19.12.06

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ*

Τί θέλεις να γράψεις πραγματικά; πόσα πολλά θέλεις να πεις; κι όλα αυτά που σκεφτόσουν καθώς έβλεπες τις ράγες να φεύγουν ανάποδα; και γιατί δεν έκλαψες; μήπως νομίζεις πως δε φαίνεται στα μούτρα σου; πάλι θα σταθείς υπεράνω; τί σκατά θα γίνει με τη πάρτη σου; δε χρειάστηκε πολύ ώρα για να καταλήξεις στο ίδιο συμπέρασμα της αρχής, έτσι δεν είναι; εύχεσαι να έχεις και μια δεύτερη ζωή για να προσέξεις με τις ευχές, αν και πολύ φοβάμαι ότι τα ίδια θα ευχηθείς και σ' αυτή. Μα τα ίδια ακριβώς, που να με πάρει! Όλα τα πιστεύω σου επιβεβαιώνονται με αριθμητική ακρίβεια... κι ας αγχώνεται η αναπνοή σου να βρεις κάποιον να προειδοποιήσεις να μη κάνει τις ευχές. Όχι, δε μετανιώνεις για όλα αυτά που σκέφτηκες τότε και πιάσανε σαν ευχές, όμως, νιώθεις responsible στο να σώσεις -είναι σωστή η λέξη, άραγε;- κάποιον άλλο που πάει, τίνει, δείχνει πως θα σκεφτεί τα ίδια και, τρόπω τινά, θα τα ευχηθεί. Δεν είναι επειδή τα θεωρείς λάθος. Αν το πίστευες θα το σταμάταγες εδώ και τώρα. Δε θα συνέχιζες, ρε παιδί μου! Θα έλεγες, λάθος είναι, μαλακία, βάζω στοπ εδώ και τώρα. Αλλά δεν είναι. Είναι... απλά είναι δύσκολο. Δύσκολα. Θέλουν γερό στομάχι. Θέλουν αρχίδια. Θέλουν αντοχή. Θέλουν ανάστημα. Θέλουν... αγερωχιά. Και, ας το παραδεχτούμε, δε τα έχουν όλοι όλα αυτά, κι ας πιστεύουν πως τα έχουν. Σου το έχω ξαναπεί, άλλωστε. Η ψευδαίσθηση του τι είσαι και τι μπορείς να κάνεις/αντέξεις/αντιμετωπίσεις είναι μια παγίδα που δύσκολα μπορείς να της ξεφύγεις. Γι' αυτό χαίρομαι που αντιμετωπίζεις αυστηρά τον εαυτό σου, κι ας πιστεύουν κάποιοι πως απλά τον ρίχνεις και τον υποτιμάς. Αλλά να, μωρέ... πλησιάζει τα όρια του άδικου. Μερικές φορές, νομίζω πως μπορεί και να τα ξεπερνάει. Είναι σκληρό γαμίσι, ξέρεις. Μπορεί να πονέσεις, μπορεί να πονάς για καιρό, κι αν το σκαρί σου δεν είναι και πολύ γερό μπορεί να μην αντέξεις και να σου βγουν... ε, δε ξέρω τι μπορεί να σου βγουν. Εσύ... δε ξέρω, βρε παιδί μου. Ηδονίζεσαι με αυτό; Δε σε είχα κόψει για ατομάκι τύπου μαζόχα. Δεν είσαι μαζόχα, τώρα μη λέμε μαλακίες. Αλλά, να.... πως το αντέχεις; Εννοώ.... δε πονάς; Δε μπορεί! Πονάς, ρε πούστη μου! Αλλά εκεί, συνεχίζεις. Βέβαια, φοβάμαι πως θα σκληρήνεις κι άλλο. Κι ας είσαι μαλακό ζυμαράκι, κατά βάθος. Χαμογελάς, ε; Κάτι κρύβεις, εσύ, δε με γελάς. Τί; Το πλήρωμα; Ποιο πλήρωμα; Σε χρυσό; Όχι, ε; Αγκαλιά σε πήρα σήμερα; Όχι;;; Έλα να σε πάρω αγκαλιά. Έλα ρε... κοιτά να δεις που δεν έρχεται και απλά με κοιτάζει... γιατί με κοιτάζεις έτσι; συμβαίνει κάτι; δηλαδή; ναι, έτσι είναι.... εγώ... έχεις δίκιο! εγώ είμαι ο εαυτός σου. Ναι, εσύ μιλάς σε εσένα μέσω εμένα για εμένα δηλαδή για εσένα σε εσένα. Το ξέρω πως δε μπερδεύτηκες. Δε θα μπορούσα, άλλωστε, να σε μπερδέψω, δηλαδή να μπερδέψω εμένα, τον ίδιο σου τον εαυτό, με εσένα. Για σένα τα λέω. Για να μη μου πεις πως δε με σκέφτομαι. Πως δε με υπολογίζω. Πως ενδιαφέρομαι για μένα. Πως δε με αγαπάω. Με αγαπάς. Κι εγώ σε αγαπάω. Πως θα μπορούσα, άλλωστε, να μη με αγαπάω. Γι' αυτό σου τα λέω, για να τ΄ ακούω εγώ. Έλα, χαμογέλα μου. Μου αρέσει να μου χαμογελάω... παίζει και το αγαπημένο μας κομμάτι στο ραδιόφωνο. Άντε να καταλάβουν οι άλλοι, ε;
Θάλασσα τα δάκρυα και πλέεις με καράβι βαρύ σε κόσμους δικούς σου και με κοράλια τα μαλλιά σου και πυξίδα τα μάτια σου κι απλώνεις τους χάρτες σου σεντόνι στο κορμί των ταξιδιών σου κουλουριασμένο στη γωνιά με τους δαίμονες ενός παιδιού ενήλικα πριν πιάσει τα χίλια χρόνια και παραμύθι τα δελφίνια σου ψυθιρίζουν στης Αθήνας τα λατρεμένα σοκάκια πηγαίνοντας με το βαπόρι για τη Νικαρία να μαζέψεις κι άλλα μεγάλα βότσαλα να βαρύνουν οι τσέπες σου μπας και ζυγιάσουν το μπουκαλάκι στο λαιμό της ψυχής σου ανεκτίμητης αξίας υπομονή και θαυμασμό στην έκθεση της σκηνής του θεάτρου που κανείς ποτέ δε θα καταλάβει ούτε θα μυρίσει την αρμύρα...
* επειδή δε ξεχνάω το ταξίδι και παραμένει σταθερή αξία και πιστεύω

18.12.06

Bloody Monday instead of Sunday...

Ο προηγούμενος διευθυντής μου -αυτός στο προηγούμενο τμήμα που ανήκα- σιχαίνεται τις Δευτέρες. Κάθε Δευτέρα πρωϊ, αμέσως μετά το ξύπνημα, όταν ξεκινάω για τη δουλειά τον θυμάμαι και χαμογελάω και με πείθω πως θα ξορκίσω αυτό το κακό αυτής της κακής μέρας. Σήμερα, βέβαια, το ξόρκισα από τη Κυριακή αφού δε κοιμήθηκα το βράδυ και τώρα μου φαίνεται σα μεσημέρι. Ήρθα στην εταιρία, έφτιαξα καφέ, κανείς στους ορόφους, ό,τι πρέπει για να ακούσω μουσική και να βαράω τα πλήκτρα χωρίς να μιλάω σε κανέναν, χωρίς να ενοχλώ τη συνέχεια της ανωνυμίας και της μοναχικότητας. Γιατί, το έχουμε ξαναπεί βρε φίλε, είμαι μονόχνωτος άνθρωπος. Άσε με μόνη μου και θα τη περάσω ζάχαρη. Καφέ και τσιγάρο να έχουμε και είμαστε μια χαρά... Α! Και μουσική! Ναι, ναι. Μουσική, δυνατά, συνέχεια, και χαμόγελο. Από αυτά τα μεγάλα, και συνάμα διακριτικά.

Είναι αυτός ο καιρός περίεργος. Θέλω να πω, αυτή η χρονική περίοδος. Χάνομαι στις στιγμές, βυθίζομαι, ταξιδεύω, πλέω, τρέχω και νιώθω μια ηδονή. Καλό το σεξ, αλλά η ηδονή του πνεύματος είναι κάτι άλλο. Τσάμπα μαστούρα -το κλέβω από τον Τζιμάκο.

Τί έλεγα, μωρέ;
Α, ναι. Για τις Δευτέρες. Και για τη μαγεία της στιγμής αυτής, που σύντομα θα τελειώσει. Δε σου είπα ότι σύντομα θα τελειώσει; Μόλις.

Πάντως, ειδικά τις Δευτέρες, είναι άλλο πράγμα να είσαι παρατηρητής το πρωϊ που ο κόσμος 'ταξιδεύει' για τη δουλειά του. Ή για τις δουλειές, γενικώς. Είδα 2 παρανοϊκές -μα σου λέω παρανοϊκές- φάτσες στον υπόγειο. Είδα και κάτι τρελλαμένα σκυλιά στον δρόμο. Είδα και κάτι σκύλες, που πάλι δε πηδήχτηκαν εχθές Κυριακή και θα τη πληρώσουν οι υφιστάμενοι τους. Καλά, ούτε κι εγώ πηδήχτηκα εχθές, αλλά γαμώ τη πουτάνα μου -ποια; τη πουτάνα μου- δεν είμαι έτσι. Θα μου πεις, είμαι νέα ακόμα. Αχμ... είμαι γριά από τα οχτώ μου, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Τεσπα... οι συνάδελφοι, σιγά-σιγά, μαζεύονται. Τους έλειψα, λόγω της αναρρωτητικής άδειας της περασμένης εβδομάδας (αρχίδια αναρωτική ήταν, αφού και τη Τρίτη ήρθα στο γραφείο μέχρι αργά, και τη Τετάρτη το βράδυ έτρεχα στου διαόλου το πέταμα για να... ε, τέλος πάντων, για δουλειά). Μαλακίες τους έλειψα. Σίγουρα, όμως, ήμουν αλλού. Και συνεχίζω να είμαι αλλού.

Έρχονται και οι γαμημένες οι γιορτές. Είκοσι τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν έγινε κάτι για να τις συμπαθήσω.

Συμπάθα με, αλλά αυτός δεν είναι Χειμώνας. Και ξέρω τον λόγο. Είπαμε, φέτος τον Χειμώνα δε θα τη βγάλουμε όπως-όπως. Δεν είναι στο χέρι του να μας γαμήσει. Στο κάτω-κάτω, τα χρόνια δε τα μετράμε με χειμώνες, αλλά με Καλοκαίρια. (για σένα Νατάσσα, επειδή καταλαβαίνεις) Άσε που εχθές μίλησα και με έναν γνωστό Σουηδο και μου είπε πως ούτε εκεί έχει χιονίσει, και είναι μία εβδομάδα πριν από τα πως_τα_λένε_να_δεις...

Να σου πω... Δεν είμαι εδώ.

Σε αφήνω τώρα, γιατί, είπαμε, Δευτέρα είναι, είμαι και στο γραφείο, καταλαβαίνεις...

14.12.06

Αίμα από το αίμα για το αίμα

αν αντέχεις

πόσο αντέχεις;

δεν θα αντέξεις

ατύχησες


Αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα αγκαλιάζουν απαλά το κολονάτο ποτήρι με το πορφυρό κρασί. Ίδιο χρώμα με τα νύχια. Το ίδιο γιαλιστερό, το ίδιο προκλητικό και σκοτεινό. Ο λεπτός καρπός αποκαλύπτεται κάτω από το μεταξωτό μανίκι του μαύρου πουκάμισου με τα κεχριμπαρένια κουμπιά. Κουμπιά που κλείνουν το άνοιγμα του πουκαμίσου μέχρι λίγο πιο κάτω από το στήθος, τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλύπτει διόλου χυδαία αλλά, συνάμα, προκλητικά το πλούσιο στήθος της. Δε φοράει σουτιέν. Στις ιδιωτικές της στιγμές ήθελε να είναι ελεύθερη από τους καθωσπρεπεισμούς και τους τύπους του πρωτοκόλου. Έπειτα, δεν είχε ανάγκη τον στηθόδεσμο. Ένα στητό στήθος, όσο βαρύ, σα το δικό της δεν είχε ανάγκη από τησρίγματα και στηθοσυγκρατήρες. Και ειδικά τις στιγμές αυτές, που απολάμβανε το quanti τις μικρές ώρες, δε φόραγε τίποτα άλλο εκτός από το άρωμά της. Μόνο απόψε φόρεσε αυτό το πουκάμισο, γιατί ένιωθε να κρυώνει από το ελαφρύ αεράκι της πόλης, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο του ρετιρέ της. Στην αρχή, ένιωθε να ζεσταίνεται από την έξαψη αυτής της νύχτας, όμως, λίγη ώρα πριν ένιωσε ένα ρίγος, ένιωσε να μαζεύεται το σώμα της, επιδερμίδα της να κρυώνει. Άρχιζε η στιγμή αδυναμίας. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πίνει το κρασί, και συνέχισε μέχρι και το τέταρτο ποτήρι. Μπορεί και να κατάφερνε να ζαλίσει τις σκέψεις της, τα γεγονότα, να αποχρωματίσει το κόκκινο του αίματος που το είδε να ξεπιδάει σα πίδακας από τον λαιμό του πάνω στο άσπρο, μαρμάρινο δάπεδο, σ’ αυτό που θα έπεφτε βαρύ το σώμα του μετά από λίγο χάνοντας και τις τελευταίες αισθήσεις του, ακουμπόντας τα χείλη του στη μικρή λίμνη από το δικό του αίμα, που ολοένα και μεγάλωνε. Να διώξει το βλέμμα του από πάνω της, από τις έλικες του μυαλού της. Το βλέμμα της έκπληξης για τη κίνησή της, το βλέμμα της απορίας και του φόβου μπροστά στο τέλος της διαδρομής και της πύλης του θανάτου.

