25.3.06

Asfyxia

Λένε να συνεχίσω να γράφω, να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σε αυτό. Ξέρεις κάτι; Νομίζω πως όλα αυτά έχουν αρχίσει να μου τη δίνουν στα νεύρα. Θέλω απλά να φύγω. Να πάρω το moleskin μου μαζί μ' ένα μολύβι, και να φύγω. Ν' αρχίσω να περπατάω μέχρι να βρω τη θάλασσα και ν' αγγίξω τον ήλιο. Τον ήλιο τον ηλιάτορα...
Όταν με δεις να κοιτάζω πάνω από τα νερά, να ξες θα χαμογελάω.
Πόσες φορές τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί; Εδώ θα μείνουμε, για να γκρινιάζουμε και να τα βάζουμε με τη μιζέρια μας. Ψευδαισθήσεις. Απλά κουκουλονόμαστε μέσα στα σκεπάσματα της δικής μας ψευδαίσθησης.
Αναστέναξα. Δε λες πάλι καλά που έχω κι ένα παράθυρο με θέα...
«Βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, γυρίζει θύμησες… φίλε θρονιάστηκες πλάι στο δέντρο […] έσβησες χρόνια πυροθερμένα, καλό ταξίδι στα όνειρά σου τ΄αφύτευτα και της ψυχής σου τα χιλιοζήλευτα, χίλιες κρυψώνες να ‘χεις να ξεχνάς… Μη λιγώνεσαι, θα γίνεις ό,τι θες, μην αγχώνεσαι, είδες τ’ ασύγκριτα σε καιρούς φοβισμένους, μόνο την αλήθεια να καρπώνεσαι γεννήθηκες να ΄σαι στους κερδισμένους εκείνους με τ΄ανάλαφρα αχνάρια, που λοιδορούν τα σφαχτάρια χίλιες αγάπες να ΄χεις να ξεχνάς…. […] Βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, φτιάχνει τα χρώματα, φέρνει κι αρώματα, γυρίζει θύμησες […] βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, και χαμογέλα μου…»

12.3.06

Μακάρι να μη μεγαλώσω ποτέ


Θυμάμαι, όταν ήμασταν μικρά, πιτσιρίκια, ο κόσμος μας περιοριζόταν σε μικρές χαρές, που τον έφτιαχναν μεγάλο. Όπως, όταν τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό, κι όταν τον Σεπτέμβρη, άνοιγαν τα σχολεία και καυχιόμασταν για τον αριθμό των παγωτών, που είχαμε καταβροχθίσει όλο το Καλοκαίρι. Ή πόσα μπάνια είχαμε κάνει. Ή πόσο περισσότερο μαύρισμα είχαμε αποκτήσει. Και χαιρόμασταν με αυτές τις “πρωτιές μας” όσο περισσότερα παγωτά είχες φάει, όσo περισσότερα μπάνια είχες κάνει, και όσο περισσότερο μαυρισμένος ήσουν, τότε στεφόσουν, κατά κάποιο τρόπο, ο βασιλιάς του Καλοκαιριού. Μετά μεγαλώσαμε.

Μεγαλώσαμε και σημασία είχε πόσα σφηνάκια είχες κατεβάσει σε ένα βράδυ, πόσες φορές είχες γίνει λιομίδι από το ποτό, πόσο περισσότερο άντεχες στο αλκοόλ, πόσους περισσότερους γκόμενους είχες, πόσα χιλιόμετρα είχες μαζέψει…. Φαντάζομαι, μέχρι τα γεράματά μας, θα βάλουμε κι άλλους τέτοιους στόχους υπερβολικούς, με αριθμητική υπεροχή, αυτοκαταστροφικούς, πέρα από τα όρια και όσο πιο πολλές καταχρήσεις. Όσο μεγαλώνεις, τόσο μαλακίζεσαι. Όσο μεγαλώνεις, τόσο χάνεις την αθωότητα και προσπαθείς, σαν σε αγώνα δρόμου, να φτάσεις πρώτος στο τέλος. Στο τέλος. Τη τρέλα κι αυτή να λυσσάς να πεθάνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ή απλά, να ζήσεις όσο πιο πολλά γίνεται, και πιο παράνομα. Ο άνθρωπος έχει την τάση της υπερβολής, της αυτοκαταστροφής και της ανωριμότητας. Όσο κι αν θέλουμε να επιδείξουμε την ωριμότητά μας, μάλλον, έχουμε χάσει το στοίχημα στη πορεία. Απλά μαλακιζόμαστε, αφού ξεχνάμε τι νιώθαμε όταν είμαστε παιδιά. Το μόνο που μένει είναι να λέμε με στόμφο και επιτηδευμένη χαζομάρα: θα μείνω για πάντα παιδί! Χμ… σκατά στη μούρη μας… Αφού πάψαμε να κυνηγάμε τον ήλιο, το σύννεφο και το ουράνιο τόξο, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνουμε παιδιά. Άλλωστε, για εμάς, πλέον, όλα μετρώνται σε χρήματα. Ή πτυχία. Ή τίτλους. Τότε, όταν ήμασταν παιδιά, τα πάντα μετρώνταν σε γέλια, ανέκδοτα και παιχνίδι. (Μακάρι να μη μεγαλώσω ποτέ…)

