15.10.07

Οκτωβρίασε

Γυρίζεις το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, για να ελέγξεις όλα τα αυτοκίνητα, κοιτάς εξονυχιστικά όλους όσους υπάρχουν στις αίθουσες, και ξέρεις, πως αν είναι τελικά εκεί, δεν είσαι σίγουρη για το πως θα συμπεριφερθείς. Θα μιλήσεις; Θα μένεις να κοιτάς; Θα περάσεις επιδεικτικά από μπροστά και δήθεν τυχαία; Θα κρυφτείς; Πάλι έκαναν την εμφάνισή τους τα ερωτήματα, που κατά καιρούς ξεθάβεις. Τί περίεργο συναίσθημα... κι όλο μιλάς για το παρελθόν, τα ταξίδια, τις μουσικές, τις εικόνες και τις κουβέντες –άραγε με λύπη ή με θυμό;
Ούτε κι εχθές είχα τύχη. Για μία ακόμη φορά. Κι ας ψήλωσα και μπορώ να βλέπω καλύτερα. Έκοψα και τα μαλλιά. Κρύωνα. Και σήμερα κρυώνω. Κοιτάζω τη Μαργαρίτα, διπλοτσεκάρω αν είναι ασφαλής, διπλοτσεκάρω αν έχω κλείσει την ηλεκτ. Κουζίνα, τον θερμοσίφωνα, τα φώτα, αν κλείδωσα τη πόρτα του γραφείου, επιστρέφω πίσω για να σιγουρευτώ, διπ-λοκοιτάζω τα παραστατικά, τα excel πριν τα προωθήσω... Η Χέλενα... ρε γαμώ το, πάλι τα ίδια. Κόλλησε. Από τη μια χαίρομαι, από την άλλη φοβάμαι. Μετά ξαναχαίρομαι, γιατί εμπειρεύεται, αλλά θα μείνει μισή.
Ξεχνάω. Ξεχνάω συνεχώς τις διαδικασίες. Δεν είμαι σίγουρη. Άσε που συνήθισα τόσο πολύ μόνη στο γραφείο, που τινάζεται το κορμί μου, όταν έρχεται κάποιος, και αποδιοργανώνομαι.
Περπάτησα. Α, ναι... ώρες, στα λατρεμένα, και ηρέμησα. Αλλά δεν είχα τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου. Με πονάει το γόνατο από την υγρασία. Αλλά δε το έβαλα κάτω. Περπάτησα. Βέβαια, τώρα με το κρύο, η μηχανή θα μείνει κρύα, και θα κοιτάζω αντί μέσα από τη ζελατίνη, μέσα από το παράθυρο. Γιατί φοβούνται, όταν δε μιλάω; Και ο δερμάτινος καναπές μου φαίνεται φθηνός, λίγο μαύρος, λιγότερο από όσο θα ήταν αρκούντως μαύρος.
Άνθισαν και οι τριανταφυλλιές του Οκτώβρη στον Παρνασσό. Η μητέρα είπε πως είναι πιο όμορφες από αυτές του Μαϊου. Το ξέρω. Και τα πέταλλά τους είναι λιγότερα, αλλά πιο δυνατά, πιο χοντρά.

Το σίγουρο είναι πως δε χρειάζομαι κάποιον να με προσγειώσει στη γη. Ελπίζω να το κατάλαβε......

Οκτωβρίασε, λοιπον.

2.10.07

Φωτογραφία

...ένα μυστικό που κουβαλάς, που σου είναι βραχνάς, κατάρα εδώ και χρόνια, μπορεί και στα παιδιά σου, μπορεί και κάποιοι από το παρελθόν “δικοί σου”, στίγμα, πόρτα κλειστή, εκκωφαντικές σιωπές, εξάρσεις, υποτροπιάσεις, πάνω και κάτω, και ουσίες....... τί να εξηγήσεις, και τί να καταλάβουν; Μια βαλίτσα μαζί σου στο λιμάνι, ένα ράντσο στο εφημερεύων, κρύος ιδρώτας, εφιάλτες. Δικοί σου οι δαίμονες, φίλε. Μόνο δικοί σου. Να σου φέρω λίγο κέικ, που έφτιαξα με τα χεράκια μου; Λίγα χιλιόμετρα με μουσικές και τις σιωπές μας. Κι εγώ με το παράπονο και το γιατί να το βλέπω μπροστά μου κάθε που ζω όσα –τόσα πολλά- που σε θυμίζουν. Θα μπει και ο Νοέμβρης, να μεγαλώσεις κατά ένα νούμερο, κι εγώ χαμογελαστά εκείνη την ημέρα να σε τιμήσω, φορώντας το μαύρο παλτό, που έχω στη ντουλάπα για τα κρύα βράδια στο αυτοκίνητο, κι ένα τραγούδι συνέχεια να παίζει, να παίζει, να παίζει, να παίζει.... Και η μηχανή ανοιχτή. Στην υγειά σου, ο πολλοστός καφές της ημέρας.