Έφερε το ποτήρι στα άσπρα χείλη της, το κράτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα, και με μια απότομη κίνηση άφησε το κόκκινο υγρό να γαργαλίσει τον ουρανίσκο της και να χαθεί μέσα στο σώμα της. Μετά το ακούμπισε κάτω, στο μαρμάρινο δάπεδο, λυγίζοντας το καρπό της, αυτό τον καρπό που θα το χαρακτήριζες σχεδόν εύθραυστο, που δε θα υπολόγιζες ποτέ με τη δύναμη θα μπορούσε να μπήξει το μαχαίρι του σερβίτσιου της προγόνης της στον λαιμό εκείνου. Τα αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα χαλάρωσαν κι άφησαν το ποτήρι μόνο του. Ανέβηκαν προς το μέρος της, στο σώμα της και χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό της, μέχρι το πιγούνι, ακολούθησαν της κρυφή γραμμή του λαιμού της, ένιωσε τον ασθενικό σφυγμό της κάτω από τη λευκή επιδερμίδα, συνέχισε στο στήθος της, μετά στα κεχριμπαρένια κουμπιά του πουκάμισου. Εκεί σταμάτησε. Έφερε και το άλλο της χέρι σε αυτό το σημείο, και περίμενε να ακούσει κάποιο ήχο έξω από το παράθυρο, ήχο της πόλης, γνώριμο, συνηθισμένο. Αφουγκράστηκε λίγο ακόμα. Έκλεισε και τα μάτια της για να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην αίσθηση της ακοής. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μόνο μια γλυκιά αίσθηση ότι δεν ακουμπά πια στο μαύρο, βελούδινο ανάκλιντρο, αλλά σα να πετάει. Σα να έχει φύγει κι αυτό το λίγο βάρος του λιλιπούτειου σώματός της. Απλώνει πάλι το χέρι της, σπάει τον καρπό της, τεντώνει τα δάχτυλά της πάνω από το πάτωμα με το ποτήρι, σχεδόν ψαχουλεύει για να το βρει. Δε το βρίσκει, αλλά ακουμπάει ένα ζεστό υγρό. Γέρνει το κεφάλι της κουρασμένα στο πλάι, ανοίγει με δυσκολία τα πράσινα μάτια της και βλέπει γύρω από το ποτήρι τη λίμνη με το δικό της αίμα.

«Πρόλαβε το κάθαρμα, να με σκοτώσει...»







5.12.06

Ψήνομαι στον πυρετό. Ακόμη και τώρα στο γραφείο, που βρίσκομαι για να τελειώσω την οικονομική και τεχνική προσφορά. Μόνο ο Π. είναι στον όροφο, αλλά δεν έχει καταλάβει πόσο κομμάτια είμαι. Ξύπνησα στις 3:30 τα ξημερώματα. Ξαπλωμένη ακόμα έβγαλα το ρολόι από το χέρι μου και το άφησα να πέσει στο πάτωμα. Έπεσε και ακούστηκε ένα "γκουπ" δυνατό, αλλά λόγω πυρετού ακούστηκε στα αυτιά μου ακόμα πιο δυνατό αυτό το "γκουπ'. Ένιωθα όλο μου το σώμα να με πονάει κι άρχισα να τρέμω. Ανέβαινε ο πυρετός και δε μπορούσα να ξανακοιμηθώ. Σηκώθηκα να πιω νερό και να χαπακωθώ. Πέρασαν 2 ώρες χωρίς να με πάρει ο ύπνος. Δε θα είχε και νόημα, άλλωστε, αφού στις 6, ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να σηκωθώ. Και τώρα πρέπει να σηκωθώ από το γραφείο και να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Είπε ο Γ. πως θα έρθει να με πάρει να με στο σπίτι. Νομίζω πως θα βουλιάξω στο κάθισμα και απλά θα τον ακούω να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει κι εγώ να ζω τον πυρετό μου, να είμαι μεταξύ δύο κόσμων, να οδηγεί με το στιγάρο, τα πάντα παρά τρίχα τρακαρίσματα, κι εγώ δε θα αντιδρά, θα βουλιάζω ολοένα και περισσότερο στο κάθισμα, θα σφίγγω τα χέρια μου, που τρέμουν και θα τον ακούω, αλλά δε θα ακούω τίποτα απολύτως. Θα βλέπω τα φώτα των άλλων αυτοκινήτων, θα ακούω από μακριά την σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου, θα μου έρχονται σκόρπιες οι κουβέντες της Κυριακής, θα μελαγχολήσω, θα αναρωτηθώ πόσο θα αντέξω, θα διαλέξω πάλι το να ρισκάρω, πάλι θα με ρίξω. Λες και είναι σκάρτο παιχνίδι, ρε παιδί μου.Το ξέρω, αλλά εγώ εκεί. Και θα υπάρχω, για να βουλιάζω στο κάθισμα, να τρέμω, να παραλληρώ, κι ο Γ. δίπλα μου να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει.
Και μετά, πας να μου πεις πως ο άνθρωπος αλλάζει.
Δεν αλλάζει, ρε φίλε. Χώνεψέ το. Κι εγώ, που υποτίθεται ότι το έχω χωνέψει από πολύ νωρίς, σε μικρή ηλικία, κοίτα με. Κοίτα με, σου λέω. Δε βλέπεις κάτι, το ξέρω. Αν καταφέρεις και δεις, πάντως, ρε μπαγάσα, θα σε παραδεχτώ.
Κρυώνω. Τρέμω.
Τελικά, που και που, χρειάζεται ο πυρετός για να γράφεις, να μιλάς, να ακούς, να βουλιάζεις...
Θα γυρίσω σπίτι, στο σπίτι των τόσων δωματίων, που μου είναι εντελώς άχρηστα.
Άχρηστα.
Τις διαβάζεις τις λέξεις;
Να τις διαβάζεις.
Σε φιλώ.

29.11.06

Περιμένω να έρθει να με πάρει το ταξί για να πάω σπίτι. Έχω ανάψει και τσιγάρο, και το κοιτάζω να καίγεται στο μεταλλικό τασάκι. Ο όροφος άδειος, ίσως, και όλο το κτίριο. Αν δεν είχα την διαδρομή της μιάμισης ώρας για να γυρίσω σπίτι, θα καθόμουν κι άλλο. Μάλλον να γράψω όσα δεν έχω καταφέρει να πω μέρες τώρα. Και είναι πολλά, ρε φίλε. Είναι πολλά. Έχει μαζευτεί όλο το πλήθος των γιατί μέσα στο κεφάλι μου, τα "κοίτα να δεις, που πάλι εγώ θα τη πληρώσω τη νύφη", "πάλι στο μονόπλευρο θα καταλήξουμε", "για μία ακόμη φορά θα περιμένω και θα αναμένω"... Να σου πω κάτι, όσο περίεργο κι αν σου ακουστεί, έχει κι αυτό την ομορφιά του. Έπειτα, αν αναλογιστείς πως δεν έχω μετανιώσει ακόμη για ό,τι σκατό κι αν έφαγα στη μάπα, ξέρω πως θα είμαι σκληρή. Ναι, η μαλακία είναι πως μάλλον με τη πάρτη μου θα είμαι σκληρή. Όπως και να 'χει, δεν έχω μάθει τι πάει να πει "βάζω μυαλό". Αλλά αυτόν τον μαζοχισμό, τελικά, τον γουστάρω, γιατί με κάνει να είμαι καθαρή με τη πάρτη μου.
Ξέρεις, έχει αλλάξει το πρόσωπό μου. Μάλιστα, έχει σκληρύνει και αφεντιά μου, τελευταία. Το χειρότερο, όμως, είναι που συνεχίζω κατά βάση να είμαι ένα μικρό παιδί, που δε ζητάει πολλά, αλλά θέλει αγάπη, στοργή κι ένα νανούρισμα να κοιμηθεί. Όχι, για να ξέρεις, πως τα σκληρά καρύδια είναι πρώτα απ' όλα σκληρά με τη πάρτη τους, και απόλυτα στερημένα άτομα από στοργή.
Με πονάει το γόνατο, και δε μπορώ να κατέβω ούτε τη σκάλα. Χάλασε και το γαμημένο το ασανσέρ. Τη πουτάνα μου μέσα!
"Και για το πείσμα σας, γουρούνια, θα αντέχω!"

21.11.06

πΟΙος Είπε πως ήρθΕ το τέλΟς;
Για ποιο τέλΟς μου μιλΑς;
πΌτε ήτΑν η τελευτΑιΑ φορΑ;
πάλΙ μισΌλογα
πάλΙ εδΏ στην εκκίΝΗσΗ
δεν έφυγα
δε θα φύγω
δε θα χαθώ
δε θα ξεχάσω

13.11.06

"Βάλ' το, όταν βρέχει, να τ' ακούς"

Έφτασε η ώρα να κλείσει ο κύκλος.
Γιατί πάντα, όταν είναι να ξεκινήσω να γράφω σε word document, η πρώτη μου κίνηση είναι να ρυθμίσω το justify, ώστε το κείμενό μου να είναι ¨ευθυγραμμισμένο¨και από τις δυο πλευρές; Στην αρχή του και στο τέλος του, σε κάθε σειρά; Γιατί ακόμη και τα χειρόγραφά μου είναι, συνήθως, έως και πάντα, ευθυγραμμισμένα; Αφού, κατά βάση, είμαι ανισόρροπο άτομο... Γιατί μου αρέσει να ακούω δυνατά τις μουσικές; Γιατί μου ξεφεύγουν χαμόγελα, όταν ακούω τις μουσικές που μου αρέσουν; Και γιατί πάντα μου άρεσαν τα κομμάτια που είχαν βιολί; Μήπως είμαι κι εγώ βιολί; Μπα. Το βιολί είναι ευγενικό όργανο. Εγώ δεν είμαι ευγενική. Αυτό έχει μια ποιότητα. Εγώ – κι ας είπαν κάποιοι το αντίθετο- δεν έχω ποιότητα. Χύμα. Αλλά, θα μου πεις, πως το χύμα δε πάσχει, απαραίτητα, από την έλλειψη ποιότητας. Τέλος πάντων, Σάββατο βράδυ είναι και δικαιούμαι να λέω ό,τι μαλακία θέλω. Στο κάτω-κάτω, πάντα μου έδινα το δικαίωμα να γράφω ελεύθερα. Ό,τι και όπως. Θα το έγραφα.

Έλα, χαμογέλα. Αφού, κατά βάθος αυτό θέλεις. Να χαμογελάς, και να γελάς!