Θυμάμαι που όταν ήμασταν μικρά, πιτσιρίκια, δε ζούσαμε στη ρουτίνα και τη βαρεμάρα. Σκαρφιζόμασταν τις πιο αθώες και, συνάμα, τις πιο απίθανες ιστορίες, και κάθε μέρα παίζαμε διαφορετικό παιχνίδι μια μέρα κι ένα παιχνίδι. Δε χρησιμοποιούσαμε πολλά λόγια. Μόνο όσα χρειαζόντουσαν. Ξαφνικά, μετατραπήκαμε σε ημερήσιες μηχανές ξυπνητήρι, ένα μαύρο νεροζούμι που το λέμε καφέ, μάχη να βρούμε θέση στον ηλεκτρικό το πρωί για τη δουλειά, γρήγορο βήμα να φτάσουμε στο γραφείο, μούτρα μέχρι το πάτωμα, ξινισμένες φάτσες συναδέλφων, συναλλαγές, μια τυρόπιτα από τα Everest της γωνίας στο διάλειμμα, δουλειά μέχρι όσο πάει… ο δρόμος της επιστροφής, ένας ακόμη αγώνας δρόμου, στάση στο φούρνο για ν’ αγοράσεις ψωμί (τυποποιημένο κι αυτό, όπως κι εσύ), και φρέσκο γάλα για το παιδί, σπίτι, ειδήσεις… καληνύχτα. Μη νομίζεις. Κι αύριο τα ίδια. Και μεθαύριο. Κι όταν δε βαριέσαι αρχίζεις τις αερολογίες, τις τρελλές θεωρίες. Γίνεσαι ένας ανόητος παρλαπίπας. Αλλά μεγάλωσες, σπούδασες, βγάζεις λεφτά, έγινες σπουδαίος, σε λίγο θα γίνεις και διευθυντής. Χαίρεσαι; Μερικές φορές, ναι, νομίζεις πως χαίρεσαι. Είναι το όπιό σου, να καυχιέσαι πως έγινες πετυχημένος. Αλήθεια, όμως, πες μου, από πότε έχεις να γελάσεις; Να γελάσεις πραγματικά. Πότε ήταν η τελευταία φορά που σταμάτησες τα πάντα και κάθισες στο πεζούλι και χάθηκες στο ηλιοβασίλεμα; Πες μου, πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε, ξέρεις από πότε… ξέρεις τι σου λείπει… ξέρεις ότι έπαψες να είσαι παιδί. Όχι επειδή πέρασαν τα χρόνια. Κάτι άλλο έχει περάσει…

Συγχώρα με, αλλά σε άκουσα να κλαις. Έκλαιγες σα μικρό παιδί.

Τι θυμήθηκες…;

6.3.06

ΚΗΔΕΙΑ. Η μόνη κοινωνική_ανθρώπινη_θρησκευτική_μη-θρησκευτική μαζική συνεύρεση, όπου πηγαίνεις χωρίς πρόσκληση, αλλά επειδή το αισθάνεσαι, επειδή θέλεις να πας, χωρίς να φορέσεις τα καλά σου, αλλά όπως είσαι. Όπως ο Θάνατος, που έρχεται ξαφνικά, χωρίς να ειδοποιήσει, και σε πιάνει "εξ απροόπτου". Και δε μπορείς να υποκριθείς ότι δε καταλαβαίνεις πως υπάρχει τέλος σε ό,τι υπάρχει αρχή...
Αρχίζω να περπατάω στη μεγάλη λεωφόρο και δε με νοιάζει που θα φθάσω. Το ξέρω ότι θα φθάσω κάπου. Ιδέα δεν έχω που, αλλά δε με νοιάζει.

Ο κόσμος με κοιτάζει περίεργα, σα να 'μαι ξένη. Λες να φταίνε τα ρούχα μου; Θα τα βγάλω και θα τα πετάξω. Θα τα βγάλω όλα από μέσα μου και θα τα πετάξω. Σκέψεις, όνειρα, ψυχή και δε θα με βαρύνουν άλλο σήμερα. Μια ευθεία είναι μέχρι να πιάσω το ηλιοβασίλεμα. Όλα Είναι Δρόμος, φίλε μου. Ακόμη κι αυτόν που περπατώ σήμερα, που θα με βγάλει στην άκρη του πουθενά. Στη λήθη. Όμορφο Μέρος. Εκεί που θα με περιμένουν οι μουσικές και τα χρώματά μου...

