάτι ακόμα. «Κάτι!». Θυμάσαι;

Θυμήθηκα τη Κρήτη.

Όσες φορές έχω πάρει αεροπλάνο, γύρισα λαβωμένη. Τα κενά αέρος μου κάνουν κακό, τελικά, και δε το είχα πάρει χαμπάρι. Μακροπρόθεσμα μεν, αλλά μου προκάλεσαν ζημιές. Τώρα που το σκέφτομαι, θυμήθηκα μία προς μία όσες φορές πήρα το αεροτουτούνι, και δεν είναι λίγες. Όλες κάτι κακό είχαν. Μούδιασα. Στους άλλους φέρνει ναυτία, σε μένα δυσμένεια. Δεν είμαι του αέρα, λοιπόν.

Τελειώνει και ο Αύγουστος. Προχθές, με κοίταγε η Χέλενα καθώς καθόμασταν στη βεράντα:
- Το σημάδι πάνω από το μάτι δεν έχει φύγει ακόμα.
- Το ξέρω..., κι το ακούμπησα ασυναίσθητα με το χέρι νιώθοντας από κάτω ένα μικρό εξώγκομα. Ακόμα θολώνει αυτό το μάτι, αλλά τί να πεις;
Την είδα να με κοιτάει, και ήταν σα να ήθελε κάτι να πει πάλι. Κούνησε το κεφάλι της και ήπιε μπύρα.
- Φαντάζομαι πως τα υπόλοιπα σημάδια, μέσα σου είναι χειρότερα από αυτό.
- Τα σήμάδια μέσα μας, είναι βαθιά.
- Θα φύγει ρε όμως...
- Δε θα φύγει ρε Χέλενα.... ούτε κι αυτό!

Ο Δημήτρης με αγκάλιασε εχθές το βράδυ.
- Είσαι λίγο καλύτερα;
- Μια χαρά είμαι.
- Φαίνεσαι κομμάτια.
- Κουρασμένη από τη δουλειά είμαι.
Με έσφιξε μέχρι που πόνεσα, τον άφησα και πήγα και έκατσα δίπλα στη Φρόσω και τη Μαρίνα, πίνοντας το κρασί μου. Θέλω να είμαι με όλους μαζί, και μόνη μου. Από τη μια τους χαιρόμουν, που είχαμε μαζευτεί όλοι παρέα στο σπίτι, εννιά άτομα, και γελάγαμε, και μιλάγαμε, και γελάγαμε, γελάγαμε, γελάγαμε.... από την άλλη έλεγα «άντε, σε λίγες ώρες θα ξεκουμπιστούν όλοι του» λες και μου φταίγανε αυτοί. Δε θα τη βρω την ησυχία μου, σου το είπα; Δωμάτιο με θέα θα παραγγείλω.... μπας και βρω την άκρη του πουθενά. Κι εσύ ρε mpampa, που σκατά είσαι;

Κάθε φορά, ζητάω να μπω για λίγο στο μυαλό του άλλου, να δω τι σκέφτεται. Από πέριεργια, να μάθω σε ποιο σημείο του βρίσκομαι εγώ -πάντα υπάρχει αυτό το γαμημένο το εγώ. Μόνο ο Χρήστος είχε τα αρχίδια να μου πει «θέλω να μπω στο μυαλό σου». Κι εγώ, με ξιπασμό σήκωσα το φρύδι και του απάντησα «θα φοβηθείς με αυτά που θα συναντήσεις». Αλλά, τουλάχιστον, ήθελε...

Όλοι με ρωτάνε: «είχαμε κανα νέο;». Τί νέο ρε παιδιά; Χωρίσαμε, και κάνει τη ζωή του. Φαντάζομαι πως υπάρχουν στιγμές που τα σκέφτεται όλα. Όλα από την αρχή, αλλά επιμένει να σπρώχνει μπροστά στο μυαλό του τις άμυνες και τις χίμμαιρές του. Με κάθε τρόπο, με μάγους και παλαντίνους, δίνει σημάδια πως θα πορευτεί: μακρυά μου! Και όλοι έχουν πέσει επάνω μου. Κάποιοι μουδιασμένοι, κάποιοι άλλοι χείμμαροι, πως έχω όμορφο πρόσωπο και πως πρέπει να κοιτάξω τη πάρτη μου, τον εαυτό μου επιτέλους. Είναι και κάποιοι άλλοι, που θέλουν να γίνω όπως οι περισσότερες. Όχι διαφορετική, όχι δυσνόητη, όχι ανεξάρτητη και αυτόβουλη, και ειλικρινής, και αυθεντική, και κυνική και και και και και και και...

Θυμάμαι τον Jonathan, να σιδερώνει ένα πουκάμισό του, με το τσιγάρο στο στόμα, και να μορφάζει από το καπνό που έμπαινε στα μάτια του.
- Όσο αλκόολ και να πιεις, πάντα θα έρχεσαι αντιμέτωπη με το είναι σου. Ανήκεις στη πάστα των ανθρώπων, που κουβαλάνε συνέχεια πάνω τους τις αλήθειες τους.
- Κι αν κληρονόμησα καμιά παράνοια ρε συ Jo;
Άφησε το σίδερο στην άκρη, πήρε το πουκάμιο στα χέρια, το κοίταξε μια στιγμή ικανοποιημένος, μετά ρούφηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του κι έμεινε να με κοιτάζει.
- Τόσα χρόνια, που σε ξέρω, έχεις μια μόνιμη ρυτίδα στο μέτωπο. Παράνοια δεν είναι το να έχεις μνήμη και να σκέφτεσαι συνέχεια. Ούτε το να ζητάς μόνο τα απλά πραγματάκια μέσα στη γαμημένη τη ζωή. Ούτε το να θέλεις να σε αγαπούν. Παράνοια είναι να φτιάχνεις συνεχώς και μόνιμα χίμμαιρες.
Κοιτάζω το πράσινο χαλί κάτω από τα πόδια μου.
- ... κι αν σου είπαν πως δημιουργείς χίμμαιρες, μάλλον ζητούσαν να βρουν άλοθι για τις δικές τους.
- Όλοι μας ζητάμε άλοθι ρε Jo.
- Όλοι μας. Να δω εσύ πότε θα ξεκινήσεις να ζητάς άλοθι. Προς το παρόν βγαίνεις μπροστά και τανκάρεις. Και αυτό φοβίζει ρε... κι αυτή η μόνιμη ρυτίδα σου, επίσης φοβίζει.
- Να κάνω πλαστική.
- Να κάνουν πλαστική στο μυαλό τους, να τους πεις.

Ακούς κουβέντα; Να κάνουν πλαστική στο μυαλό τους. Ειδικά αυτοί οι φλατ τυπάδες που το παίζουν πολύ λάρτζ και όπεν μαϊντεντ. Εγώ δεν είμαι λάρτζ. Λυπάμαι.