Πως γίνεται, ρε γμτ να χάνω μερικές φορές το χαμόγελό μου; Αφού πάντα σε αυτό γυρίζω. Πάντα. Ακόμα κι αν θυμώνω, ακόμη κι αν με λυπίζουν πράγματα. Όπως εχθές, που διάβασα τα κείμενα –παλιά κείμενα- ενός ανθρώπου που τον είχα ξεχωρίσει. Ο ¨εκτός στατιστικής¨... Ο άνθρωπος, που μου έμαθε να ανοίγω το παράθυρο του αυτοκινήτου και να διώχνω «ό,τι μου καίει τη ψυχή». Αυτός που πρώτος κατάλαβε πόσο με γέμιζε και είχα ανάγκη, και δε χρειαζόταν να το δικαιολογήσω, ούτε να εξηγήσω το πως και το πότε, και χωρίς να με ρωτάει πολλά-πολλά, να κοιμάμαι τα βράδια στο αυτοκίνητο κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας, στο Σουνιάκι, στη παραλία της Αναβύσσου, στην αρχαία Τανάγρα. Αυτός, που έκλεισε τα πάντα, χάθηκε, δεν είπε ένα γεια, δε μου έδωσε την ευκαρία να τον δω να χαίρεται, δε πρόλαβα να σηκώσω το ποτήρι με τη τεκίλλα και να του πω «στην υγειά σου, ρε μπαμπά». Μου έμειναν μόνο οι θύμησες, κάποια κείμενα, ένα βιβλίο ¨από το δικό του κόσμο¨, το μαύρο παλτό για τις νύχτες χωρίς ονείρατα, κι ένα πικραμένο χαμόγελο για το παιδικό χεράκι που θέλει να κλείσει στην χούφτα του...κάποτε. Αστεία-αστεία, θα παραμείνει ο μπαμπά μου. Ο σαλιάρης, ο μπούρδας, ο μεγάλος μικρός γίγαντας με τη ψυχή του παιδιού που έδειρε εκείνον τον μαλάκα τον ελληνάρα στη Θησέως –εκείνος ξέρει για ποιον μιλάω- που μου έδωσε λίγη μυρωδιά από το Πέραμα, κι ένα δικό μου (ΔΙΚΟ ΜΟΥ) πέρασμα στο ακρόνειρο.

Κύκλους κάνει η πουτάνα η ζωή. Θα σε δω ρε, αλλά θα έχεις γεράσει. Και τότε, θα σε ρωτήσω, ξέρεις τι, και να δω τι απαντήσεις θα μου δώσεις.

Α, και που ‘σαι. Δε θα ξαναμιλήσω για σένα. Ακόμη κι όταν θα βρέχει, και θα το βάζω να το ακούω.-
Σάββατο, 11 Νοεμβρίου... μεταφερόμενο, όμως, σήμερα αφού εχθές δεν ένιωθα τ΄σοο σίγουρη αν θα το ανέβαζα. Αλλά το ανέβασα, πράγμα που σημαίνει πως δε το μετανιώνω, όποια μουσική κι αν ακούσω από 'δω και πέρα.

7.11.06

Μισό αυτό, μισό εκείνο, μισό και το άλλο, μισογεμάτο, μισοάδειο, μισό και το παλιό, μισό και το καινούργιο, μισό ό,τι πήρα, μισό ό,τι βρήκα, μισό λεπτό....
Τίποτα ολόκληρο, ούτε καν η χαρά. Ούτε η παιδική χαρά. Ούτε ξεγνιασιά. Ούτε το δόσιμο. Ούτε η μέρα.
Λες να πάω να περπατήσω; Λες να τ’ αφήσω όλα στη μοίρα; Ποια μοίρα; Ποιο fate; Ποιο γαμημένο fate; Ρε, με δουλεύεις;
Θέλω.
Τώρα.
Το ζητάω.
Αν και αύριο, πάλι, θα γίνω ανεκτική. Τον θυμό θα τον πνίξω. Τον λαιμό απλά θα τον κοιτάξω πάλι απελπισμένα για σημάδια. Θα ψάξω, σχεδόν με απόγνωση, στο βλέμμα για να σιγουρέψω πως το ένστικτό μου είναι λάθος, να πιστέψω το ψέμμα, που δεν είναι ψέμμα, απλά είναι η έλλειψη παραδοχής και έκφρασής της αλήθειας.
Γιατί έχω μεγαλύτερα αρχίδια από εσένα, κι από τους άλλους, κι ας έβαλα τα κλάμματα, κι ας ζητάω αγκαλιά, κι ας κρύβομαι στα χάδια, κι ας........
Μετά ποιος πούστης θα μου πει πως είμαι κολλημένη με τις ευχές και τους φόβους; Ας τολμήσει κάποιος! Ας βρει το κουράγιο να έρθει να μου το πει. Να με κοιτάξει κατάματα άμα μπορεί και να μου το πει. Λες να τα καταφέρει; Όχι. Αχμ. Πίσω από τη πλάτη μου μπορεί, αν με κοιτάξει στα μάτια όμως όχι. Γι’ αυτό λέω πως δε δέχομαι καμία δικαιολογία για το παρελθόν του οποιουδήποτε. Μα καμία. Και τρώει ένα χοντρό ¨χ¨ όποιος προβάλλει σα δικαιολογία για τη συμπεριφορά του το χθες του. Έλα να σου πω κι εγώ για το χθες μου ρε και θα δεις πως θα το βουλώσεις το ριμάδι σου. Ξέρω, δε θα πιστέψεις μία από όσα σου πω. Αλλά ξέρεις κάτι; Στ’ αρχίδια μου. Ή όλα, ή τίποτα. Άμα μπορείς.

1.11.06

Κοιτάς ακόμα έξω από το παράθυρο; Ή μήπως σταμάτησες να χαιρετάς τα σύννεφα και τους ανέμους; Μήπως ξέχασες πόσα χρόνια υπήρξες φτερό; Πότε μίλησες τελευταία φορά στη θάλασσα; Όχι, όχι δεν αναφέρομαι σε εκείνη την προχθεσινή, που νόμιζαν πως δε περνούσες καλά. Είχες να τη δεις καιρό και αναρωτιόσουν πόσο κοστολογήται η θέα της. Εκείνο το απόγευμα έπιασες τον εαυτό σου να σκέφτεται όπως κάποιος άλλος χιλιόμετρα μακριά, και σκεφτόσασταν τα ίδια πράγματα.
Αναστενάζεις καθώς περπατάς, ή καθώς κοιτάς το άπειρο. Ποιο άπειρο; Το δικό σου μικρό και τεράστιο, συνάμα, άπειρο. Πως γίνεται αυτό; Μπορείς να το εξηγήσεις; Όλα μπορούν να εξηγηθούν, όλα και το ξέρεις καλά. Αλλά θέλεις να μένει και κάτι έξω από τις εξηγήσεις.

Πότε είπαμε πως έκλαψες τελευταία φορά; Ε, ναι. Εχθές. Αλλά πριν από χθες; Πολύ καιρό πριν. Μην ήταν χρόνια; Δε γαμιέται; Πάλι μέσα σου θα τα κρατήσεις. Πάλι μέσα σου θα τα κουβαλήσεις. Πάλι δε θα θέλεις να δώσεις εξηγήσεις. Τα γαμίδια, τα γαμίδια που σε τρώνε από τότε. Σπαστικό, μαλακισμένο, μικρό κι ανόητο κοριτσάκι που πάντα έδειχνες δυνατή γυναίκα, ολοένα και πιο δυνατή. Τί κατάλαβες; Τί είπες πως κατάλαβες; Νόμιζα πως κάτι είπες...
Κάποιος περπατούσε στο δρόμο με βροχή, το βράδυ. Με βροχή να ρίχνει στα θέλω σου και να μουχλιάζει τα όνειρά σου. Ξανά δυνατές μουσικές, αλλά τώρα με τ' ακουστικά στ' αυτιά. Ένα τσιγάρο να καίει στο τασάκι, ανοιχτό παράθυρο μπας και παγώσει το δέρμα σου, μπας και νιώσεις το δέρμα σου.
Κάποιος κάθεται και αφουγκράζεται το διπλανό διαμέρισμα, ακούγεται ένα σκυλί να γαυγίζει για τους δικούς του λόγους στον ακάλυπτο. Δε μου λείπει καν το δωμάτιο με το παράθυρο στο νότο. Και δε με νοιάζει αν με αποκαλούν τυφλοπόντικα, επειδή τριγυρίζω στο σπίτι χωρίς φώτα, και με τα παράθυρα κλειστά.
Ευχές, όνειρα, μονοπάτια, πολλοί και ατέλειωτοι δρόμοι, γυναικεία φωνή με παραμυθένια φωνή να σε ταξιδεύει, φόβοι, κιθάρες δυνατές. λόγια, λέξεις, ψυχές να μονολογούν, άλλες να χλευάζουν, ύφος σαν υφάκι, τσούλα που το παίζει αρχοντογυναίκα, ένα γαμίσι στη γωνία, άλλο ένα κάτω από τους κρυστάλινους πολυέλαιους, παγωμένα μαρμάρινα δάπεδα, χρυσός, ακούσματα από σαξόφωνα, ομιλίες, επιδείξεις, ταξιδευτής...

Somewhere is my dearest drifter...

Ποιες μελωδίες αγάπησες;
Ποιες φωνές;
Ποιες λέξεις;
Έλα να ρίξουμε μια μπουνιά, μια κλωτσια σε ό,τι σου καίει τη ψυχή.
Στο τέλος-τέλος, τέλος θα μείνει και υα θέλω σου μια παρθένα γυναίκα, που δεν έζησε, δε γεύτηκε, δε πόθησε αφού δε δοκίμασε...
Μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, μπορώ να αλλάξω, αλλά πάντα εγώ η ίδια θα παραμένω.
Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, γράφε μέχρι να τελειώσει το λευκό, μέχρι να μη μείνει άλλος γραφίτης, πέτα και τη γόπα μακριά, τίποτα δε θα σβήσουμε, τίποτα δε θα παραλλείψουμε.
Μπορώ να νιώσω, κι αυτό μου λέει ακόμα πολλά. Μπορώ να αγαπήσω και να μισήσω πολλά, και να χαμογελάσω, αν και έχω καιρό πολύ να γελάσω δυνατά. Έλα, μη με ρωτάς τι έχω. Έχω αυτό που είχα πάντα. Ένα ζαλισμένο μυαλό, που ψάχνει, και που δείχνει σα χαμένο. Τουλάχιστον, δε κοιτάζω πια κάτω τα πλατανόφυλλα στον δρόμο μου. Απλά τα ακούω, όταν πατάω επάνω τους. Τα ακούω κι έχω ένα χαμόγελο. Αχνό μερικές φορές, αφού την ηδονή σου δε θέλεις να τη δείχνεις πάντα.

Έκλαψα βουβά χθες μέσα στο μέγαρο μουσικής.



25.10.06

ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;...
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;...
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;...

Πάμε να γίνουμε μελισσοκόμοι; Είσαι να παίζουμε στον pc μέχρι να μη μπορούμε να κρατήσουμε ανοιχτά τα μάτια μας, μέχρι να γίνουν κυβάκια μετά από τόσες ώρες μπροστά στο μόνιτορ, και τα χέρια μας να πονάνε από το τέντωμα με το ποντίκι; Και μετά να κάνουμε έρωτα μέχρι το πρωί, σα να έχουμε μόλις ξυπνήσει, και να κλείσουμε τα μάτια μας αγκαλιασμένοι, την ώρα που θα χτύπαγε το ξυπνητήρι για να πάμε για δουλειά; Θέλεις να είμαστε παιδιά, πιο παιδιά και από τα παιδιά;
Είναι ζωή αυτή; Όχι, πες μου φοβιστικέ, είναι ζωή αυτό;;;;;;;;;;;;

Που είσαι;.....

Διάβασέ με, και θα καταλάβεις κι άλλα πολλά. Μήπως είμαι πιο φοβιστική από εσένα;...

Που είσαι, ρε γαμώ το;...