Στέκομαι στην άκρη και κοιτάζω το τέλος του πεζοδρομίου, κάτω από τα πόδια μου. Βρώμικα νερά κυλάνε από πάνω και σχηματίζουν μια λιμνούλα λίγο πιο πέρα. Ακουμπώ τη ράχη μου στη φωνία ενός μαγαζιού. Βγάζω τσιγάρο και το ανάβω κοιτώντας τον ήλιο. Με κοιτά κι αυτός. Τα πόδια μου καίνε από το περπάτημα κι εγώ χαμογελάω. Δε βλέπω παιδιά κι ανησυχώ.

Διαφορετικές διάλεκτοι ακούγονται. Που βρίσκομαι; Μια ταμπέλα μου δείχνει πως αν στρίψω δεξιά θα πάω προς τη Νίκαια. Μου περνάει μια τρελλή ιδέα. κοιτάζω το ρολόι. 17:02ΜΜ. Όχι. Σήμερα, θ' ακολουθήσω την ευθεία. Πετάω το τσιγάρο στη λιμνούλα με τα βρωμόνερα και συνεχίζω την πορεία. Ακούω σειρήνες από ασθενοφόρα, κορναρίσματα, ένα σκυλί γαβγίζει. Από κάπου μακριά, μέσα από τα στενά, ακούγεται ο συρμός του ηλεκτρικού. Οι συνοικίες μου είναι άγνωστες. Δε κοιτάζω τις ονομασίες των δρόμων. Πάλι για τους αρχαίους θα λένε, και η κατάντια μου δε μου επιτρέπει να αναλογιστώ το μεγαλείο τους. Το ένστικτο θα με οδηγήσει, αλλά την άκρη του πουθενά δε θα τη βρω σήμερα. Περπατώ. Συνεχίζω για ώρες. Δε νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Μια σκάρτη ζαριά θε μ' έβγαζε σε περίεργα μέρη. Χωρίς πυξίδα στο πουθενά, την άλλη φορά, θα την βρω την άκρη. Και θα φύγω. Πάλι χωρίς εσένα, το ξέρω. Γιατί εσύ το έκανες το δικό σου φευγιό. Θα έρθει και η δική μου σειρά. Θα δεις...

