26.9.06

άσπρη καρέκλα μόνη της

Κάποτε ζωγράφιζα πολύ. Και φωτογράφιζα, επίσης, πολύ.
Δε μιζέριασα ακόμη, ρε σου λέω. Μικρή είμαι άλλωστε. Ακόμη. Ούτε τσατισμένη είμαι, για να ξέρεις. Οι σκέψεις μου μόνο κάνουν χορό πάλι. Χορεύουν ασταμάτητα. Αν το δεις από κάποια άλλη μεριά, αυτό είναι μάλλον καλό. Αλλά εξαρτάται από το πως το βλέπεις. Το φευγάτο είναι δικό μου και δε σου δίνω το δικαίωμα να μου στερήσεις τίποτα. Κάποιος μου ψιθύρισε λόγια για τη μοναξιά σου και λίγος αέρας μου χάιδεψε τα μαλλιά με μυστικά που έλεγαν πως κανείς δε νοιάζεται για σένα. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι κανείς δε νοιάζεται για σένα. Άσε τώρα τις προσδοκίες για τους άλλους.
Who gives you a fuck, anyway?
Και το ξέρω πως σε πονάει αυτό. Αλλά ποιος σου είπε το ψέμμα ότι τα τριαντάφυλλα δεν έχουν αγκάθια; Σκέψου, λοιπόν, αν ο δικός σου κόσμος είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα πόσα αγκάθια υπάρχουν σε αυτόν.
Έλα, σταμάτε με. Δε μου πάει ο ρομαντισμός. Κουβαλάς κι εσύ πολλά, το ξέρω. Αλλά... who gives you a fuck? Νομίζεις ότι θα πάρεις τα εύσημα; Δε σου το είπαν; Στους μαλάκες αποδίδεται το βραβείο της ανοιχτής παλάμης.
Να σου δώσω ένα μυστικό; Find the principles of joy για τον μαλακοεαυτό σου. Και βάλε τους ό,τι χρώμα γουστάρεις εσύ. Και χάρισμά σου η καρέκλα από πάνω. Μία την είχα, αλλά σου τη δίνω. Γιατί αποφάσισα πως άλλα πράγματα είναι να κρατήσω μόνο για τη πάρτη μου. Τί νόμιζες; Ότι τα κρατάω όλα μέσα μου; Έχω απόθεμα, μη σε νοιάζει... Την βλέπεις έτσι άσπρη που τη ζωγράφισα; Της έβαλα και γλάστρες, που έμεινα απότιστες πολλά χρόνια. Λοιπόν, άκου με λίγο. Πάρε τις γαμιδογλάστρες, πέτα τες, κάθισε τη μαλακία που σε δέρνει και μίλα της. Θα μάθεις πολλά. Και θα συνειδητοποιήσει ότι no one gives you a fuck. Τελικά!

24.9.06

Ήταν που λες Σάββατο βράδυ κι εγώ έπινα τις μουσικές στο δωμάτιο με τη κλειστή πόρτα των 7 λέξεων. Τα έλεγα με τη πάρτη μου, καθώς ζωγράφιζα με μαλακό μολύβι το ανθρώπινο στίγμα. Όχι του Philip Roth. Το δικό μου... και ξέρεις κάτι; Πολύ με γουστάρω. Και ξέρεις και κάτι άλλο; Είναι πολύ δύσκολο να αντέξεις τον εαυτό σου. Αλλά όχι ακατόρθωτο, μάγκα μου. Και δε πα ν' ακούσω τα εξαμάξης. Στ' αρχίδια μου. Εσύ να ζεις στα περίπου σου. Ας ζοριστείς. Δεν είναι κακό. Και μη πιάσεις καμιά ατάκα του Νίτσε, που την έχουμε κάνει καραμέλλα βουτύρου, για να μας γλυκαίνει τη πίκρα. The bad taste in your mouth is just yourself. Ήδη λιγόστεψε μια μέρα η ζωή μου. Αλλά και των άλλων. Οι άλλοι, όμως, δε ξέρουν πως τη πέρασα αυτή τη μέρα. Κατάλαβες; Καλά, μην αγχώνεσαι. Κι αύριο Δευτέρα είναι. Ό,τι πρέπει να αρχίσει τη δίαιτα, που έλεγες. Θυμάσαι ρε;
Γαμημένες Δευτέρες!

21.9.06

Μα πόσα κιλά μαλάκας μπορεί να είσαι;...
Ε;...