24.10.06

I Strong My Voice

Άκουσα σήμερα άνθρωπο να μου λέει πως θέλει να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα του. Χαμογέλασα. Σε όλους είπα ¨ναι¨ σήμερα. Κύλησαν οι ώρες με εμένα ήρεμη και συγκαταβατική και να αδειάζω, αλλά να συνεχίζω να κοιτάω τον κόσμο στα μάτια. Δεν έχω να κρύψω κάτι. Αν με ρωτήσεις θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Εσύ με εμένα, κόσμε, δεν είσαι. Μάλλον, δε το αντέχεις ακόμα. Οι αντοχές διαφέρουν.
Τώρα μιλάω με εμένα. Αυτές τις ώρες της ημέρας μιλάω με εμένα. Έβαλα δυνατά μουσική, κι ας κοιμούνται οι γείτονες. Ας κάνει κάποιος μαλάκας το λάθος να μου κάνει παρατήρηση. Ας έρθει να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας, για να μου ζητήσει να χαμηλώσω τη μουσική. Όχι, δε γουστάρω να βάλω ακουστικά. Θέλω να ακούγονται δυνατές + ελεύθερες οι σκληρές ροκ μουσικές από τα μεγάφωνα του στερεοφωνικού.
Η μέρα μου ξεκίνησε στις 6 το πρωί. Κι αύριο το ίδιο. Αύριο μάλιστα θα ντυθώ κάτι σαν γυναίκα. Μέχρι το τέλος της ημέρας, θα είμαι αυστηρά επαγγελματίας. Το βράδυ που θα γυρίσω σπίτι, θα με κοιτάξω στον καθρέφτη, και τότε θα σου πω πως αισθάνομαι. Το βράδυ μου είναι πιο εύκολο να λέω αλήθειες. Επίσης, όταν είμαι επάνω στη μηχανή. Ή όταν τρώω χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο. Ή όταν μυρίζω θάλασσα.
Πούλημα και ξεπούλημα. Τόσα χρόνια απλά αγοράζω. Μήπως για λίγο διάστημα να αρχίσω να πουλάω κι εγώ; Στο χαλαρό. Στα παπάρια μου, που λέει και ο μαρινάρης.
Νύσταξα νωρίς σήμερα. Με κούρασε η μέρα νωρίς, με απόκαμε εκεί στο μεσημεράκι, κατέβασα τα μούτρα μέχρι το βράδυ.
Ευτυχώς, υπάρχουν και οι μουσικές. Και, σήμερα, ξαναμύρισα καμμένο λάστιχο και χαμογέλασα, ένιωσα να ζεσταίνονται οι γάμπες μου, τίναξα τα μαλλιά πίσω στο φανάρι της Συγγρού.
Πέσανε και μαζεμμένα κείμενα που διάβασα αυτές τις μέρες, λες και ήταν βαλτά να μου κλωτσήσουν το ενδελεχές του είναι μου, που είχε αρχίσει να καμπουριάζει και να μουχλιάζει σα κωλόγρια.
Μήπως είμαι μόνο λόγια, ρε φίλε;
Να ανακατέψω πάλι μπύρες με τεκίλα;
Θα σου πω σύντομα.

Βαθιά ανάσα

Αντισυμβατικότητα και συμβατικότητα.
Κινήσεις βάσει πρωτοκόλλου,
σπάσιμο νεύρων,
Οκέι
ο κώλος σου να καίει,
ποιο βοήθημα;
μιλάς στον Θεό ενώ προσεύχεσαι;
άρχισε το κυνήγι για τις μπεκάτσες
μιλάνε για παραγγελίες,
πρηξαρχήδες του κερατά
κοιτάζω τα νούμερα για να δω πόσο νούμερο είμαι κι εγώ,
ποιος κατάλαβε; ποιος θα καταλάβει;
πες μου, πες μου, πες μου...
μήπως να το κλείσω το ριμάδι, να το σταματήσω να ρολλάρει;
τί κοιτάς ρε;
κοίτα πως κατεβαίνει τη σκάλα,
ομολόγα, από ποιο μοναστήρι είσαι,
έλα καλή μου τσουλίτσα, θα τα καταφέρεις!

14.10.06

ΔΩΜΑΤΙΟ 902




Πέφτεις βαριά στο κρεβάτι, μπρούμυτα να κρύψεις το πρόσωπό σου, κι ένα σώμα δίπλα σου σε ακουμπά, σε χαϊδεύει, περιμένει υπομονετικά και σε κοιτά διερευνητικά. Τί να πεις; Τί να μιλήσεις; Για τα άγχη σου; Για τους φόβους σου; Μυρίζει άσχημα η ανάσα σου, βγάζει τη μαυρίλα σου προς τα έξω, θέλεις τσιγάρο, ακούς τους ήχους της πόλης από το μισάνοιχτο παράθυρο του ξενοδοχείου. Το σώμα σου πονά από το βάρος της ψυχής σου. Μάλλον τα κατάφερες καλά αυτή τη μέρα, αλλά εσύ έχεις βαρύνει. Βάρος, αναστεναγμός. Θέλω να κάνω ένα ντους, να βγάλω αυτά τα ρούχα, που δε μου πάνε. Μα σου πάνε, σε γοητεύουν. Δε πάνε με το μέσα μου, όμως.
Θα με προτιμούσα με άσπρα μακριά μαλλιά + μπλε δέρμα + γαλάζια ελεκτρικ μάτια.
Θα προτιμούσα να πάρω τους δρόμους και να πάω να μυρίσω θάλασσα.
Σε παίρνει αγκαλιά, χαμογελάς, κλείνεις τα μάτια σου, σε μυρίζει, αγαπάς.
Αγκαλιά, αγκαλιά, αγκαλιά, αγκαλιά........

9.10.06

Έμεινα απλά να κοιτάζω έναν γκρίζο γάτο πάνω στο σκουπιδοντενεκιέ της γειτονιάς. Κολοκοτρώνη & Αγαμέμνωνος γωνία. Βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω, μέρα μελανιασμένη να σιγοκλαίει, και το μάτι μου έπεσε στον χοντρό γάτο, που ψαχούλευε στη ζιμπάλα* το μεσημεριανό του. Ούτε το ψιλοβρόχη τον νοιάζει, ούτε του βρωμάνε τα σκουπίδια. Με αργές κινήσεις έψαχνε, όπως μπορεί να ψάξει ένας γάτος, που τα έχει γραμμένα όλα στ' αρχίδια του. Τι ρόλο βαράω τις τελευταίες μέρες; Θέλω ένα ταξίδι να κάνω. Κι ας είναι και για δουλειά, δε με νοιάζει. Κάποια ώρα- έστω μια ώρα- θα βρω λίγο χρόνο να δω τί γίνεται και με μένα. Μπορεί και ψαχουλεύοντας μέσα σε καμιά ζιμπάλα στη Σαλονίκη, ή στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου με τα μαλλιά μου να σγουραίνουν από την υγρασία και ο καπνός του τσιγάρου μου να μην ανεβαίνει ίσια. Ξημερώματα, χωρίς χαμόγελο, με καθαρό νου έτοιμο να ζαλιστεί πάλι από τα γνώριμα... Άμα έχω και καφέ, θα είναι πολυτέλεια πια. Εκεί έχω φτάσει. Να μη ζητάω πολλά, μέχρι που μια μέρα θα ζητήσω όσα δε βάζει ο νους τους. Αλλά γιατί να με φτάσουν μέχρι εκεί; Γιατί να τους αφήσω να με φτάσουν εκεί; Είναι αυτό που λέγαμε. "Ο Δεδομένος", ο Μαλάκας, ο έλα-δε-παθαίνει-τίποτα... Την νιώθεις την αλλαγή; Εγώ νομίζω πως είσαι ο μόνος άνθρωπος, που βλέπει την αλλαγή. Και ο μόνος που τη χαίρεται κιόλας... Φοβιστικέ!

*ζιμπάλα= δημοτικός σκουπιδοντενεκές στα κασιώτικα...

26.9.06

άσπρη καρέκλα μόνη της

Κάποτε ζωγράφιζα πολύ. Και φωτογράφιζα, επίσης, πολύ.
Δε μιζέριασα ακόμη, ρε σου λέω. Μικρή είμαι άλλωστε. Ακόμη. Ούτε τσατισμένη είμαι, για να ξέρεις. Οι σκέψεις μου μόνο κάνουν χορό πάλι. Χορεύουν ασταμάτητα. Αν το δεις από κάποια άλλη μεριά, αυτό είναι μάλλον καλό. Αλλά εξαρτάται από το πως το βλέπεις. Το φευγάτο είναι δικό μου και δε σου δίνω το δικαίωμα να μου στερήσεις τίποτα. Κάποιος μου ψιθύρισε λόγια για τη μοναξιά σου και λίγος αέρας μου χάιδεψε τα μαλλιά με μυστικά που έλεγαν πως κανείς δε νοιάζεται για σένα. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι κανείς δε νοιάζεται για σένα. Άσε τώρα τις προσδοκίες για τους άλλους.
Who gives you a fuck, anyway?
Και το ξέρω πως σε πονάει αυτό. Αλλά ποιος σου είπε το ψέμμα ότι τα τριαντάφυλλα δεν έχουν αγκάθια; Σκέψου, λοιπόν, αν ο δικός σου κόσμος είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα πόσα αγκάθια υπάρχουν σε αυτόν.
Έλα, σταμάτε με. Δε μου πάει ο ρομαντισμός. Κουβαλάς κι εσύ πολλά, το ξέρω. Αλλά... who gives you a fuck? Νομίζεις ότι θα πάρεις τα εύσημα; Δε σου το είπαν; Στους μαλάκες αποδίδεται το βραβείο της ανοιχτής παλάμης.
Να σου δώσω ένα μυστικό; Find the principles of joy για τον μαλακοεαυτό σου. Και βάλε τους ό,τι χρώμα γουστάρεις εσύ. Και χάρισμά σου η καρέκλα από πάνω. Μία την είχα, αλλά σου τη δίνω. Γιατί αποφάσισα πως άλλα πράγματα είναι να κρατήσω μόνο για τη πάρτη μου. Τί νόμιζες; Ότι τα κρατάω όλα μέσα μου; Έχω απόθεμα, μη σε νοιάζει... Την βλέπεις έτσι άσπρη που τη ζωγράφισα; Της έβαλα και γλάστρες, που έμεινα απότιστες πολλά χρόνια. Λοιπόν, άκου με λίγο. Πάρε τις γαμιδογλάστρες, πέτα τες, κάθισε τη μαλακία που σε δέρνει και μίλα της. Θα μάθεις πολλά. Και θα συνειδητοποιήσει ότι no one gives you a fuck. Τελικά!

24.9.06

Ήταν που λες Σάββατο βράδυ κι εγώ έπινα τις μουσικές στο δωμάτιο με τη κλειστή πόρτα των 7 λέξεων. Τα έλεγα με τη πάρτη μου, καθώς ζωγράφιζα με μαλακό μολύβι το ανθρώπινο στίγμα. Όχι του Philip Roth. Το δικό μου... και ξέρεις κάτι; Πολύ με γουστάρω. Και ξέρεις και κάτι άλλο; Είναι πολύ δύσκολο να αντέξεις τον εαυτό σου. Αλλά όχι ακατόρθωτο, μάγκα μου. Και δε πα ν' ακούσω τα εξαμάξης. Στ' αρχίδια μου. Εσύ να ζεις στα περίπου σου. Ας ζοριστείς. Δεν είναι κακό. Και μη πιάσεις καμιά ατάκα του Νίτσε, που την έχουμε κάνει καραμέλλα βουτύρου, για να μας γλυκαίνει τη πίκρα. The bad taste in your mouth is just yourself. Ήδη λιγόστεψε μια μέρα η ζωή μου. Αλλά και των άλλων. Οι άλλοι, όμως, δε ξέρουν πως τη πέρασα αυτή τη μέρα. Κατάλαβες; Καλά, μην αγχώνεσαι. Κι αύριο Δευτέρα είναι. Ό,τι πρέπει να αρχίσει τη δίαιτα, που έλεγες. Θυμάσαι ρε;
Γαμημένες Δευτέρες!

21.9.06

Μα πόσα κιλά μαλάκας μπορεί να είσαι;...
Ε;...

19.9.06

Πεζόδρομος ή τοίχος;
Πες μου, πόσους τοίχους έχεις σηκώσει τελευταία;
Πες μου, πόσα τείχη βλέπεις να υψώνονται μπροστά σου;...
Μπορείς να γράψεις επάνω σε αυτόν τις ευχές σου; Δεν είναι tricky η ερώτηση. Ξέρω πως συνεχώς αναρωτιέσαι τί σκατά σκέφτομαι, κάθε φορά. Ξέρω πως εκπλήσσεσαι μέσα από μικρά δικά μου, μέρα με τη μέρα. Ξέρω πως πας να χαμογελάσεις από... κρυφή χαρά, αλλά φοβάσαι, μη προδωθείς από... Έλα, ξεκινάμε ταξίδι, δε το έχεις πάρει χαμπάρι;
Ο Καθένας Μπορεί Να Γίνει οποιοσδήποτε...
Εσύ, πόσους μπορείς να γίνεις;
Τί εύχομαι;
Εύχομαι, να είσαι εσύ, μέσα από τη κάθε σου μέρα. Και να μη σε φοβίζουν οι λέξεις μου. Και σου δίνω τον λόγο μου, θα τις προσέχω τις λέξεις μου. Και θα είναι όλο και πιο σωστά σωστές.
Και το χαμόγελό σου με κάνει να νιώθω καλύτερα... keep it that way. Πότε θα ξαναδώ αυτό το χαμόγελό σου; Ξέρεις, εκείνο του νησιού...
Αλλά πες μου, πόσους τοίχους έχεις σηκώσει τελευταία;
Πες μου, πόσα τείχη βλέπεις να υψώνονται μπροστά σου;...
Μικρό βηματάκι, κάθε φορά, να μη σκοντάψει κάποιος. Δε θέλω να σκοντάψει κάποιος. Κι ας είμαι μονόχνωτος άνθρωπος. Μικρό βηματάκι, κάθε φορά. Είτε πρόκειται για πεζόδρομο, είτε πρόκειται για τοίχο.
Μου είπαν πως φόνος θα ματώσει τη νύχτα [...]