5.3.06

Η Φυγή

Μου τηλεφώνησε η Κατερίνα το πρωί και επέμενε να έρθω στο αεροδρόμιο, να τη συναντήσω. Τη στέλνουν στην Αγγλία, σε κάποιο υποκατάστημα της τράπεζας στο Λονδίνο. Εκείνη το ζήτησε.
Καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι να πιούμε καφέ, να μου πει τις λεπτομέρειες, το πώς και το γιατί, λες και έχει σημασία. Έχει; Η ουσία είναι ότι φεύγει. Ότι έφτασε η ώρα της φυγής της, κι εγώ είμαι εδώ μαζί της στο αεροδρόμιο, και τη κοιτάω ανέκφραστη. Ε, ναι, ανέκφραστη, γιατί δεν έχω τι να της πω. Γιατί τι θα μπορούσα να της πω; Γιατί το κάνει αυτό; Αφού ξέρω…
- Πόσος καιρός πάει που τα είπαμε τελευταία φορά, ρε Έλλη;
Τη κοιτάζω και νομίζω πως δεν είναι η Κατερίνα, που ήξερα. Έχει κόψει τα μακριά μαλλιά της, τους έκανε και ξανθιές ανταύγειες. Γιατί όλες οι γυναίκες, μετά από έναν χωρισμό, κάνουμε αλλαγές στα μαλλιά μας; Πάντα αυτό δε λέμε: «χρειαζόμουν μια αλλαγή», και πιάνουμε τούφες από τα μαλλιά μας με ένα χαζό χαμόγελο, αφήνοντας κι ένα «ουφ» ή «πφ». Πλάκα έχουμε…
- Τρεις μήνες, πάνω-κάτω.
- Ξέρεις τι σήμαναν αυτοί οι τρεις μήνες για μένα; Στάχτες. Μόνο στάχτες απ’ όλα αυτά που είχαν μείνει και τα έκαψα. Δεν είμαι μικρή, ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται. Αλλά δεν είμαι και μεγάλη. Είμαι στη πιο κρίσιμη ηλικία της γυναίκας κάπου ανάμεσα στα τριάντα με τα σαράντα. Και θέλω πολύ να ευτυχίσω.
- Πως; Φεύγοντας; Βάζοντάς το στα πόδια; Επειδή δεν παντρεύτηκες τον μαλάκα;
Χαμογελάει. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να χαμογελάνε, ακόμη κι αν είμαι νευριασμένη.
- Δε με χωράει ο τόπος εδώ. Θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Και ο μόνος άνθρωπος που μ’ ενδιαφέρει να με καταλάβει, αλλά και που θα καταλάβει, είσαι εσύ. Μη μου το παίζεις αρνητική. Αν μη τι άλλο, εσύ κι αν αναζητάς τις αλλαγές. Αν μη τι άλλο, εσύ κι αν θέλεις να ανοίξεις τα πανιά σου και να μπαρκάρεις για άλλους κόσμους. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.
Κοίτα που το Κατερινάκι πάει να μου ανάψει φωτιές…
- Πόσο καιρό έχεις να μιλήσεις με τις άλλες;
Δε τη ρωτάω ποιες άλλες εννοεί. Προφανώς την υπόλοιπη κοριτσοπαρέα του bachelor party. Απαντάω με ερώτηση:
- Να φανταστώ όσο καιρό έχεις να μιλήσεις κι εσύ μαζί τους;
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.
- Εκτός από την αδερφή σου;
Κουνάει πάλι το κεφάλι της, εννοώντας «περίπου ναι».
- Και δεν ήθελες να έρθει κανείς άλλος να σε αποχαιρετήσει, απόψε;
Κουνάει, τώρα, αρνητικά το κεφάλι της. Το πήρε απόφαση να φύγει από την Ελλάδα και να πάει στην Αγγλία. Μάλιστα. Εγώ παίζω με το κουταλάκι της ζάχαρης. «Να μπαρκάρω για άλλους κόσμους»… Τι το θες; Όλο μπροστά μου θα υπάρχει αυτό. Η φυγή. Η μεγάλη φυγή απ’ όλους κι απ’ όλα… Ξεροκαταπίνω κι ανεβάζω παλμούς.
- Κατερίνα, εσύ, όμως, φεύγεις απόψε. Όχι εγώ. Εσύ τους γράφεις στη μουνάρα σου όλους, και όλα. Όχι εγώ.
Πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου, σχεδόν συνωμοτικά.
- Ναι, αλλά εσύ είσαι ήδη φευγάτη. Εδώ και καιρό. Και περιμένω να δω πότε θα ξεσπάσεις μια και καλή.
Δε μου αρέσει που μου το λέει αυτό. Μα την αλήθεια, δε μου αρέσει. Δε θέλω να το παίξω φευγάτη. Δε θέλω να δεχτώ αυτόν τον όρο, τον ρόλο, το όνομα, δε ξέρω τι… απλά δε θέλω να το ακούω αυτό για τη φυγή. Δε θέλω να το ακούω. Είναι… Ω, Θεέ μου, είναι σα να μου βάζουν το εισιτήριο στο χέρι για να τη κάνω μια και καλή και να μαθαίνουν όλοι τους νέα μου μόνο μέσα από μια καρτ ποστάλ…
Ακούγεται η τελευταία αναγγελία για την πτήση της.
- Κι όμως, είμαι ακόμα εδώ. Κι αυτό το Καλοκαίρι…
Δεν απαγγέλνω, σιγοτραγουδώ. Σηκωνόμαστε και απλά κοιταζόμαστε κι οι δυο με βουρκωμένα μάτια. Τι να της ευχηθώ; Τα καλύτερα. Και πιο είναι το καλύτερο από τα καλύτερα;
- Να είσαι εσύ, πάντα, και να τα έχεις καλά με την Κατερίνα, πάντα. Ακούς;
Την αγκαλιάζω και μυρίζω το άρωμά της. Φεύγει. Πριν από εμένα.
- Εσύ μου το έδειξες Έλλη. Εσύ… κι ας μου το παίζεις χαζή σήμερα, κι ας αρνιέσαι τα πάντα… Εσύ μου το έγραψες το Καλοκαίρι στο Λουτράκι, κι εγώ δε έδωσα σημασία τότε, κι έφαγα τα μούτρα μου. Ελπίζω να μην είναι αργά. Δεν είναι αργά, έτσι δεν είναι ρε Έλλη;
Κι όμως, θέλει την επιβεβαίωση από έμενα, για να κάνει το τελευταίο βήμα και ν’ ανοίξει τα πανιά της. Εγώ της έβαλα φωτιές πριν μερικά χρόνια, όταν μου είχε γνωρίσει τον Λεωνίδα. Τότε που ήμουν εγώ, πριν με χάσω. Πριν χάσω τον μπούσουλά μου. Δάσκαλε που δίδασκες, και λόγο δεν εκράτησες. Τρομάρα μου!
Μου δίνει ένα πακέτο στα χέρια μου κι εγώ την αφήνω να φύγει και μετά κολλάω τα μούτρα μου στη τζαμαρία της καφετέριας, όπου μπορώ να καπνίσω, για να βλέπω τ’ αεροπλάνα που φεύγουν. Ένα τσιγάρο, δέκα τσιγάρα, ένα πακέτο. Πάει, θα κλείσει ο λαιμός μου. Και δε θα ΄ναι από τα τσιγάρα ρε γαμώ το. Η Κατερίνα φεύγει για να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή, σε μια άλλη χώρα, μακριά απ’ όλους μας, απ’ όλα εμάς τα «μικρά». Η Κατερίνα μπαρκάρει για άλλους κόσμους, ξένους, καινούργιους. Ποιος; Η Κατερίνα. Αυτή που αποκαλούσαμε συντηρητική και κλανιάρα. Η Κατερίνα που δε ξεμύτιζε πιο πέρα από τον ίσκιο της. Και λίγο πριν φύγει μου ανάβει φωτιές. Ψέματα. Μου αναζωπυρώνει τη φωτίτσα. Πιάνω το πακέτο που μου έδωσε και το ανοίγω Το γαλάζιο λεύκωμα με το ανάγλυφο καράβι που της είχα δώσει πριν χρόνια για τα γενέθλιά της, ένα Καλοκαίρι που παραθερίζαμε στο Λουτράκι. Το ανοίγω και διαβάζω στη πρώτη του σελίδα το «ΙΘΑΚΗ», του Καβάφη που της είχα γράψει, και από κάτω, με τα γράμματα της Κατερίνας: «Σ’ ευχαριστώ έστω και μετά από τόσα χρόνια το λέω με ειλικρίνεια. Συγχώρα με που δε του είχα δώσει σημασία νωρίτερα. Τώρα που φεύγω εγώ, θα γράψεις εσύ εδώ μέσα. Έχεις να γράψεις πολλά εσύ… Ελπίζω να σε δω πάλι. Θα σε περιμένω. Φιλιά, Κατερίνα». Το ξεφυλλίζω μυρίζοντάς τις άδειες σελίδες του.
Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο πηγαιμός για την Ιθάκη…
Γαμώ τη πουτάνα μου, τη δική μου Ιθάκη.
Ακούω τους κινητήρες των αεροπλάνων, τις ρόδες και τα φρένα να στριγκλίζουν. Ποτέ δεν ήξερα αν θα έφευγα με αεροπλάνο, ή καράβι. Ακόμη δε το έχω αποφασίσει…