19.9.06

Πεζόδρομος ή τοίχος;
Πες μου, πόσους τοίχους έχεις σηκώσει τελευταία;
Πες μου, πόσα τείχη βλέπεις να υψώνονται μπροστά σου;...
Μπορείς να γράψεις επάνω σε αυτόν τις ευχές σου; Δεν είναι tricky η ερώτηση. Ξέρω πως συνεχώς αναρωτιέσαι τί σκατά σκέφτομαι, κάθε φορά. Ξέρω πως εκπλήσσεσαι μέσα από μικρά δικά μου, μέρα με τη μέρα. Ξέρω πως πας να χαμογελάσεις από... κρυφή χαρά, αλλά φοβάσαι, μη προδωθείς από... Έλα, ξεκινάμε ταξίδι, δε το έχεις πάρει χαμπάρι;
Ο Καθένας Μπορεί Να Γίνει οποιοσδήποτε...
Εσύ, πόσους μπορείς να γίνεις;
Τί εύχομαι;
Εύχομαι, να είσαι εσύ, μέσα από τη κάθε σου μέρα. Και να μη σε φοβίζουν οι λέξεις μου. Και σου δίνω τον λόγο μου, θα τις προσέχω τις λέξεις μου. Και θα είναι όλο και πιο σωστά σωστές.
Και το χαμόγελό σου με κάνει να νιώθω καλύτερα... keep it that way. Πότε θα ξαναδώ αυτό το χαμόγελό σου; Ξέρεις, εκείνο του νησιού...
Αλλά πες μου, πόσους τοίχους έχεις σηκώσει τελευταία;
Πες μου, πόσα τείχη βλέπεις να υψώνονται μπροστά σου;...
Μικρό βηματάκι, κάθε φορά, να μη σκοντάψει κάποιος. Δε θέλω να σκοντάψει κάποιος. Κι ας είμαι μονόχνωτος άνθρωπος. Μικρό βηματάκι, κάθε φορά. Είτε πρόκειται για πεζόδρομο, είτε πρόκειται για τοίχο.
Μου είπαν πως φόνος θα ματώσει τη νύχτα [...]

Πίσω από το παράθυρο του Νότου τρέμουν οι λευκές κουρτίνες, για ν' αφήσουν τα 2 βιολιά να χορέψουν στους ρυθμούς του συννεφιασμένου ουρανού. Σκοτείνιασε και η μέρα.

Σειρήνες απλώνουν τα φτερά τους και εγκλωβίζουν τα όνειρά σου ανάμεσα στα δε ξέρω, του πρέπει, του θα ήταν σωστό, και με μια γοητευτική φωνή σε αποχαυνώνουν με τραγούδια, κι άντε να ξεφύγεις -να πας πού; Soreno Kavaore.

Αγαπάς κάθε σελίδα, που σε ταξιδεύει. Μετράς ανάποδα μέχρι να φτάσεις στο μηδέν.

Δεν αισθάνεσαι τα χρέη σου ν' αυξάνονται. Ούτε κι αν μειώσεις τα αγχωλυτικά θ' αλλάξεις τον κόσμο, ή τουλάχιστον θα ξεκινήσει να βλέπεις τις ειδήσεις στη tv. Δε παίζει.

Αίμα περιόδου που σιχαίνεσαι+λατρεύεις. Κόκκινη φωτιά, φωτιά μεγάλη που ανάβεις τον πρίγκιπα. Και σιγά μη ξέρω τι σου λέω εγώ τώρα, αλλά σου λέω. Απλά φαντάζομαι το σκηνικό και είσαι λίγο πριν πιστέψεις ολοκληρωτικά και μετά δοθείς από το εσένα στο εμένα.

Γιατί με κοιτάς αποβλακωμένα;

Σημείωμα είναι κι αυτό,

σαν όλα τα άλλα που περιμένουν κολλημένα στον τοίχο δεξιά όπως μπαίνεις.


16.9.06

Take me to the city where simple kind of man are living...