Πίσω από το παράθυρο του Νότου τρέμουν οι λευκές κουρτίνες, για ν' αφήσουν τα 2 βιολιά να χορέψουν στους ρυθμούς του συννεφιασμένου ουρανού. Σκοτείνιασε και η μέρα.

Σειρήνες απλώνουν τα φτερά τους και εγκλωβίζουν τα όνειρά σου ανάμεσα στα δε ξέρω, του πρέπει, του θα ήταν σωστό, και με μια γοητευτική φωνή σε αποχαυνώνουν με τραγούδια, κι άντε να ξεφύγεις -να πας πού; Soreno Kavaore.

Αγαπάς κάθε σελίδα, που σε ταξιδεύει. Μετράς ανάποδα μέχρι να φτάσεις στο μηδέν.

Δεν αισθάνεσαι τα χρέη σου ν' αυξάνονται. Ούτε κι αν μειώσεις τα αγχωλυτικά θ' αλλάξεις τον κόσμο, ή τουλάχιστον θα ξεκινήσει να βλέπεις τις ειδήσεις στη tv. Δε παίζει.

Αίμα περιόδου που σιχαίνεσαι+λατρεύεις. Κόκκινη φωτιά, φωτιά μεγάλη που ανάβεις τον πρίγκιπα. Και σιγά μη ξέρω τι σου λέω εγώ τώρα, αλλά σου λέω. Απλά φαντάζομαι το σκηνικό και είσαι λίγο πριν πιστέψεις ολοκληρωτικά και μετά δοθείς από το εσένα στο εμένα.

Γιατί με κοιτάς αποβλακωμένα;

Σημείωμα είναι κι αυτό,

σαν όλα τα άλλα που περιμένουν κολλημένα στον τοίχο δεξιά όπως μπαίνεις.


16.9.06

Take me to the city where simple kind of man are living...

13.9.06

...Όσο περισσότερο ψάχνουμε, τόσο πιο μυστηριώδης γίνεται η ζωή.
Αν με πείραζε, θα σου το έλεγα.
Αλλά καταλαβαίνεις...
Δεν με πειράζει,
Δεν με κουράζει,
Και μου αρέσουν τα ταξίδια.
Περιμένω πολλά ταξίδια, δρόμους ακόμη πολλούς.
Με ακούς;
Ναι, υπάρχουν πληγές που δε γιατρεύει ο χρόνος, που σε σημαδεύουν τόσο βαθιά, που τις κουβαλάς για πάντα...
Αλλά κοίτα με!
Κοίτα πως με ένα τίναγμα του κεφαλιού μου τις διώχνω. Κοίτα πως σηκώνω το φρύδι μου απαξιωτικά στο παρελθόν.
Άκου με!
Άκου πως διαολοστέλνω τους δαίμονές μου, πως τους κάνω να τρέμουν με τα λόγια μου.
Και αγάπε με,
όταν φεύγω κάθε φορά, και χάνομαι.
Πως μαζεύεις τα κομμάτια μιας ζωής;
Πως συνεχίζεις να ζεις, όταν η καρδιά σου αρχίζει να νιώθει ότι δε θα ξαναγίνεις ίδιος;
Χα!
Ξανά κοίτα με!
Ξανά άκου με!
Με τεκίλλες, ή χωρίς. Εσύ διαλέγεις. Εγώ, και με το ζύθο, δε θα πω όχι.
Κεράσματα
είναι και η ζωή,
μαλάκα!
σημείωση: Όταν λέμε "τεκίλλα" εννοούμε "τεκίλα". Τα 2 "λ" πάνε κάπου συγκεκριμένα... χικ!

9.9.06

Stupid girl

- What exactly is being said?
- Που να ξέρω, ρε Τζόναθαν;
Ο Τζόναθαν με κοιτάει από την απέναντι καρέκλα, πίσω από το σχεδόν άδειο μπουκάλι τεκίλλας και τα σφηνοπότηρα. Απόψε, είπαμε πως θα μεθύσουμε. Και όταν μεθάμε πίνω τεκίλλα και όχι μαύρη σαμπούκα. Από τη μέση και πάνω είναι γυμνός, και το καφέ ηλιοκαμένο δέρμα του γυαλίζει από τα φώτα της πόλης. Τα δυο μπράτσα του με χτυπημένα τατού, ο λαιμός τους συνοδευόμενος από χαϊμαλιά, περίεργα και περίτεχνα πάνω από μια πλάκα ασημιού. Τα γαλανά μάτια δυο θάλασσες πεντακάθαρες και τα ατίθασα, αρμυρά ξανθά μαλλιά του να πέφτουν άτσαλα στο σκαμένο πρόσωπό του. Πόσα χρόνια τον ξέρω; Δε θυμάμαι. Ούτε θυμάμαι πόσες τεκίλλες έχουμε κατεβάσει μαζί. Τη σιχαίνομαι τη τεκίλλα. Την αγαπάω μόνο όταν τη πίνω με τον Τζόναθαν.
- Do you love him?
Νομίζω στραβώνει το στόμα μου στο άκουσμα αυτών των λέξεων.
- Τι κουβέντα πας ν' ανοίξεις τώρα;
- Do you think you 're in love with him?
- Γαμώ τα αγγλικά σου παλιομαλάκα ολλανδέ, που χρησιμοποιείς την ίδια λέξη για την αγάπη και για τον έρωτα.
Στρίβει ένα τσιγάρο. Ανακατεμένος καπνός με λίγη σοκολάτα από το μπορντώ σακουλάκι του και μου το προσφέρει. Εγώ κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και το ανάβει μόνος του.
- Don't you want to share things with a man?
- Πολύ tricky η ερώτησή σου, καμένε άρχοντα.
- You do want to share with him, though...
- Μπορείς να μου πεις με σιγουριά κάτι για εκείνον;
Ο Τζόναθαν γελάει δυνατά. Εγώ ανάβω έναν πρίγκιπα.
- I bet he wants too...
- Ναι... το μουνί μου, ίσως. Και τα φιλιά μου. Και το χθες μου. Και του φόβους μου.
- Isn't that enough?
- Με ποιανού το μέρος είσαι, ρε;
Τραβάει μια γερή τζούρα από το τσιγάρο που έχει φτιάξει και με κοιτάει μέσα από τους καπνούς που αφήνει να γλυστρίσουν γαργαλιστικά από μέσα του.
- Noone's... You?
- Ε;
Δίκιο έχει. Εγώ με ποιανού είμαι;
Κοιτάζω την Αθήνα που ξενυχτάει. Με ποιανού το μέρος είμαι; Γιατί δε μπορώ να πω πως είμαι μόνο με το δικό μου. Πιάνω με το αριστερό μου χέρι το σύστοιχο γόνατο. Πάλι με πονάει. Και θυμάμαι πως έβαζε το χέρι του μαλακά επάνω του και μου το ζέσταινε και με πονούσε λιγότερο.
- Why don't you call him?
- Δε γίνεται.
- Why not?
- Είναι με την άλλη τώρα. Και μάλλον περνάει καλά. Αλλιώς θα μου είχε τηλεφωνήσει εκείνος. Αλλά δε με πήρε τηλέφωνο. Δεν υπάρχει λόγος να τους ενοχλήσω.
- Listen to yourself.
- Ναι, ξέρω. Είμαι πολύ ηλίθια γκόμενα.
- Yes, you are.
- Και βολική.
- Indeed.
- Και έχουν αρχίσει και αναβοσβύνουν τα φωτάκια γύρω από τη μεγάλη ταμπέλα στο μέτωπό μου, που γράφει ΜΑΛΑΚΑΣ.
- ...
- Σε λίγο θα μου παραγγείλουν και μεγάλους προβολείς για να φαίνεται και από πιο μακρυά.
- ...
- But, that's fucking me Jonathan.
- So, you are in love with him. Does he deserve it...?
- Do I deserve it?
- Pity...
- Pity?
- Have a drink, or kill your self.
- Έχεις άλλο μπουκάλι στο ψυγείο;
Μου γνέφει καταφατικά κι εγώ γεμίζω στα σφηνοπότηρα. Cheers man. Cheers to you too. Άσπρος πάτος. Γεμίζω και τη δεύτερη γύρα στο καπάκι. Έτσι πίνουμε με τον Τζόναθαν. Δυο γύρους μαζί. Cheers man. Cheers to you too. Άντε και καλή Κούβα. Άσπρος πάτος.
- You need time.
- Για ποιον μιλάς τώρα;
- For both of you, you little bitch!
- Ναι. Ο καθένας για τους λόγους του.
- Don't you have the same reasons?
- Ναι. Αλλά και ο καθένας χωριστά τους δικούς του.
Πόσες μέρες παιδεύομαι να κοιμηθώ; Το σώμα μου πονάει και το μυαλό μου συνεχίζει να κάνει ταξίδια παράξενα.
- So, what exactly is being said?
Κοιτάζω τον Τζόναθαν και κλείνω τα μάτια μου. Ρίζνω το κεφάλι πίσω, να κρέμεται από τη πολυθρόνα και ρουφάω μεγάλες δόσεις αέρα.
- Να κάνω υπομονή, θα περάσουν οι μέρες, θα είμαστε πάλι μαζί. Όταν θα γυρίσει...
Δε θέλω να ανοίξω τα μάτια μου. Δε θέλω να το περάσω μόνη μου. Αυτό θα του πω.
- You 're smiling again.
- Και γιατί όχι;
- Tough girl.
- Stupid girl...
Μαντατοφόρος
μπήκε στο δωμάτιο πρωί-πρωί
Τον άφησα να χορεύει καταμεσής
-τι αρμονικές κινήσεις-
να περιεργάζεται τα πράγματα του γραφείου.
Στάθηκε για λίγο στη καρέκλα μέχρι που φύσηξε ελαφρύ αεράκι από το παράθυρο του Νότου κι άρχισε πάλι τους χορούς του,ήρθε κοντά μου
και μετά αποκαμωμένος
κατέληξε στη πιο κρυφή γωνιά, πίσω από τη βιβλιοθήκη...

8.9.06

Φίλος είσαι εσύ
που σ' είχα πιότερο για συγγενή;...
Πως κατάντησες έτσι, ρε κακομοίρη
και καλά ο στην άκρη λιγομίλητα σοφός παρατηρής
αλλά στην ουσία
ο χωρίς ουσία;
Ή να πω καλύτερα το
ποιος σε άλλαξε και τώρα όλο βέλη μου πετάς, πήρες τη γόμα κι επιδεικτικά με σβύνεις από τη λίστα που όσες φορές κι αν την άλλαξες ήμουν πάντα εκεί;...
Φίλος είσαι εσύ
που ό,τι έφτυνες έγινες και δεν είσαι πια της κάστας μας;
Που ξενυχτάς + παρεϊζεις με τα μουνάκια που ποθείς να γαμήσεις αλλά δε μπορείς ν' αγγίξεις πια γιατί είσαι ένα 'παντρεμένος';
Που ήσουν ο σκληρός ο άντρας ο αληθινός
και τώρα
μεταποιήθηκες σε γάιδαρο δεμένο;

όλοχάχανακαιγλύκεςκαιδήθενφιλοσοφίες

Μια σταλιά, τόσο δα
έγινες ανθρωπάκο, ΆΚΟΥ!

Φίλος είσαι εσύ
που σε είχα ανάγκη αλλά πεθαμένος
στον άλλο κόσμο περπατάς υπνωτισμένος;...

