11.12.09

Στο ρελαντί

Σήμερα άρχισε να τρέμει το χέρι μου -νομίζω σήμερα ξεκίνησε. Στη Κηφισσίας έβλεπα μόνο τα φώτα τοων αυτοκινήτων μπροστά και ακολουθούσα την ουρά, κι εγώ ένα μηχναοκίνητο, που μπορεί να μη βαρυγκομώ πια (ξέχασα και την ορθογραφία, που να με πάρει), αλλά περιμένω εκεί, να τσουλίσω, να φτάσω, αλλά η ρυτίδα στο μέτωπο έχει βαθυύνει κι άλλο. Περιμένω στην ουρά τη σειρά μου, με τις στάλες βροχής να πέφτουν επάνω μου, το χνώτο μου να βγαίνει από το στόμα χωρίς να μιλάω, με τα παράθυρα κατεβασμένα κι ένα τσιγάρο να καίει στο αριστερό χέρι και να βρέχεται. Όπως τόσα χρόνια περίμενα. Αλλά τότε πνιγόμουν μέσα στο περίμενε μου. Ίδρωνα, έτρωγα τα πετσάκια μου, δε χώραγα στον χώρο μου, κοίταζα συνεχώς δεξιά + αριστερά. Τώρα, απλά κοιτάζω μπροστά + περιμένω τη σειρά μου. Μια στωϊκή στάση, μέσα στο μαύρο ρούχο μου, χωρίς σπασμούς στο πρόσωπο ακόμη κι αν υπάρχει ο φόβος να μη δουλεύει το πετάλ για το γκάζι -δε σπαταλάω αισθήματα ούτε γι' αυτό πια. Περιμένω χρόνους ολόκληρους, με εικόνες να με χτυπάνε αδιάκοπα, εικόνες από το παρελθόν, πρόσωπα, πολλά πρόσωπα, λόγια, κουβέντες, γέλια, όλα να ακούγονται μέσα διάσπαρτα στις έλικες του μυαλού μου, στις γωνίες τους να περιμένουν χρώματα που χορεύουν με πολλές μουσικές, και βιβλία που φτύνουν σελίδες και πέφτουν επάνω σε αντικείμενα γνώριμα... όμως, τώρα εγώ απλά περιμένω. Με στητό κορμί, ακούνητη και αγέρωχη, με μηδίασμα, με βλέμμα ατάραχο και προσυλωμένο μπροστά μόνο σε ένα σημείο, χωρίς να ανοιγοκλείνω τα μάτια, χωρίς να με ενοχλεί ο καπνός στα μάτια, χωρίς να κουνιέται το είναι μου, είμαι εκεί + περιμένω στο ρελαντί.