"Είναι η ψυχή που έχει βγει να πάρει αέρα. Κρατάει μαχαίρι, κρατάει λουλούδια, και κάνει κομμάτια τη καρδιά. Σπάει ποτήρια, χορεύει πάνω στα γυαλιά. Χαράζει τ’ όνειρο, και φώτισε η μέρα. Είναι που βγήκε η ψυχή να πάρει αέρα."

Ανεβαίνω αργά τα σκαλιά, αφού δε μπορώ να τα ορίσω τα πόδια μου πια. Πόσες ώρες περπάταγα; Δε θυμάμαι. Είπα στον ταξιτζή να με αφήσει στην Αγία Παρασκευή κι από ‘κει το πήρα με τα πόδια μέχρι εδώ. Περπάταγα, περπάταγα, μπας και διώξω μακριά το σαράκι, μπας και ζαλίσω, τελικά, τις σκέψεις μου. Περπάταγα και άφηνα τ’ αυτοκίνητα να με προσπερνάνε ελπίζοντας ότι θα πάρουν μαζί τους και τη θλίψη μου. Τη θλίψη μου, που είμαι ακόμα εδώ, με κομμένα τα φτερά, με τα πανιά μου σκισμένα και ψάχνω ακόμα να τα μπαλώσω. Η Κατερίνα έφυγε. Τέτοια ώρα μπορεί να έχει ήδη φτάσει στο Λονδίνο και να αδειάζει τις βαλίτσες της.
Ξεκλειδώνω τη πόρτα και μπαίνω στο διαμέρισμά μου. Το ραδιόφωνο παίζει ακόμα στον σταθμό, το φλιτζάνι του καφέ μου ακόμα πάνω στο γραφείο, η οθόνη του υπολογιχτεί ανοιχτή κι αυτή, με το screensaver να χορεύει πάνω της, και το κόκκινο φωτάκι του τηλεφωνητή να αναβοσβύνει.
Παρατάω τα κλειδιά στο γραφείο, βγάζω το μπουφάν και παίρνω ένα ένα μπουκάλι Chianti Colli Senesi. Το ανοίγω, βάζω σ’ ένα ποτήρι και πλησιάζω στη μεγάλη τζαμαρία και κοιτώ απέναντι. Εδώ είσαι, στη θέση σου. Πες μου, γιατί δεν έχω φύγει ακόμα; Γιατί δε τα βρόντηξα όλα; Γιατί δεν έδωσα μια γερή, να τα σπάσω όλα, και να σηκωθώ να φύγω μια και καλή; Δε μου απαντάς ε;
Με ακούω να μιλάω μόνη μου στην Ακρόπολη. Σιγά μη μου απαντήσει… Από πίσω μου ακούγεται ο Στάθης Δρογώσης μέσα από τα μεγάφωνα του στερεοφωνικού μου. «Όλα είναι δανεικά εδώ… φωτιά, αγάπη, αέρας… αγκάλιασε με μια ζωή, ως το πρώτο φως της μέρας… κι έδειχνες τόσο μόνη…»
Λες να καταντήσω αλκοολική; Κόλλησα από τον γείτονά μου ε; Γελάω μόνη μου και πίνω. Θα μπορούσα να είμαι σαν τους άλλους.

ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Περπατάμε στη μέση του δρόμου, πηγαίνοντας για το αυτοκίνητό του. Πρέπει να είναι γύρω στα μεσάνυχτα. Αυτός δίπλα μου. Τον κοιτάζω που περπατάει δίπλα μου με γρήγορο βήμα. Τον κοιτάζω και συνειδητοποιώ ότι δε περπατάμε μαζί. Αυτός ένα βήμα μπροστά μου, κι εγώ σχεδόν από πίσω του προσπαθώντας να ακολουθήσω τον ρυθμό του, λες και τον κυνηγάω. Αυτός οδηγός μπροστά, κι εγώ από πίσω, πιστός προσκυνητής. Κόβω ταχύτητα, και μετά από τρία-τέσσερα βήματα σταματάω. Εκείνος συνεχίζει και μετά από δέκα μέτρα, συνειδητοποιεί ότι έχω μείνει πίσω. Γυρίζει και με κοιτάει. Τον κοιτάζω κι εγώ. Αυτόν τον άνθρωπο ερωτεύτηκα; Τον κοιτάζω καλά. Και νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό μου, έναν λυγμό έτοιμο να ξεγλιστρήσει από μέσα μου. Γυρίζω λίγο το σώμα μου και κοιτάζω τον ουρανό. Τόσα πολλά αστέρια απόψε! Κι αυτή η ησυχία της κρύας νύχτας! Τον νιώθω να στέκεται να με κοιτάζει απορημένος. Απλά στέκεται εκεί και με κοιτάζει. Δε λέει τίποτα, αλλά είναι σα να μου μιλάει. Σχεδόν, ξέρω τι σκέφτεται. Ρουφάω όσο πιο πολύ αέρα μπορώ μέσα μου, για να μη με αφήσω να κλάψω, μάλλον. Χαμογελάω. Πικραμένο χαμόγελο. Ένα από αυτά τα χαμόγελα που κρύβουν μια πίκρα κι ένα παράπονο.
- Δε θέλεις ποτέ σου να κοντοσταθείς και να χαζέψεις τον ουρανό;
Τον ρωτάω. Κι αυτός κοιτάζει. Αναρωτιέται «τι σκατά την έπιασε τώρα και κάθεται μέσα στο κρύο;».
- Δεν έχεις χρόνο για να χαζέψεις λίγο τ’αστέρια;
Δε θα μου απαντήσει στην ερώτηση, πάλι. Μόνο μένει να με κοιτάζει. Αμφιταλαντεύεται. Να γυρίσει πίσω, κοντά μου, ή να μου πει να συνεχίσω να περπατάω να πάμε επιτέλους στο αυτοκίνητο.
- Όλο τρέχεις. Πάντα μ’ ένα γρήγορο βήμα.
- Έτσι είναι το περπάτημά μου.
Έτοιμο είναι να κυλήσει αυτό το δάκρυ. Κοίτα να δεις που θέλει να τρέξει στο μάγουλό μου μια τόσο όμορφη βραδιά. Και τι την κάνει όμορφη αυτή τη βραδιά; Εκείνος, ή τ’ αστέρια;
Αρχίζει να με πλησιάζει. Τον κοιτάζω και με κοιτάζει. Το περπάτημά του. Το έχω ερωτευτεί αυτό το περπάτημα. Έστω κι αν είναι γρήγορο. Ίσως, γιατί πάντα τον έχω μπροστά μου. Όχι όχι! Δε τον έχω μπροστά μου! Αυτός πάει πάντα μπροστά μου. Κοιτάζω το πρόσωπό του. Το πρόσωπό του… Θέλω να το χαϊδέψω, να παίξω με τα μαλλιά του.
- Δε σου έχει έρθει ποτέ να σταματήσεις και να χαζέψεις τον ουρανό;
Στρέφω το κεφάλι μου πάλι προς τα πάνω. Κι αυτός το ίδιο. Για λίγο.
- Ναι, βέβαια. Και ποιος δε το κάνει; Έλα, πάμε.
Και κάνει να φύγει. Έτσι μου ‘ρχεται να πιάσω ένα αστέρι και να του το φέρω στο κεφάλι.
- Θα γεράσεις γρήγορα κουτέ! Θα περάσει ο καιρός και δε θα έχεις καταλάβει πως πέρασε έτσι γρήγορα και δε χάρηκες τίποτα! Θα μεγαλώσεις και θα νιώσεις πολύ μικρός!
Ένα κρύο αεράκι πέφτει επάνω μου καθώς γυρίζει και με κοιτάζει έκπληκτος. Δε κουνιέμαι από τη θέση μου και ρίχνω το βλέμμα μου στ’ αστέρια. Θεέ μου, είναι χιλιάδες αστέρια εκεί πάνω!
- Πάντα τρέχεις. Πάντα να είσαι στην ώρα σου. Πάντα μέσα στο όριο. Ποτέ δε παραβαίνεις το πρόγραμμα. Όλα είναι ένα συν ένα ίσον δύο. Ούτε μια μικρή παρέκκλιση.
Το χαμόγελο στο πρόσωπό μου μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Και η πίκρα του μαζί. Είμαι ερωτευμένη με έναν ρεαλιστή, τεχνοκράτη, που υπολογίζει το κάθε δευτερόλεπτο της στεγνής ρουτίνας.
Τον κοιτάζω γλυκά. Και περπατάω προς το αυτοκίνητο. Περνάω δίπλα του, τον κοιτάζω φευγαλέα, και ξεκινάει μαζί μου για το αυτοκίνητο. Ένα κουρδισμένο ανθρωπάκι μου έχει κλέψει τη καρδιά.
- Μου τη λες επειδή δε στάθηκα να δω μαζί σου τ’ αστέρια;
- Όχι, καλέ μου. Απλά εύχομαι να βρίσκεις χρόνο και για τα μικρά, αυτονόητα πραγματάκια. Όπως τα αστέρια. Όχι απαραίτητα μαζί μου.
Άλλωστε, πολύ αμφιβάλλω αν θέλεις να δεις τ’ αστέρια μαζί μου. Καλέ μου.
- Τι σ’ έπιασε τώρα;
Έλα ντε, τι μ’ έπιασε τώρα; Α, τίποτα. Απλά συνειδητοποιώ ότι δε πρόκειται να τα έχω όλα στη ζωή μου. Και κυρίως, έναν άνθρωπο που να σκέφτεται και να νιώθει όπως εγώ. Απλά συνειδητοποιώ ότι ερωτευόμαστε, απλά για να ερωτευόμαστε. Και ότι δε σου αρέσει να χάνεις τον χρόνο σου, με τρέλες.
Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κοιτάζω τα αυτοκίνητα στη Κηφισίας. Τους επιβάτες των διπλανών μου οχημάτων. Απ’ όλους (πόσοι να είναι αυτοί που βλέπω απόψε; Χίλιοι; Έστω χίλιοι!) αυτούς τους χίλιους ανθρώπους, πόσοι στάθηκαν μέσα στο κρύο να χαζέψουν λίγο τον ουρανό με τ’ αστέρια απόψε, και πόσοι βιάστηκαν να περπατήσουν γρήγορα για να φτάσουν στο αυτοκίνητο; Φοβάμαι να το πω. Μάλλον, μόνο εγώ. Θα μου πεις, βρε κουτή, αφού θα πας σπίτι σου, στα ζεστά σου και μπορείς να τα χαζέψεις από ‘κει τ’ αστεράκια, τι αγχώνεσαι; Μα δεν είναι το ίδιο. Ήθελα κι αυτός να έκανε το ίδιο με μένα. Θέλε μικρή κι ανόητη! Θέλε! Πως τολμάς να έχεις αυτή την απαίτηση από τον κόσμο, να σκέφτεται και να νιώθει όπως εσύ; Γυρίζω και τον κοιτάζω δίπλα μου που οδηγεί.
Θυσία. Μια μικρή θυσία. Να αφήσεις να κυλήσει ο πούστης ο χρόνος κι εσύ να τον χλευάσεις, να του βγάλεις κοροϊδευτικά τη γλώσσα, και να πεις… ότι δε σε νοιάζει «το πρέπει, το καλό θα ήταν να…». Αχ ρε Φοίβο, τα υπολογίζεις όλα και με κάνεις να νιώθω ότι είμαι μια σπόνδα στο χρονόγραμμά σου. Ας βγεις και μια φορά εκτός προγράμματος. Άφησε λίγο τον εαυτό σου. Αλλά πώς να σου το πω; Θα με πεις ονειροπόλα και τρελή. Αλλά ξέρεις ποια είναι η πλάκα; Έτσι είμαι. Ονειροπόλα και τρελή. Και χαζορομαντική.
Σύνταγμα, Ερμού. Κοντεύουμε να φτάσουμε σπίτι. Τι να γυρίσω να του πω; Να ανέβει επάνω σπίτι με πάρει αγκαλιά; Μήπως δεν είμαι εγώ για εκείνον, κι εκείνος για μένα; Μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Τελευταία γι’ απόψε, γιατί θα με πιάσει μελαγχολία. Εσύ φίλε εκεί πάνω, ξέρεις πόσο πολύ την θέλω αυτή την αγκαλιά. Ξέρεις ότι την ήθελα πάντα. Και ότι μου έλειψε. Όσο και να με αγκαλιάσουν τώρα, δε θα μου είναι αρκετό. Ακόμη περισσότερο, αν είναι κάλπικη αγκαλιά. Τον κοιτάζω από το τζάμι του παραθύρου μου. Δε πιστεύω ότι μου δίνει κάλπικες αγκαλιές. Αλλά δε δίνεται. Θα δοθεί; Ο έρωτας θέλει και ρίσκο. Δεν είναι μετρημένα κουκιά. Δεν είναι ένα συν ένα ίσον δύο. Θέλει θυσίες. Παρεκκλίσεις από το πρόγραμμα. Θέλει χαζολόγημα. Θέλει να το ξενυχτίσεις κι ας έχεις δουλειά την επόμενη το πρωί. Αλλά τι τα σκέφτομαι αυτά; Κακό μου κάνω. Δε κερδίζω τίποτα. Μόνο θλίψη. Και έχω χορτάσει από θλίψη. Αλλά πάντα, πάντα, θα κάνω υπομονή. Θα ανέχομαι. Θα υπομένω. Θα δίνω ευκαιρίες. Μήπως είμαι μαλάκας; Κορόιδο, ίσως; Τι είμαι ρε γαμώ το; Και τώρα που κάνω αυτές τις ερωτήσεις τι καταλαβαίνω; Σάμπως θα μου απαντήσει κανείς;
Φτάσαμε. Χειρόφρενο. Με κοιτάζει κι εγώ του χαμογελάω.
Χαμογελάω, γιατί έχω την ελπίδα, πως μια μέρα δε θα χρειαστεί να κοιτάξω και να ικετέψω για αγάπη, τρέλα και ανισορροπία. Χαμογελάω, γιατί νιώθω ανακούφιση που φτάσαμε πια στο Θησείο, και μόλις βγω από το αυτοκίνητό του, θ’ ανέβω πάνω στο σπίτι, θα βγάλω τα τακούνια, το καλό μου μαύρο φόρεμα και το καλσόν, θα μείνω με τα εσώρουχα, θα μου κεράσω κι ένα κόκκινο κρασί και θα πιω παρέα με τ’ αστέρια μου. Εγώ κι αυτά. Εγώ, αυτά και άλλος μου εαυτός. Και για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή στο αιώνιο πέρασμα του χρόνου, θα αγκαλιάσω τη μοναξιά μου και θα χαρώ τα μικρά και αυτονόητα και δεδομένα, που έχει ξεχάσει προ πολλού ο καλός μου.
Μου χαμογελάει κι εκείνος. Σκύβει και με φιλάει μια, με φιλάει δυο. Απομακρύνει το κεφάλι του και συνεχίζει να χαμογελάει και μου λέει:
- Θα τα πούμε αύριο το πρωί, που θα ξυπνήσουμε.
Τηλεφωνικό ραντεβού. Να του πω να ανέβει επάνω μαζί μου;
- Δεν έρχεσαι επάνω;
Σκύβω προς το μέρος του, για να τον φιλήσω. Με προλαβαίνει και με φιλά μία, με φιλά δύο, λίγο περισσότερο, και μετά μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
- Είναι αργά, μωρό μου. Ανέβα να ξεκουραστείς και τηλεφώνησε μου αύριο το πρωί μόλις ξυπνήσεις.
Να δω πότε θα ξυπνήσεις εσύ, ρομποτάνθρωπε…
Χαμογελάω.