Δεν είσαι εσύ πια.
Ζήσε αλλού
Ζήσε καλά -αυτό με νοιάζει
Ζήσε όπως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ονειρευόσουν ό,τι ήθελες κι όχι όπως ζεις τώρα...
Μαλάκα, τι σε ποτίσανε;

4.9.06

Όχι, θέλω να μου το πεις εσύ...
Να μου πεις την άποψή σου. Ξέρω τι θα μου πεις, απλά για πρώτη φορά θέλω να το ακούσω κι όλας. Είναι περίεργο –μάλλον- το ότι ενώ αγάπησα τις λέξεις ποτέ δεν ήθελα να τις ακούω. Τις αγάπησα γραμμένες. Όχι όταν ακουγόντουσαν. Δε μου αρέσει να τις ακούω. Και τώρα κάνω υπομονή. Τώρα, δηλαδή τόσο καιρό που κάθομαι και ακούω όλους. Γιατί είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Πολύ. Τέλος πάντων. Θέλω να μου πεις εσύ τώρα. Ξέρεις σε τι αναφέρομαι. Και αυτή τη φορά το θέλω να ακουστεί. Να ακουστούν μία προς μία η κάθε λέξη. Για πρώτη φορά, θέλω να μη τις διαβάσω σε χαρτί ή στις πράξεις. Θέλω να τις ακούσω. Για πρώτη φορά, νιώθω και θα σιγουρευτώ για όλα αυτά, αν τα ακούσω από εσένα. Γιατί σου έχω εμπιστοσύνη. Το γαμημένο το ένστικτό μου μού το υποδεικνύει. Και ξέρεις, το εμπιστεύομαι. Πάντα, άλλωστε. Τί σκέφτεσαι; Τους δικούς σου φόβους, ή τους δικούς μου; Σκέφτεσαι, το ξέρω. Άραγε, σκέφτεσαι πόσο παιδί είμαι, ή πόσο παιδί δεν είμαι; Φοβάσαι. Το ξέρουμε αυτό. Τί φοβάσαι; Πάνω-κάτω, το ξέρουμε και αυτό. Το ξέρουμε; Αν το ξέρουμε, ευθύνεσαι εσύ. Ή θαρρείς πως το ψυχανεμίστηκα. Εντάξει, κάτι είχα καταλάβει. Ίσως και περισσότερα από αυτά που θέλαμε να πιστεύουμε. Το θέμα είναι... ποιο είναι το θέμα; Υπάρχει θέμα, ή απλά το δημιουργώ από μόνη μου; Μήπως με άφησες να το δημιουργήσω μόνη μου; Μήπως το δημιουργήσαμε μαζί; Λοιπόν, υπάρχει θέμα; Ή κάποιου το μυαλό μαλακίζεται και κάποιος άλλος κρυφογελάει; Λες; Κι άμα; Ε, κι άμα τότε στα αυτά μας. Στα αυτά μας; Μήπως μας καίει και δεν είναι ακριβώς στα αυτά μας; Όχι, δεν είναι ακριβώς στα αυτά μας. Φόβος. Ένα είδος φόβου. Δικός μου, δικός σου, φόβος κι άλλου κόσμου. Ένα είδος. Από αυτούς τους ύπουλους, που δε φαίνονται από την αρχή φοβιστικοί. Που δε σου γεμίζουν το μάτι. Κι, όμως, είναι. Είναι από αυτούς τους φοβιστικούς. Είναι από αυτούς που σε πιάνουν σε ανύποπτη στιγμή και χάνεις τον μπούσουλα. Όχι από εκείνους που έχουν να κάνουν με τα μεγάλα έντομα που κάνουν δυνατό βόμβο και θα σε τσιμπίσουν και θα πονέσεις. Από τους άλλους τους φόβους. Που δεν έχουν αντίκρυσμα σε υλικό. Είναι από τους άυλους φόβους. Τους χειρότερους. Που κάποιοι μπορεί να περάσουν στην αντίπερα όχθη με τέτοιους φόβους. Αλλά είπαμε. Εγώ αντέχω. Έτσι δεν είπαμε; Έτσι δε το ζύγισες; Έτσι δε το ζυγίζουν όλοι; Εγώ αντέχω. Έτσι δε λένε τόσα χρόνια; Αυτό δε πιστεύουν; Ή απλά αυτό θέλουν να πιστεύουν γιατί τους βολεύει; Θα μου πεις τελικά; Θέλεις χρόνο. Και ποιος δε θέλει; Εγώ ξέρεις πόσο χρόνο θέλω; Όσο δε πάει ο νους σου. Και ο νους του διπλανού σου μαζί. Αλλά αντέχω, ξαναείπαμε. Με έχεις δει να κλαίω; Δε θέλεις να με δεις να κλαίω. Μάλλον, νομίζεις πως δε κλαίω. Όλοι αυτό νομίζουν. Ή θέλουν να νομίζουν. Κι εγώ δε τους δείχνω αν κλαίω. Μάλλον το αντίθετο. Μάλλον ότι αντέχω. Πόσο αντέχω, όμως; Έχεις αναρωτηθεί; Νομίζω πως αναρωτήθηκες. Θα αναρωτηθείς πάλι. Μπορεί να μπεις και στη διαδικασία να με τεντώσεις, για να δεις μέχρι που αντέχω. Η μαλακία είναι πως αντέχω. Τελικά. Κι ενώ αργοπεθαίνω από το πολύ τέντωμα, ξανανιώνω, γίνομαι πιο δυνατή και αντέχω παραπάνω στο τέντωμα. Είδες; Τελικά, μάλλον, αντέχω. Αυτό δε σου λέω τόση ώρα; Με ακούς; Όχι. Δε με ακούς. Γι’ αυτό έχεις κάποια κενά στην εικόνα σου για μένα.

Γιατί δε σηκώνομαι να φύγω; Να πάω στον βόρειο πόλο, να παγώσει και το μέσα μου, να μην αισθάνομαι τίποτα. Γίνεται; Όλα γίνονται, μου λες. Άρα γίνεται κι αυτό. Ε, τί πάει να πει ‘παίζει και να μη γίνεται’; Δύο μέτρα και δύο σταθμά; Ποτέ δε το ήθελες, ισχυρίζεσαι. Κι όμως, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως αυτό να φταίει. Το ότι λειτουργούσες με δύο μέτρα και δύο σταθμά, κι ας φαίνεται πως ακολουθούσες για όλα μια κοινή νοοτροπία. Δείξε μου έναν άνθρωπο που ΠΟΤΕ στη ζωή του δε λειτούργησε με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Μπορείς; Δε μπορείς. Μάλλον.

Μπορείς να μου πεις τις λέξεις;
Μπορείς; Μπορείς; Μπορείς;
Θέλεις; Θέλεις; Θέλεις;
Φοβάσαι. Ναι, φοβάσαι. Δεν είναι κακό αυτό. Όχι, όχι. Δεν είναι κακό. Κακό είναι να υπάρχει ένας άνθρωπος χωρίς αδυναμίες. Χωρίς αδυναμίες. Και χωρίς να υποκύπτει –ενίοτε- σε αυτές. Φόβος. Δυνατός φόβος.

Ξεροκατάπια. Και η φωνή μου συνεχίζει να είναι γλυκιά. Και ό,τι κι αν βγει από τους φόβους, πάλι γλυκιά θα είναι. Γιατί μαζί με τους φόβους μαζεύω και τις αμαρτίες. Κι αντί να ζητήσω αγκαλιά, θα προσφέρω τη δικιά μου. Και μετά αναρωτιέμαι πως αντέχω. Παίρνω την ενέργεια του άλλου. Μάλλον.

Μου είπαν πως τα μάτια μου είναι θλιμμένα. Κι ας λάμπω, λένε, από ευτυχία -έχε χάρη που μαύρισα και μου πάει. Αυτό δεν είναι και πολύ ισορροπημένο, ε; Γιατί χαμογελάω πάντα; Γιατί πάντα δίνω ευκαιρίες; Και γιατί συνεχώς ανεβάζω τα όρια μου; Γιατί παίρνω πάντα βαθειά ανάσα και συνεχίζω για το ακόμη πιο πέρα; Γιατί μου ρίξατε τέτοια κατάρα; Γιατί μου ρίξανε κατάρα; Γιατί να με καταραστούν; Που είναι η δικιά μου νεράιδα, που θα μου τη ξορκίσει; Που σκατά βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια; Που θα τη βρω τη πόρτα της υπομονής να τη κλείσω, επιτέλους; Ποιος υπάρχει να με ακούσει, χωρίς να μιλάω και να με καταλαβαίνει; ΜΗ! Μη το πεις! Μη το ξεστομίσεις! Αυτό δε θέλω να το ακούσω, γιατί το ξέρω πια, και φοβάμαι πως πάει πολύ και πως θα στραβώσει η νεφέλη και θα βρέξει στραβά.

Πες μου, λοιπόν.... Πες μου, κι ας είναι, πάλι θα αντέξω εγώ, πάλι θα φάω τους φόβους και τις αμαρτίες άλλων, πάλι θα βαρυστομαχιάσω, πάλι σιωπή θα επικρατήσει στο μυαλό μου με τα δισεκατομμύρια ήχους.

Άλλωστε, κάθε φόβος κρύβει μια ευχή.

2.9.06

let it flow...

Ακούς ακόμα τους ψύθιρους της θάλασσας; Ξεχωρίζεις ακόμα την γαλήνη από την ησυχία σ' εκείνο το μέρος; Θέλεις ακόμη να γυρίσεις πίσω και να ζήσεις στη Λήθη;
Μπήκα στο αυτοκίνητο σήμερα και συνειδητοποίησα πως δε θυμάμαι να το οδηγώ. Έβγαλα τα σανδάλια και οδήγησα ξυπόλυτη, έβαλα και δυνατά τη μουσική, κατέβασα τέντα όλα τα παράθυρα να με χτυπάει από παντού αέρας και χαμογέλασαν και τα μάτια μου κάτω από τα μεγάλα γυαλιά ηλίου. Ρυθμικά χτύπαγε το χέρι στο τιμόνι και παίξανε όλα τα τραγούδια το ένα μετά το άλλο λες και κάπιος βάλθηκε να μου κάνει χοντρή πλάκα σήμερα. Ας όψεται που είμαι σκληρό καρύδι, αν και το μουρμούρισα καθώς ντυνόμουν "δεν είμαι από σίδερο". Αλλά αντέχω, μου λένε. Ο μαλάκας, αντέχω.
Οι προσδοκίες μου -σου το είπα αυτό;- περιορίζονται σε απλά καθημερινά πράγματα. Ε, για μία φορά ακόμα δε θα μιλήσω για τις διακοπές μου. Χαλάλι. Για τους φόβους μου πότε θα μιλήσω δε ξέρω ακόμη.
Θα πληρώσω δολοφόνο να σκοτώσει τις σκέψεις μου.
"Fight it!" προτροπή ή συμβουλή ήταν αυτό; δεν είμαι σίγουρη για να απαντήσω.
Αν χαθώ -έχεις καταλάβει άραγε πως χάνομαι;- θα είναι σίγουρο χάσιμο. Και θα γελάω ηδονικά!
Just let it flow.
Και να σκεφτείς πως δεν είμαι κανας τύπος large. Τι μαλακία ατάκα αυτή... της μοδός του 2006, μάλλον. Δε γαμιέται;
Άμμο δεν έφερα μαζί μου. Κουβάλησα όμως το μεγάλο βότσαλο.
Α, μη ξεχάσω... δε θα ποστάρω φωτογραφίες από τις διακοπές μάλλον. Θα τις κρατήσω για τη πάρτη μου. Περίεργα νιώθω.
Let it flow.
Και όλοι θα αναρωτιούνται. Ε, στ΄αρχίδια μας. Στ' αρχίδια σου. Στ' αρχίδια του.
"Αγερωχιά". Πλάκα έχει. Ακούγεται περίεργα όταν τη λέω αυτή τη λέξη. Δε ξέρω αν τη γράφω και σωστά. Αλλά δεν έχει και σημασία. Ποιος θα τη καταλάβει;...
Άφησα γραπτά και DNA εκεί. Άραγε τον χειμώνα πως να είναι; Ξέρω... όμορφα... απλά όμορφα.
let it flow,
σου ξαναλέω μπας και το εμπεδώσει το μικρό μου μυαλό.
let it flow,
που να με πάρει και να με σηκώσει.

20.8.06

Do you think you can tell?