13.9.06

...Όσο περισσότερο ψάχνουμε, τόσο πιο μυστηριώδης γίνεται η ζωή.
Αν με πείραζε, θα σου το έλεγα.
Αλλά καταλαβαίνεις...
Δεν με πειράζει,
Δεν με κουράζει,
Και μου αρέσουν τα ταξίδια.
Περιμένω πολλά ταξίδια, δρόμους ακόμη πολλούς.
Με ακούς;
Ναι, υπάρχουν πληγές που δε γιατρεύει ο χρόνος, που σε σημαδεύουν τόσο βαθιά, που τις κουβαλάς για πάντα...
Αλλά κοίτα με!
Κοίτα πως με ένα τίναγμα του κεφαλιού μου τις διώχνω. Κοίτα πως σηκώνω το φρύδι μου απαξιωτικά στο παρελθόν.
Άκου με!
Άκου πως διαολοστέλνω τους δαίμονές μου, πως τους κάνω να τρέμουν με τα λόγια μου.
Και αγάπε με,
όταν φεύγω κάθε φορά, και χάνομαι.
Πως μαζεύεις τα κομμάτια μιας ζωής;
Πως συνεχίζεις να ζεις, όταν η καρδιά σου αρχίζει να νιώθει ότι δε θα ξαναγίνεις ίδιος;
Χα!
Ξανά κοίτα με!
Ξανά άκου με!
Με τεκίλλες, ή χωρίς. Εσύ διαλέγεις. Εγώ, και με το ζύθο, δε θα πω όχι.
Κεράσματα
είναι και η ζωή,
μαλάκα!
σημείωση: Όταν λέμε "τεκίλλα" εννοούμε "τεκίλα". Τα 2 "λ" πάνε κάπου συγκεκριμένα... χικ!

