26.2.06


Τα όνειρα της Κυριακής κοστίζουν ακριβά... Μπαμπά!

"...γιατί δεν ξέρουν ότι φυλάς τα λατρεμένα... σε μηδέν βαθμούς ζωής υπό σκιά..."

Και είναι Μέρες Παράξενες, Θαμάσιες Μέρες εδώ και χρόνια, αλλά δε μπορώ να το πω στους άλλους. Μάλλον, επειδή δε θέλω να το πω. Εσύ τ' ακούς να το λέω, κι ας μην ανοίγω το στόμα μου.

Πότε θα ξαναπάμε εκεί ν'ανοίξουμε τα παράθυρα, πάλι, και να κοιμηθούμε μέχρι το πρωί; Θα έχω μαζί μου και το άλλο το παλτό. Αυτό που μου φέρνει ύπνο, και βλέπω ονείρατα όμορφα, ονείρατα που με κρατάνε ακόμα εδώ...

Μόνο εμένα!

Τη στιγμή που πέφτεις για ύπνο είναι σα να παραδίνεσαι να πούμε, να παραδέχεσαι πως τελείωσε η μέρα, πως πρέπει να περάσεις στην επόμενη, δε μπορείς να κάνεις αλλιώς… σηκώνεις τα σκεπάσματα, έχεις γεράσει μια μέρα…

ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Με ρώτησε ο Ελληνο-ιταλός πότε έγινε
Κι εγώ, στάθηκα να σκεφτώ
Στάθηκα κάτω από τον έλατο στο βουνό
Έσκυψα το κεφάλι και μετά χαμογέλασα
«Σαν σήμερα, πριν από ένα χρόνο».

Μου ΄λέγανε να σε ξεχάσω
Να πάψω να θυμάμαι
Να μη κοιτώ προς το σπίτι σου
Να βλέπω μπροστά και να συνεχίσω
Χωρίς εσένα.

Πως πέρασε ένας χρόνος..;

Όπως θα περάσουν και οι υπόλοιποι…

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ


Ανοίγω το τετράδιο και δε χορταίνω τις σελίδες.
Λες και προσπαθώ να βαυκαλίσω το κενό.
Από την αρχή και πάλι.
Απρόσμενη σκέψη, πάρε τη καρέκλα σου και κάτσε απέναντί μου.
Απόψε θα με ακούσεις.
Πρώτα θα με ακούσεις και μετά βλέπουμε για τον διάλογο που μ’ έχεις συνηθίσει.
Μια αλλοτινή κουβέντα θα κάνουμε.
Πιάσε εσύ τη μια άκρη του σχοινιού, κι εγώ την άλλη.
Το ξέρω ότι θέλεις να φτιάξεις μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου.
Εδώ και χρόνια.
Θέλεις να με δεις να τινάζομαι,
και λίγο πριν το τέλος, να με χλευάσεις για μία ακόμα φορά.
Σκύλα, μικρή που μεγάλωσες πια, κάτσε απέναντι.

Στη βόλτα με ακολουθείς από πίσω.
Στο ξύπνημα σε κοιτάζω και μου υπενθυμίζεις ότι ήσουν και στον ύπνο μου.
Πιάνω μολύβι και διαγράφεσαι στις γραμμές.
Πρέπει μια μέρα να ξεκαθαρίσουμε μια και καλή τον ορισμό σου.

Εγώ αγάπησα το σκοτάδι σου,
Κι εσύ μετέτρεψες τον πόνο μου σε τρέμουλο.
Με βλέπεις να τρέμω και τρέφεσαι
Μεγαλώνεις.
Γίνεσαι πιο δυνατή.
Μου το έταξες τότε, ξέρεις πότε…
«Θα γίνω το μέσα σου. Θα γίνω το σαράκι σου».
Κι εγώ με μίσησα.
Θυμάσαι; Ακόμα σε ακούω να γελάς.
Το χάρηκες.
Το χαίρεσαι.

Έλα κι απόψε, λοιπόν.
Κάτσε απέναντι,
να δεις το έφτιαξες,
πως τα κατάφερες.
Και μη γελαστείς, σε προειδοποιώ.
Όσο ζεστή κι αν είναι η ανάσα σου, ό,τι ματιά και να μου ρίξεις,
δε θα με πείσεις,
δε θα με καταφέρεις.
Απόψε, δεν είναι η βραδιά σου.
Έστω κι αν θα είσαι μαζί μου στις βόλτες μου.
Πουτάνα ερωμένη.

Ακόμα στέκεσαι εκεί, ασάλευτη.
Σ’ έχω μάθει.
Κάτι ετοιμάζεις, δε το βάζεις κάτω.
Τώρα, όμως, σε κοιτάζω όλο και πιο βαθειά.
Τι κι αν με πονέσεις;
Πέρασε η πρώτη φορά,
θα περάσουν και οι επόμενες που θα έρθουν,
και οι επόμενες,
και όλες αυτές, κάθε μια χωριστά που θα ακολουθεί η μία μετά την άλλη.
ΓΙΑ ΣΕΝΑ, ΠΡΙΝ ΜΕΡΕΣ

...Τα όνειρα ένα κοστούμι στο χώμα,
Απροστάτευτα με μια απόγνωση στο γέλιο.
Είναι δύσκολο ν' αντέξει κανείς τον εαυτό του.
Δεν είναι ότι φταίει το Αυτό.
Το κλικ διαβάζοντας στον Λόφο των Μουσών
Σε πόσα ακόμη πολλά μέρη θέλω να σε πάω και
να ανοίξεις τα χέρια σου,
Να 'ξερες μόνο!
Ο φάρος στην άκρη του κόσμου,
Τα νεφελώματα στον ουρανό του Ηραίον,
Η άκρη του πουθενά, η λήθη
κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας.
Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου. Ταξί, σταμάτα!
"Μάνα, θα πάω στα καράβια".
Περνώντας μέσα από τους καπνούς του τσιγάρου μου στο Κόκκινο, θυμάσαι;
Τραγούδα αυτό που είσαι εσύ...

12.2.06

ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ

Απροστάτευτα ονείρατα
Μπαινοβγαίνουν απ' τις πόρτες.

Ο χρόνος χάνεται τη νύχτα.

Δε πίστεψες σ' αυτή.

Καλότυχοι οι ερημίτες με τ' αστέρια.

Κι εσύ μικρός και κενός...