Είναι νωρίς ακόμα και η ζέστη έντονη. Λένε πως σήμερα θα έχουμε κάτι σαν καύσωνα. Τι σημαίνει μωρέ καύσωνας; Καλοκαίρι δεν έχουμε ακόμα; Ε, ζέστη δε θα κάνει;
Νιώθω περίεργα αυτόν τον καιρό. Ξέρεις, αυτό το περίεργο που για πολλοστή φορά δε μπορείς να προσδιορίσεις. Έζησα πάλι τους φόβους μου και το μόνο που μου έρχεται να φωνάξω ειναι
σύρε και γαμήσου
έπρεπε να είχα αγοράσει εκείνον τον σάκο του μποξ, όταν είχα την ευκαιρία...
Νυχτοβασιλιάς νομίζω πως θα γίνω μέχρι τις αρχές του Χειμώνα
αφού έχασα το φεγγάρι του Αυγούστου
μετρώντας τις νεφέλες με τη στριγγλα
να μου φωνάζει I put a spell on you τ
και άλλαζαν συνεχώς τα ρεύματα στη θάλασσα
το ιστιοφόρο άραξε μπροστά στη βεράντα με τις παράξενες μουσικές
κι έπινα μέχρι αργά
στον μυστικό όρμο με τις πηγές
και το ξημέρωμα, νωρίς,
με βρήκε στην άκρη του πουθενά, στον Φάρο του Ηραίον
δυο κόσμοι
δυο θάλασσες
οι δυο όψεις της ψυχής
και το αγαπημένο μου τραγούδι να ακούγεται δυνατά από τα ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου μου...
Do you think you can tell?
Φεύγω αύριο για μια βόλτα στο Αιγαίο. Μη με ρωτήσεις άλλα, ούτε κι εγώ δε ξέρω να σου απαντήσω. Άλλωστε σημασία έχει να το ζήσεις, όχι να το φανταστείς. Οπότε άλλο να σου λέω, άλλο να το ζεις. Μη μου πεις πως κατάλαβες τώρα. Άντε, δοκίμασέ με. Ξέρεις εσύ, ξέρεις, κρυψίνε...

15.8.06


Βότσαλα που πλύθηκαν, και ανακατεύτηκαν, αλλά πάντα εκεί υπάρχουν, για να τα μετράς

να ξεχνάς, να θυμάσαι, να περιμένεις, να ανησυχείς, να πετάς, να σπας, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να, να... Τελειωμό δεν έχει πια.

Αφιερωμένο

Στη Λήθη μου όταν στεγνώνει το στόμα μου + βλέπω θάλασσες με τα μάτια καρφωμένα στο πουθένα, στο δε ξέρω, στο δε θυμάμαι Στους Πόθους μου ανεκπλήρωτους, πικραμένους, χαραγμένους στο πίσω μέρος της πόρτας εξόδου Στα Θέλω μου που είναι περιορισμένα στους μικρούς θησαυρούς της καθημερινής εμπειρίας Στα Ταξίδια μου που έκανα, κάνω και θα συνεχίσω μα κάνω χωρίς πυξίδα και χωρίς ενοχές Στα Πολύτιμα Χνάρια του Χθες που κοιτάζω + με σαρκάζουν, θυμίζουν, δυσκολεύουν, συντροφεύουν, ψιθυρίζουν Στις Παλιές Αμαρτίες και τις νεώτερες που πολύ γουστάρω + είναι μόνο για τη πάρτη μου, αυθαίρετα, απόλυτα, ηδονικά, μυσταγωγικά Στο Κορίτσι με Το Μπουκαλάκι επειδή είμαι κατά βάσει ένα εγωπαθές ον με πολλή δόση εγωκεντρικότητας + μπόλικης μαλακίας κι επειδή υπάρχει μια ιστορία από το '89 και Στον Καβαλάρη που Παραμένει Ένα Μεγάλο Παιδί και που είχε και θαρρώ ακόμα πως έχει το δικό του συννεφάκι που εύχομαι να πραγματώσει.

Οι γαμημένες φωτογραφίες δε λένε να ξεκολλήσουν από το σφάλμα, σιχτιρίζω, κρύβω κείμενα, αλλού σχεδίαζα να πάω κι αλλού βρέθηκα, και τα κωλοκινητά θα τ' αφήσω κλειστά σήμερα, και τα δυο, και το σταθερό στο μουγκό θα το έχω απλά να αναβοσβύνει το φωτάκι με τις κλήσεις και τα μηνύματα στον τηλεφωνητή που θα περιμένουν να τ' ακούσω, και ιχνηλάτης του ήλιου θα καμαρώνω πως είμαι μέσα από τις μουσικές.

Θυμάσαι; "πως να τη νιώσεις μωρέ τη μοναξιά αν δε στεγνώσει πρώτα η λύπη?"

Πάλι σφάλμα. Δε γαμιέται; Κι αυτό θα το δεχτώ. Τρεις ευκαρίες θα δώσω. Μετά θα ξορκίσω την ευχή που κρύβει κι αυτός ο φόβος.

Θα υπάρξουν κι άλλες προσπάθειες, να το ξες.

13.8.06

Ήλιος Με Σύννεφα Πάνω Από Τη Θάλασσα

Νομίζω τη Τετάρτη ήταν που ξέσπασε το μπουρίνι. Αυτά τα αγαπημένα, που έχω ζήσει παιδί μέσα στη θάλασσα. Τα ξαφνικά, που δε ξέρεις από που πού σου ήρθανε. Τα σύννεφα μαζεύονται, μαζεύονται, ο ορίζοντας μακρυνός, η θάλασσα αρχικά ήρεμη τόσο πολύ που σε φοβίζει, και τα σύννεφα μαζεύονται στην αρχή αργά, μετά μέσα στον πανικό και πιάνει ένας αέρας, διαολεμένος, και η πιο όμορφη στιγμή είναι πριν κλείσει το τελευταίο παράθυρο στον ουρανό απ' όπου ξεφεύγουν οι τελευταίες ηλιαχτίδες. Ξαφνικά χοντρές ψιχάλες και σα κάποιος να πατάει τον διακόπτη και ο αέρας αρχίζει να σφυρίζει μαζι με τη θάλασσα, και δε βλέπεις στα πέντε μέτρα ρε σου λέω, κι εσύ κοιτάς αλαφιασμένος, σου την πέφτει από παντού, το σώμα σου κλαίει, και η βροχή πέφτει επάνω με μανία, μαζί με την αλμύρα. Και σφυρίζει, σφυρίζει λες και όλοι οι δαίμονες μαζευτήκανε πάνω από το κεφάλι σου όλοι μαζί, η θάλασσα έχει ένα γκρι πράσινο χρώμα, κύμματα σηκώνονται -μα είχε μπουνάτσα πριν ρε παιδιά!- αλάτι στα χέρια σου και στροβιλίζεσαι μέσα στη προσπάθειά σου να ισορροπήσεις και οι μυρωδιές, αχ οι μυρωδιές, και θέλεις να χαθείς μέσα της στους μυστικούς βυθούς της.
Κάθε χρόνο, τον Αύγουστο, που πιάνει μπουρίνι είμαι εκεί.

3.8.06

Ορμεμφύτως

Φωτογραφία Παλιών Αναμνήσεων Για Να Κάθεσαι Και Να Αναρωτιέσαι Αν Θα Εμφανιστεί Το Τραίνο

ΓΕΙΤΟΝΑ μέσα ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΤΩΡΑ

όπως οι ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ

που βλέπουν στο ΕΙΔΩΛΟ τους ένα μικρό ΠΑΙΔΙ

σαν σε ΨΕΜΜΑ

ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ...

λες και υπήρξες ο παράξενος ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ που κρατούσε τη ΣΧΟΙΝΕΝΙΑ ΚΟΥΝΙΑ

αυτή που ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ να λικνίζεται πριν πολλά χρόνια

ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΓΩ ξέρεις ΣΚΑΡΤΟΣ ΦΙΛΟΣ θαρρώ πως είμαι ΚΑΙ ΧΑΪΔΕΥΩ ΑΥΤΙΑ

ΣΟΥ το ΕΙΠΑ ΚΑΙ εσύ ποτέ δεν ΑΠΑΝΤΗΣΕΣ σε ερωτήσεις άλλων παρά γύρισες και με βρήκες μέσα στο πλήθος κι ανέβηκα στη σκηνή ΚΑΙ Σ' ΑΚΟΥΓΑ ΠΟΥ ΜΙΛΑΓΕΣ, ΜΙΑ ΠΥΓΜΗ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΡΜΗΝΕΥΕΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΣΟΥ, ΑΧ ΝΑ ΕΒΛΕΠΕΣ... ΚΙ ΕΓΩ ΣΕ ΧΑΙΡΟΜΟΥΝ, ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΣΤΟ ΑΘΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΡΗΘΡΑ ΝΑ ΚΡΑΤΩ ΕΥΛΑΒΙΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΙΓΟΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΙΣΟΦΑΓΩΜΕΝΟ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΙς ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ.

δεν περνούν οι ώρες απόψε και δεν έχω τη δύναμη να βγω να πάω να περιμένω ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΙΝΟ

μέσα στο δωμάτιο μένω

μαζί με σκιές

μαζί με ανεκπλήρωτο έρωτα

για μια ακόμη φορά θα μείνω στα σκοτεινά να αναρωτιέμαι τι σκέφτεται ο καβαλάρης

μήπως ποτέ θα με αγαπήσει όπως στα παραμύθια

αν τα παραμύθια

τελικά

γίνονται αλήθεια, που τη ζούμε και τη χαιρόμαστε

ή

αν..

αν θα γίνει κάτι που θ' αλλάξει αυτό που συμβαίνει χρόνια σαν από συνήθεια

μπορεί και σαν από κατάρα.

ξέρω πως δεν υπάρχει λόγος να αναζητάω μονοπάτια άλλα

μόνη

και πάλι

μόνη

-σου το είχα πει και παλιά, ευχή και κατάρα-

να μην εκφράζω τους φόβους μου

και οι άλλοι

να μη ξέρουν έτσι τις ευχές μου

ευχές καλές

αθώες, πολλές φορές

απλές

μέσα από τετράδια μπλε και μπεζ και μπορντώ που έχουν κλείσει και σκονίζονται από τότε που γράφτηκαν πάνω στο ράφι, στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα σε μερικές δεκάδες άλλες τετράδια -μικρότερα- με χρώματα κι ένα μαύρο με βελούδινο εξώφυλλο και σταμπαρισμένο με τον πολύχρωμο ήλιο μου -έχουμε και σήμα κατατεθέν.

ωραίες μουσικές βάζει ο σταθμός τέτοια ώρα

νομίζω πως μου τελείωσαν και οι λέξεις με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα, αλλά

- ποιος θα το καταλάβει;

- κανείς!

ούτε ότι απλά βαράω τα πλήκτρα απόψε,

μετά από πολλές ώρες λήθαργου,

μαστουρωμένη

και έχει μια ησυχία...

λες το πρωί να ξυπνήσω πάλι;

γυμνή θ' ανοίξω τη πόρτα και θα μπω στο άσπρο μπάνιο με το μισάνοιχτο παράθυρο να βρω το τζιτζίκι στο περβάζι να με κοιτάζει ακίνητο να του χαμογελάσω και να του πω καλημέρα;

με πόνεσε ο λαιμός από τα πολλά τσιγάρα

και τα ρούχα απλωμένα έξω έχουν στεγνώσει από το μεσημέρι

αλλά που να βρω όρεξη να νοικοκυρευτώ

ούτε τα λουλούδια της μαμάς δεν έχω ποτίσει 15 μέρες τώρα

κι ας μου έκανε παρατήρηση η γειτόνισα από απέναντι -φαίνονται ότι είναι απότιστα μέχρι και στην απέναντι, λοιπόν-

βρήκα κι ένα πακέτο τσιγάρα στο δεύτερο συρτάρι ενώ έψαχνα να βρω κάτι παλιές φωτογραφίες, όχι με εμένα, εγώ ποτέ δε ποζάρω στον φακό, το σιχαίνομαι, γι' αυτό δε θα βρεις φωτογραφίες με τη φάτσα μου, τουλάχιστον όχι με τη θέλησή μου.

πρέπει να συμμαζέψω τον αμάζευτο

smoke on the water τραγουδάει το ραδιόφωνο και δε προλαβαίνω να ακολουθήσω τον ρυθμό κι ακούω την απόχετευση, ρε είναι κι άλλος ξύπνιος τέτοια ώρα στη πολυκατοικία, τον άκουσα που κατούρησε, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν ήταν η γεροντοκόρη του τρίτου ή η χήρα του τετάρτου.

λοιπόν, ξέρω τι με ξύπνησε και σηκώθηκα από τη διπλή κρεβάτα των γονέων -εκεί κοιμάμαι, όχι στο δικό μου το μικρό, τη μινιατούρα- ήταν ένα μήνυμα στο κινητό με εικόνα από μια αίτηση αγοράς, υπογεγραμμένη από τον κοντό οικονομικό διευθυντή.