9.9.06

Stupid girl

- What exactly is being said?
- Που να ξέρω, ρε Τζόναθαν;
Ο Τζόναθαν με κοιτάει από την απέναντι καρέκλα, πίσω από το σχεδόν άδειο μπουκάλι τεκίλλας και τα σφηνοπότηρα. Απόψε, είπαμε πως θα μεθύσουμε. Και όταν μεθάμε πίνω τεκίλλα και όχι μαύρη σαμπούκα. Από τη μέση και πάνω είναι γυμνός, και το καφέ ηλιοκαμένο δέρμα του γυαλίζει από τα φώτα της πόλης. Τα δυο μπράτσα του με χτυπημένα τατού, ο λαιμός τους συνοδευόμενος από χαϊμαλιά, περίεργα και περίτεχνα πάνω από μια πλάκα ασημιού. Τα γαλανά μάτια δυο θάλασσες πεντακάθαρες και τα ατίθασα, αρμυρά ξανθά μαλλιά του να πέφτουν άτσαλα στο σκαμένο πρόσωπό του. Πόσα χρόνια τον ξέρω; Δε θυμάμαι. Ούτε θυμάμαι πόσες τεκίλλες έχουμε κατεβάσει μαζί. Τη σιχαίνομαι τη τεκίλλα. Την αγαπάω μόνο όταν τη πίνω με τον Τζόναθαν.
- Do you love him?
Νομίζω στραβώνει το στόμα μου στο άκουσμα αυτών των λέξεων.
- Τι κουβέντα πας ν' ανοίξεις τώρα;
- Do you think you 're in love with him?
- Γαμώ τα αγγλικά σου παλιομαλάκα ολλανδέ, που χρησιμοποιείς την ίδια λέξη για την αγάπη και για τον έρωτα.
Στρίβει ένα τσιγάρο. Ανακατεμένος καπνός με λίγη σοκολάτα από το μπορντώ σακουλάκι του και μου το προσφέρει. Εγώ κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και το ανάβει μόνος του.
- Don't you want to share things with a man?
- Πολύ tricky η ερώτησή σου, καμένε άρχοντα.
- You do want to share with him, though...
- Μπορείς να μου πεις με σιγουριά κάτι για εκείνον;
Ο Τζόναθαν γελάει δυνατά. Εγώ ανάβω έναν πρίγκιπα.
- I bet he wants too...
- Ναι... το μουνί μου, ίσως. Και τα φιλιά μου. Και το χθες μου. Και του φόβους μου.
- Isn't that enough?
- Με ποιανού το μέρος είσαι, ρε;
Τραβάει μια γερή τζούρα από το τσιγάρο που έχει φτιάξει και με κοιτάει μέσα από τους καπνούς που αφήνει να γλυστρίσουν γαργαλιστικά από μέσα του.
- Noone's... You?
- Ε;
Δίκιο έχει. Εγώ με ποιανού είμαι;
Κοιτάζω την Αθήνα που ξενυχτάει. Με ποιανού το μέρος είμαι; Γιατί δε μπορώ να πω πως είμαι μόνο με το δικό μου. Πιάνω με το αριστερό μου χέρι το σύστοιχο γόνατο. Πάλι με πονάει. Και θυμάμαι πως έβαζε το χέρι του μαλακά επάνω του και μου το ζέσταινε και με πονούσε λιγότερο.
- Why don't you call him?
- Δε γίνεται.
- Why not?
- Είναι με την άλλη τώρα. Και μάλλον περνάει καλά. Αλλιώς θα μου είχε τηλεφωνήσει εκείνος. Αλλά δε με πήρε τηλέφωνο. Δεν υπάρχει λόγος να τους ενοχλήσω.
- Listen to yourself.
- Ναι, ξέρω. Είμαι πολύ ηλίθια γκόμενα.
- Yes, you are.
- Και βολική.
- Indeed.
- Και έχουν αρχίσει και αναβοσβύνουν τα φωτάκια γύρω από τη μεγάλη ταμπέλα στο μέτωπό μου, που γράφει ΜΑΛΑΚΑΣ.
- ...
- Σε λίγο θα μου παραγγείλουν και μεγάλους προβολείς για να φαίνεται και από πιο μακρυά.
- ...
- But, that's fucking me Jonathan.
- So, you are in love with him. Does he deserve it...?
- Do I deserve it?
- Pity...
- Pity?
- Have a drink, or kill your self.
- Έχεις άλλο μπουκάλι στο ψυγείο;
Μου γνέφει καταφατικά κι εγώ γεμίζω στα σφηνοπότηρα. Cheers man. Cheers to you too. Άσπρος πάτος. Γεμίζω και τη δεύτερη γύρα στο καπάκι. Έτσι πίνουμε με τον Τζόναθαν. Δυο γύρους μαζί. Cheers man. Cheers to you too. Άντε και καλή Κούβα. Άσπρος πάτος.
- You need time.
- Για ποιον μιλάς τώρα;
- For both of you, you little bitch!
- Ναι. Ο καθένας για τους λόγους του.
- Don't you have the same reasons?
- Ναι. Αλλά και ο καθένας χωριστά τους δικούς του.
Πόσες μέρες παιδεύομαι να κοιμηθώ; Το σώμα μου πονάει και το μυαλό μου συνεχίζει να κάνει ταξίδια παράξενα.
- So, what exactly is being said?
Κοιτάζω τον Τζόναθαν και κλείνω τα μάτια μου. Ρίζνω το κεφάλι πίσω, να κρέμεται από τη πολυθρόνα και ρουφάω μεγάλες δόσεις αέρα.
- Να κάνω υπομονή, θα περάσουν οι μέρες, θα είμαστε πάλι μαζί. Όταν θα γυρίσει...
Δε θέλω να ανοίξω τα μάτια μου. Δε θέλω να το περάσω μόνη μου. Αυτό θα του πω.
- You 're smiling again.
- Και γιατί όχι;
- Tough girl.
- Stupid girl...
Μαντατοφόρος
μπήκε στο δωμάτιο πρωί-πρωί
Τον άφησα να χορεύει καταμεσής
-τι αρμονικές κινήσεις-
να περιεργάζεται τα πράγματα του γραφείου.
Στάθηκε για λίγο στη καρέκλα μέχρι που φύσηξε ελαφρύ αεράκι από το παράθυρο του Νότου κι άρχισε πάλι τους χορούς του,ήρθε κοντά μου
και μετά αποκαμωμένος
κατέληξε στη πιο κρυφή γωνιά, πίσω από τη βιβλιοθήκη...

8.9.06

Φίλος είσαι εσύ
που σ' είχα πιότερο για συγγενή;...
Πως κατάντησες έτσι, ρε κακομοίρη
και καλά ο στην άκρη λιγομίλητα σοφός παρατηρής
αλλά στην ουσία
ο χωρίς ουσία;
Ή να πω καλύτερα το
ποιος σε άλλαξε και τώρα όλο βέλη μου πετάς, πήρες τη γόμα κι επιδεικτικά με σβύνεις από τη λίστα που όσες φορές κι αν την άλλαξες ήμουν πάντα εκεί;...
Φίλος είσαι εσύ
που ό,τι έφτυνες έγινες και δεν είσαι πια της κάστας μας;
Που ξενυχτάς + παρεϊζεις με τα μουνάκια που ποθείς να γαμήσεις αλλά δε μπορείς ν' αγγίξεις πια γιατί είσαι ένα 'παντρεμένος';
Που ήσουν ο σκληρός ο άντρας ο αληθινός
και τώρα
μεταποιήθηκες σε γάιδαρο δεμένο;

όλοχάχανακαιγλύκεςκαιδήθενφιλοσοφίες

Μια σταλιά, τόσο δα
έγινες ανθρωπάκο, ΆΚΟΥ!