Μικρή Ατλαντίδα

Με τις βαρύγδουπες αναμνήσεις και την ολέθρια δίνη των σκέψεων περνώ ώρες χλευάζοντας τον εαυτό μου. Κι ακόμα αναρωτιέμαι μήπως η αβεβαιότητα που άφησα να γεμίζει τη σιωπή μου, στην ουσία έθαψε και τις τελευταίες προσπάθειες μιας ανώριμης ανακατάντιας.
Οι επάρσεις χάθηκαν και οι απογοητεύσεις έμελλε να διαδέχονται η μία την άλλη…
Κι εγώ, απλώς σιωπώ με τις φλόγες, που να τρεμοπαίζουν.
Οι προπέλες της φαντασίας μου γυρίζουν ασταμάτητα, γλιστρώντας στα νερά μιας δικής μου θάλασσας. Νιώθω χαμένη, σα μια νέα έκδοση της Οδύσσειας. Εγώ, Όμηρος και Οδυσσέας συνάμα, και Ιθάκη – η δική μου Ιθάκη – μια ζωή που δεν έζησα, μα θα θελα να ζήσω, ξέροντας ότι οι πανοπλίες της δε θα οξειδώνονται…

Και η νύχτα με σπρώχνει με κλωτσιές ν’ αρχίσω τον πόλεμο με τις σκέψεις, λες και είναι βαλτή από κάποιον, λες και θέλει απόψε να ταξιδέψω με τα μάτια πάλι κλειστά, με καράβια χωρίς πανιά… Είναι και αυτή θάλασσα που μου μιλάει για τη χαμένη ήπειρο, για κάποια παιδιά που έπαιζαν στην αμμουδιά, και τότε ΄χάθηκαν στον βυθό. Αλλά τα δελφίνια ακόμα θυμούνται τα γέλια τους… Κι εγώ, εδώ πάλι απόψε να χάνομαι στις λέξεις μου…

Φοβάμαι… Και βυθίζομαι…