πόσους καφέδες θα πιω και πόσα τσιγάρα θα κάνω μέχρι να βάλω το κλειδί στη μίζα;

hold me when I 'm gone

διπλός ελληνικός καφές

με λίγο γάλα

νερό

πολύ νερό, που δε κατουράω

γαμημένη κορτιζόνη,

λέμε τώρα...

θυμάμαι

που είχα διαβάσει στο κείμενο κάποιου

πως ήθελε πολύ να γράψει ενώ ήταν μεθυσμένος

θέλω να μεθύσω

όχι να είμαι νηφάλια

νηφάλια

τα τελευταία 27 χρόνια

ώριμη

πιο ώριμη απ' όσο θα έπρεπε

παιδί ποτέ

πάντα ενήλικας

από τότε που ξεκίνησε η ζωή

nobody 's home

no place to go

one more song

πότε θα περάσουν κι αυτές οι γαμημένες μέρες να πάω βόλτα στο ΑΙΓΑΙΟ;

λες να δω δελφίνι;

θα τρελαθώ από χαμόγελα αν αντικρύσω δελφίνι

μπορεί και να κλάψω

από πότε έχω να κλάψω;

θέλουν και τα γονίδια να πάω στο λουτράκι

δεύτερο σ/κ μαζί πάει πολύ

το χειρότερο είναι που μου το δήλωσαν σχεδόν απειλητικά

μπορεί απλά ενημερωτικά

αλλά και με μια δόση τελεσίδικης απόφασης

και μου τη δίνει

γιατί δε θέλω ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ

θέλω να είμαι ήρεμη

ψύχραιμη

αλλά αυτό φοβάμαι πιο πολύ

φυσικά και δε θα τους κάνω το χατήρι

κι ο πατέρας θα απογοητευτεί

έτσι θα πιστέψει τουλάχιστον

αλλά δεν είμαι πια δώδεκα χρονώ...

μεγάλωσε η κόρη σου πατέρα από τότε που πέθανε και ξαναγεννήθηκε αλλά εσύ δε πήρες πρέφα τίποτα κι ας γινόντουσαν όλα κάτω από τη μύτη σου, ή απλά υποκρίθηκες πως δε κατάλαβες γιατί δε σε συνέφερε, θα σε έβγαλε από τη βολή σου, και απλά μου ξεστόμισες ΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ.

συγχώρεση από εμένα

ΜΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ

ούτε ελαφρυντικά

να το πεις και στην άλλη δίπλα σου που μου το παίζει στοργική μητέρα

που

ξαφνικά

θυμήθηκε πως έχει κόρη και πρέπει να της φτιάχνει κοτσιδάκια και να τη ντύνει με χαρούμενα φουστανάκια

μα η κόρη είχε αποκτήσει αρχίδια από τα επτά

sorry, αλλά το χάσατε το παιχνίδι

πριν ακόμα σφυρίξει η λήξη

πονάει ο λαιμός μου

ΑΡΡΩΣΤΗΣΑ

κιθάρες παίζουν δυνατά κι εγώ χτυπώ ελαφρά το πόδι μου στο ξύλινο πάτωμα -τι χλιδή- και χαίρομαι με την ιδέα και μόνο πως νωρίς -με τη δροσούλα- θα μπω στη μαργαρίτα και θα βάλω δυνατά τη μουσική με τον πρίγκιπα στο στόμα να καπνίζω μαγκιόρικα και να πατάω το γκάζι, εκεί στο φανάρι να σηκώνω αφ' υψηλού το κεφάλι, και το φρύδι μαζί, να στραβώσω λίγο και το άνω χείλος - το κάνει κι ο τρίχρονος ανιψιός μου και όλοι αναρωτιούνται μήπως τον γέννησα εγώ και δε τους το είπα- και με τα καινούργια κλειδιά στη τσέπη να παρκάρω κάτω από τους ευκάλυπτους. ΄

- τί χρώμα είσαι σήμερα;

- λίγοτερο ροζ περισσότερο ξανθιά

τα λέω και κυριολοεκτώ, μα κανείς δε με παίρνει στα σοβαρά.

πιο εύκολο είναι να με πάρει κάποιος στα τέσσερα παρά να με πάρει στα σοβαρά.

she 's not there

έχω υποσχεθεί σ' έναν φίλο να διαβάσω το βιβλίο που μου πρότεινε, να του πω τη γνώμη μου, αλλά έχω κολλήσει στις 40 πρώτες σελίδες, για δες που με δυσκολεύει ο wilson, ή μήπως δε μου αρέσει και δε λέω να το παραδεχτώ; όταν φτάσω τουλάχιστον στη 200 σελίδα θα μπορώ να πω με σιγουριά.

do it again

τι άχρηστη μέρα και η σημερινή

σπαρίλα

σου έχω πει πως ο αγαπημένος μου ήχος είναι όταν ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ, μου θυμίζει ζωή!

Σε προειδοποίησα από τον τίτλο για το με τι θα είχες να κάνεις.

Την επόμενη φορά που θα διαβάσεις μια άγνωστή σου λέξη, να ανοίξεις το λεξικό πριν συνεχίσεις παρακάτω, να καταλάβεις την ερμηνεία της, και αν αντέχεις φτάσε μέχρι εδώ.

Σε ξεγέλεσα απόψε;

κάτσε ν' ανάψω τσιγάρο, να ρουφήξω μια τζούρα

πριν λίγες μέρες, σε συζήτηση σοβαρή, μέρα μεσημέρι, χωρίς αλκοόλ,

μου ανέφεραν τη ψυχανάληση από ειδικό

και γελάσαμε ομαδικά, γιατί ξέραμε και οι τρεις πως "καλοί" του είδους της ψυχανάλυσης στην ελλάδα πρέπει να μετρούνται στα δάχτυλα της μιας παλάμης, και κάθε session θα σου κοστίζει ένα μηνιάτικο, άκου ρε, ένα μηνιάτικο για μια συνεδρία 45 λεπτών κι εγώ με το μικρό μου μυαλό αναρωτήθηκα μήπως είναι καλύτερα να πιάσω έναν άγνωστό μου να τον κεράσω έναν καφέ -και δυο άμα λάχει- και να του τα ξεστομίσω όλα, πιο φθηνά θα μου έρθει, και πιο πολύ θα με καταλάβει αυτός, αλλά φοβάμαι πως θα τον πάρουν τα δάκρυα, και δε μπορώ να ζωγραφίζω ανθρώπους που κλαίνε, μετά θυμήθηκα πως δε συμπαθώ και πολύ τους ψυχαναλυτές, ούτε τους ψυχολόγους λες και μπορούν να μπουν στο μυαλό μου, ή να καταλάβουν αυτά που έχω βιώσει, ή πως θα με βοηθήσουν να καταλάβω τον εαυτό μου, και το τι έφταιξε και είμαι αυτή που είμαι, ή ότι θα με κάνουν να νιώσω καλύτερα, πως θα με ελαφρύνουν, ή θα γίνω πιο συγκροτημένη, ή θα καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου, ή κι εγώ δε ξέρω τι... η πλάκα είναι πως όταν μου μιλάνε έτσι οι άλλοι σκεφτόμενοι όπως εγώ τους προτείνω ή και παροτρύνω να δοκιμάσουν την ψυχανάλυση με κάποιον ειδήμονα... τι γελοία λέξη η ψυχανάλυση... εξομολόγηση είναι ρε πούστη μου, γιατί κανείς δε μπορεί να σου αναλύσει τη μαλακισμένη τη ψυχή σου, ok, τη δική μου μαλακισμένη ψυχή. Μπορεί απλά να κάνω λάθος. Αλλά δεν έχει και πολύ σημασία.

πότε δοκίμασες τελευταία φορά να μουτζώσεις κάποιον;

ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό;

έχεις νιώσει τι εκτόνωση που έχει να μουτζώνει;

αυτή η κίνηση με ορμή

ανοίγοντας τη παλάμη

σε διάταση τα δάχτυλα

απίστευτη εκτόνωση

λες και ένα "Να ρε!"

και ξεδίνεις απίστευτα!

stretching δαχτύλων και παλάμης,

εξάσκηση άκρας χείρας

Δοκίμασέ το.

με ρούφηξε Η ΝΥΧΤΑ

με οδήγησε σε λόγια

που δεν ήξερα πριν

ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ

λίγη ώρα αυτοσυμμαζέματος

αληθινά δικό μου

δεν είναι τίποτα

αλλά

όλα

ΑΚΟΥΣ;

όλα δικά μου είναι

θυμήσου

τη δική σου ζωή

μη τη δώσεις κοψοχρονιά

"δεν είναι εύκολες οι θύρες, όταν η χρεία τες κουρταλεί"

κουρσευτής της ζωής

κι αν γίνεις

κάνε καλή συμφωνία

σε δικές σου

ΘΑΛΑΣΣΕΣ

να ταξιδεύεις

με ή χωρίς πανιά

το πολύ-πολύ ν' αλλάξεις καράβι

μη χολένεσαι

ΨΥΧΗ ΜΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙΣ

ΨΥΧΗ

Ψ

Υ

Χ

Η

παράσιτο μη γίνεις

με αστεία να γελάς

σαρκαστικά να κοιτάς τον θάνατο

αλλά

ΨΥΧΗ ΜΗΝ ΑΛΛΑΞΕΙΣ...

Ακούς ρε;

Πάω τώρα, πάω να κάνω ισορροπία πάνω στις γραμμές και να συναντήσω το τραίνο

Έχω κάτι χάρτινα κουτιά γεμμάτα με βότσαλα κι άμμο και μυρίζουν θάλασσα, αρμύρα και λίγο από παιδικά χρόνια, έχω κι άλλα χάρτινα κουτιά με γράμματα που έλαβα παλιά, τότε που ακόμα γράφαμε και δε χρησιμοποιούσαμε το icq, ή το msn messanger, και ήταν ωραία να βλέπεις τον γραφικό χαρακτήρα του άλλου, το μελάνι να απλώνεται άτσαλα πάνω στο χαρτί -χμ, μεγάλωσες έγινες τρανός και γνωστός και τώρα με τη πένα mont blanc υπογράφεις μόνο συμβόλαια με μεγάλα ποσά-

Ρε συ θ' αντέξω σήμερα στη δουλειά μέχρι το απόγευμα;

Να θυμηθώ να θυμήσω στον Λ. να μου φέρει το κράνος για τη μηχανή. Σήμερα, ακουγόταν πιο σκατά από χθες. Αύριο που είναι Παρασκευή θα ακούγεται ακόμη περισσότερο σκατά, αλλά από τα σκατά πρέπει να μάθεις να βγαίνεις μόνος σου, γιατί έξω από τα σκατά πολλές κουράδες κάνεις -μέχρι να πέσεις μέσα σε αυτές και να γίνεις κι εσύ σκατά.

Ταξιδεύεις με ενοχές

σημαίνει

πως δε θα καταλάβεις ποτέ

το τραγούδι της θάλασσας

και θα φοβάσαι τις παλιές αμαρτίες που κουβαλάς,

λες κι εγώ δε κουβαλάω τις δικές μου,

απλά κάποιοι το παραδέχονται, κάποιοι άλλοι όχι

ΟΧΙ

όλα έχουν αλλάξει, κι όλα ίδια παραμένουν

κατάλαβες γιατί σου φώναζα να μαζέψεις εμπειρίες;

για να καταλάβεις το μέσα σου

να μαζέψεις και να συγκρίνεις

το δικό σου καράβι

-μα τι κουβαλάς μέσα σ' αυτό-

με τ' άλλα στο λιμάνι

πόσες θάλασσες

ΤΑΞΙΔΕΨΕΣ;

αστέρια μέτρησες;

είναι βραδιές που νομίζω πως όλα αυτά τ' αστέρια θα πέσουν πάνω στη κεφάλα μου και θα κάνω ένα καρούμπαλο, να τόσο μεγάλο!

κοντεύει πρωί

θα βγω στο μπαλκόνι

να τα θυμάσαι αυτά που σου έγραψα απόψε.

όχι πως πιστεύω ότι θα τα ξεχάσεις,

απλά έτσι το είπα

Α! Και που 'σαι;

Το νου σου!

Το νου σου!

Αντιγραφή είναι αυτό.

Όχι απαραίτητα λογοκλοπή.

Αλλά ξέρεις τώρα εσύ, μη κάθομαι να σου εξηγώ.

Αχ, που να ΄ξερες τα άλλα...