Φίλος είσαι εσύ
που σε είχα ανάγκη αλλά πεθαμένος
στον άλλο κόσμο περπατάς υπνωτισμένος;...

Δεν είσαι εσύ πια.
Ζήσε αλλού
Ζήσε καλά -αυτό με νοιάζει
Ζήσε όπως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ονειρευόσουν ό,τι ήθελες κι όχι όπως ζεις τώρα...
Μαλάκα, τι σε ποτίσανε;

4.9.06

Όχι, θέλω να μου το πεις εσύ...
Να μου πεις την άποψή σου. Ξέρω τι θα μου πεις, απλά για πρώτη φορά θέλω να το ακούσω κι όλας. Είναι περίεργο –μάλλον- το ότι ενώ αγάπησα τις λέξεις ποτέ δεν ήθελα να τις ακούω. Τις αγάπησα γραμμένες. Όχι όταν ακουγόντουσαν. Δε μου αρέσει να τις ακούω. Και τώρα κάνω υπομονή. Τώρα, δηλαδή τόσο καιρό που κάθομαι και ακούω όλους. Γιατί είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Πολύ. Τέλος πάντων. Θέλω να μου πεις εσύ τώρα. Ξέρεις σε τι αναφέρομαι. Και αυτή τη φορά το θέλω να ακουστεί. Να ακουστούν μία προς μία η κάθε λέξη. Για πρώτη φορά, θέλω να μη τις διαβάσω σε χαρτί ή στις πράξεις. Θέλω να τις ακούσω. Για πρώτη φορά, νιώθω και θα σιγουρευτώ για όλα αυτά, αν τα ακούσω από εσένα. Γιατί σου έχω εμπιστοσύνη. Το γαμημένο το ένστικτό μου μού το υποδεικνύει. Και ξέρεις, το εμπιστεύομαι. Πάντα, άλλωστε. Τί σκέφτεσαι; Τους δικούς σου φόβους, ή τους δικούς μου; Σκέφτεσαι, το ξέρω. Άραγε, σκέφτεσαι πόσο παιδί είμαι, ή πόσο παιδί δεν είμαι; Φοβάσαι. Το ξέρουμε αυτό. Τί φοβάσαι; Πάνω-κάτω, το ξέρουμε και αυτό. Το ξέρουμε; Αν το ξέρουμε, ευθύνεσαι εσύ. Ή θαρρείς πως το ψυχανεμίστηκα. Εντάξει, κάτι είχα καταλάβει. Ίσως και περισσότερα από αυτά που θέλαμε να πιστεύουμε. Το θέμα είναι... ποιο είναι το θέμα; Υπάρχει θέμα, ή απλά το δημιουργώ από μόνη μου; Μήπως με άφησες να το δημιουργήσω μόνη μου; Μήπως το δημιουργήσαμε μαζί; Λοιπόν, υπάρχει θέμα; Ή κάποιου το μυαλό μαλακίζεται και κάποιος άλλος κρυφογελάει; Λες; Κι άμα; Ε, κι άμα τότε στα αυτά μας. Στα αυτά μας; Μήπως μας καίει και δεν είναι ακριβώς στα αυτά μας; Όχι, δεν είναι ακριβώς στα αυτά μας. Φόβος. Ένα είδος φόβου. Δικός μου, δικός σου, φόβος κι άλλου κόσμου. Ένα είδος. Από αυτούς τους ύπουλους, που δε φαίνονται από την αρχή φοβιστικοί. Που δε σου γεμίζουν το μάτι. Κι, όμως, είναι. Είναι από αυτούς τους φοβιστικούς. Είναι από αυτούς που σε πιάνουν σε ανύποπτη στιγμή και χάνεις τον μπούσουλα. Όχι από εκείνους που έχουν να κάνουν με τα μεγάλα έντομα που κάνουν δυνατό βόμβο και θα σε τσιμπίσουν και θα πονέσεις. Από τους άλλους τους φόβους. Που δεν έχουν αντίκρυσμα σε υλικό. Είναι από τους άυλους φόβους. Τους χειρότερους. Που κάποιοι μπορεί να περάσουν στην αντίπερα όχθη με τέτοιους φόβους. Αλλά είπαμε. Εγώ αντέχω. Έτσι δεν είπαμε; Έτσι δε το ζύγισες; Έτσι δε το ζυγίζουν όλοι; Εγώ αντέχω. Έτσι δε λένε τόσα χρόνια; Αυτό δε πιστεύουν; Ή απλά αυτό θέλουν να πιστεύουν γιατί τους βολεύει; Θα μου πεις τελικά; Θέλεις χρόνο. Και ποιος δε θέλει; Εγώ ξέρεις πόσο χρόνο θέλω; Όσο δε πάει ο νους σου. Και ο νους του διπλανού σου μαζί. Αλλά αντέχω, ξαναείπαμε. Με έχεις δει να κλαίω; Δε θέλεις να με δεις να κλαίω. Μάλλον, νομίζεις πως δε κλαίω. Όλοι αυτό νομίζουν. Ή θέλουν να νομίζουν. Κι εγώ δε τους δείχνω αν κλαίω. Μάλλον το αντίθετο. Μάλλον ότι αντέχω. Πόσο αντέχω, όμως; Έχεις αναρωτηθεί; Νομίζω πως αναρωτήθηκες. Θα αναρωτηθείς πάλι. Μπορεί να μπεις και στη διαδικασία να με τεντώσεις, για να δεις μέχρι που αντέχω. Η μαλακία είναι πως αντέχω. Τελικά. Κι ενώ αργοπεθαίνω από το πολύ τέντωμα, ξανανιώνω, γίνομαι πιο δυνατή και αντέχω παραπάνω στο τέντωμα. Είδες; Τελικά, μάλλον, αντέχω. Αυτό δε σου λέω τόση ώρα; Με ακούς; Όχι. Δε με ακούς. Γι’ αυτό έχεις κάποια κενά στην εικόνα σου για μένα.

Γιατί δε σηκώνομαι να φύγω; Να πάω στον βόρειο πόλο, να παγώσει και το μέσα μου, να μην αισθάνομαι τίποτα. Γίνεται; Όλα γίνονται, μου λες. Άρα γίνεται κι αυτό. Ε, τί πάει να πει ‘παίζει και να μη γίνεται’; Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ποτέ δε το ήθελες, ισχυρίζεσαι. Κι όμως, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως αυτό να φταίει. Το ότι λειτουργούσες με δύο μέτρα και δύο σταθμά, κι ας φαίνεται πως ακολουθούσες για όλα μια κοινή νοοτροπία. Δείξε μου έναν άνθρωπο που ΠΟΤΕ στη ζωή του δε λειτούργησε με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μπορείς; Δε μπορείς. Μάλλον.

Μπορείς να μου πεις τις λέξεις;
Μπορείς; Μπορείς; Μπορείς;
Θέλεις; Θέλεις; Θέλεις;
Φοβάσαι. Ναι, φοβάσαι. Δεν είναι κακό αυτό. Όχι, όχι. Δεν είναι κακό. Κακό είναι να υπάρχει ένας άνθρωπος χωρίς αδυναμίες. Χωρίς αδυναμίες. Και χωρίς να υποκύπτει –ενίοτε- σε αυτές. Φόβος. Δυνατός φόβος.

Ξεροκατάπια. Και η φωνή μου συνεχίζει να είναι γλυκιά. Και ό,τι κι αν βγει από τους φόβους, πάλι γλυκιά θα είναι. Γιατί μαζί με τους φόβους μαζεύω και τις αμαρτίες. Κι αντί να ζητήσω αγκαλιά, θα προσφέρω τη δικιά μου. Και μετά αναρωτιέμαι πως αντέχω. Παίρνω την ενέργεια του άλλου. Μάλλον.

Μου είπαν πως τα μάτια μου είναι θλιμμένα. Κι ας λάμπω, λένε, από ευτυχία -έχε χάρη που μαύρισα και μου πάει. Αυτό δεν είναι και πολύ ισορροπημένο, ε; Γιατί χαμογελάω πάντα; Γιατί πάντα δίνω ευκαιρίες; Και γιατί συνεχώς ανεβάζω τα όρια μου; Γιατί παίρνω πάντα βαθειά ανάσα και συνεχίζω για το ακόμη πιο πέρα; Γιατί μου ρίξατε τέτοια κατάρα; Γιατί μου ρίξανε κατάρα; Γιατί να με καταραστούν; Που είναι η δικιά μου νεράιδα, που θα μου τη ξορκίσει; Που σκατά βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια; Που θα τη βρω τη πόρτα της υπομονής να τη κλείσω, επιτέλους; Ποιος υπάρχει να με ακούσει, χωρίς να μιλάω και να με καταλαβαίνει; ΜΗ! Μη το πεις! Μη το ξεστομίσεις! Αυτό δε θέλω να το ακούσω, γιατί το ξέρω πια, και φοβάμαι πως πάει πολύ και πως θα στραβώσει η νεφέλη και θα βρέξει στραβά.

Πες μου, λοιπόν.... Πες μου, κι ας είναι, πάλι θα αντέξω εγώ, πάλι θα φάω τους φόβους και τις αμαρτίες άλλων, πάλι θα βαρυστομαχιάσω, πάλι σιωπή θα επικρατήσει στο μυαλό μου με τα δισεκατομμύρια ήχους.

Άλλωστε, κάθε φόβος κρύβει μια ευχή.

2.9.06

let it flow...

Ακούς ακόμα τους ψύθιρους της θάλασσας; Ξεχωρίζεις ακόμα την γαλήνη από την ησυχία σ' εκείνο το μέρος; Θέλεις ακόμη να γυρίσεις πίσω και να ζήσεις στη Λήθη;
Μπήκα στο αυτοκίνητο σήμερα και συνειδητοποίησα πως δε θυμάμαι να το οδηγώ. Έβγαλα τα σανδάλια και οδήγησα ξυπόλυτη, έβαλα και δυνατά τη μουσική, κατέβασα τέντα όλα τα παράθυρα να με χτυπάει από παντού αέρας και χαμογέλασαν και τα μάτια μου κάτω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Ρυθμικά χτύπαγε το χέρι στο τιμόνι και παίξανε όλα τα τραγούδια το ένα μετά το άλλο λες και κάπιος βάλθηκε να μου κάνει χοντρή πλάκα σήμερα. Ας όψεται που είμαι σκληρό καρύδι, αν και το μουρμούρισα καθώς ντυνόμουν "δεν είμαι από σίδερο". Αλλά αντέχω, μου λένε. Ο μαλάκας, αντέχω.
Οι προσδοκίες μου -σου το είπα αυτό;- περιορίζονται σε απλά καθημερινά πράγματα. Ε, για μία φορά ακόμα δε θα μιλήσω για τις διακοπές μου. Χαλάλι. Για τους φόβους μου πότε θα μιλήσω δε ξέρω ακόμη.
Θα πληρώσω δολοφόνο να σκοτώσει τις σκέψεις μου.
"Fight it!" προτροπή ή συμβουλή ήταν αυτό; δεν είμαι σίγουρη για να απαντήσω.
Αν χαθώ -έχεις καταλάβει άραγε πως χάνομαι;- θα είναι σίγουρο χάσιμο. Και θα γελάω ηδονικά!
Just let it flow.
Και να σκεφτείς πως δεν είμαι κανας τύπος large. Τι μαλακία ατάκα αυτή... της μοδός του 2006, μάλλον. Δε γαμιέται;
Άμμο δεν έφερα μαζί μου. Κουβάλησα όμως το μεγάλο βότσαλο.
Α, μη ξεχάσω... δε θα ποστάρω φωτογραφίες από τις διακοπές μάλλον. Θα τις κρατήσω για τη πάρτη μου. Περίεργα νιώθω.
Let it flow.
Και όλοι θα αναρωτιούνται. Ε, στ΄αρχίδια μας. Στ' αρχίδια σου. Στ' αρχίδια του.
"Αγερωχιά". Πλάκα έχει. Ακούγεται περίεργα όταν τη λέω αυτή τη λέξη. Δε ξέρω αν τη γράφω και σωστά. Αλλά δεν έχει και σημασία. Ποιος θα τη καταλάβει;...
Άφησα γραπτά και DNA εκεί. Άραγε τον χειμώνα πως να είναι; Ξέρω... όμορφα... απλά όμορφα.
let it flow,
σου ξαναλέω μπας και το εμπεδώσει το μικρό μου μυαλό.
let it flow,
που να με πάρει και να με σηκώσει.