Μου τηλεφώνησε η Κατερίνα το πρωί και επέμενε να έρθω στο αεροδρόμιο, να τη συναντήσω. Τη στέλνουν στην Αγγλία, σε κάποιο υποκατάστημα της τράπεζας στο Λονδίνο. Εκείνη το ζήτησε.
Καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι να πιούμε καφέ, να μου πει τις λεπτομέρειες, το πώς και το γιατί, λες και έχει σημασία. Έχει; Η ουσία είναι ότι φεύγει. Ότι έφτασε η ώρα της φυγής της, κι εγώ είμαι εδώ μαζί της στο αεροδρόμιο, και τη κοιτάω ανέκφραστη. Ε, ναι, ανέκφραστη, γιατί δεν έχω τι να της πω. Γιατί τι θα μπορούσα να της πω; Γιατί το κάνει αυτό; Αφού ξέρω…
- Πόσος καιρός πάει που τα είπαμε τελευταία φορά, ρε Έλλη;
Τη κοιτάζω και νομίζω πως δεν είναι η Κατερίνα, που ήξερα. Έχει κόψει τα μακριά μαλλιά της, τους έκανε και ξανθιές ανταύγειες. Γιατί όλες οι γυναίκες, μετά από έναν χωρισμό, κάνουμε αλλαγές στα μαλλιά μας; Πάντα αυτό δε λέμε: «χρειαζόμουν μια αλλαγή», και πιάνουμε τούφες από τα μαλλιά μας με ένα χαζό χαμόγελο, αφήνοντας κι ένα «ουφ» ή «πφ». Πλάκα έχουμε…
- Τρεις μήνες, πάνω-κάτω.
- Ξέρεις τι σήμαναν αυτοί οι τρεις μήνες για μένα; Στάχτες. Μόνο στάχτες απ’ όλα αυτά που είχαν μείνει και τα έκαψα. Δεν είμαι μικρή, ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται. Αλλά δεν είμαι και μεγάλη. Είμαι στη πιο κρίσιμη ηλικία της γυναίκας κάπου ανάμεσα στα τριάντα με τα σαράντα. Και θέλω πολύ να ευτυχίσω.
- Πως; Φεύγοντας; Βάζοντάς το στα πόδια; Επειδή δεν παντρεύτηκες τον μαλάκα;
Χαμογελάει. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να χαμογελάνε, ακόμη κι αν είμαι νευριασμένη.
- Δε με χωράει ο τόπος εδώ. Θέλω ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Και ο μόνος άνθρωπος που μ’ ενδιαφέρει να με καταλάβει, αλλά και που θα καταλάβει, είσαι εσύ. Μη μου το παίζεις αρνητική. Αν μη τι άλλο, εσύ κι αν αναζητάς τις αλλαγές. Αν μη τι άλλο, εσύ κι αν θέλεις να ανοίξεις τα πανιά σου και να μπαρκάρεις για άλλους κόσμους. Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ.
Κοίτα που το Κατερινάκι πάει να μου ανάψει φωτιές…
- Πόσο καιρό έχεις να μιλήσεις με τις άλλες;
Δε τη ρωτάω ποιες άλλες εννοεί. Προφανώς την υπόλοιπη κοριτσοπαρέα του bachelor party. Απαντάω με ερώτηση:
- Να φανταστώ όσο καιρό έχεις να μιλήσεις κι εσύ μαζί τους;
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.
- Εκτός από την αδερφή σου;
Κουνάει πάλι το κεφάλι της, εννοώντας «περίπου ναι».
- Και δεν ήθελες να έρθει κανείς άλλος να σε αποχαιρετήσει, απόψε;
Κουνάει, τώρα, αρνητικά το κεφάλι της. Το πήρε απόφαση να φύγει από την Ελλάδα και να πάει στην Αγγλία. Μάλιστα. Εγώ παίζω με το κουταλάκι της ζάχαρης. «Να μπαρκάρω για άλλους κόσμους»… Τι το θες; Όλο μπροστά μου θα υπάρχει αυτό. Η φυγή. Η μεγάλη φυγή απ’ όλους κι απ’ όλα… Ξεροκαταπίνω κι ανεβάζω παλμούς.
- Κατερίνα, εσύ, όμως, φεύγεις απόψε. Όχι εγώ. Εσύ τους γράφεις στη μουνάρα σου όλους, και όλα. Όχι εγώ.
Πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου, σχεδόν συνωμοτικά.
- Ναι, αλλά εσύ είσαι ήδη φευγάτη. Εδώ και καιρό. Και περιμένω να δω πότε θα ξεσπάσεις μια και καλή.
Δε μου αρέσει που μου το λέει αυτό. Μα την αλήθεια, δε μου αρέσει. Δε θέλω να το παίξω φευγάτη. Δε θέλω να δεχτώ αυτόν τον όρο, τον ρόλο, το όνομα, δε ξέρω τι… απλά δε θέλω να το ακούω αυτό για τη φυγή. Δε θέλω να το ακούω. Είναι… Ω, Θεέ μου, είναι σα να μου βάζουν το εισιτήριο στο χέρι για να τη κάνω μια και καλή και να μαθαίνουν όλοι τους νέα μου μόνο μέσα από μια καρτ ποστάλ…
Ακούγεται η τελευταία αναγγελία για την πτήση της.
- Κι όμως, είμαι ακόμα εδώ. Κι αυτό το Καλοκαίρι…
Δεν απαγγέλνω, σιγοτραγουδώ. Σηκωνόμαστε και απλά κοιταζόμαστε κι οι δυο με βουρκωμένα μάτια. Τι να της ευχηθώ; Τα καλύτερα. Και πιο είναι το καλύτερο από τα καλύτερα;
- Να είσαι εσύ, πάντα, και να τα έχεις καλά με την Κατερίνα, πάντα. Ακούς;
Την αγκαλιάζω και μυρίζω το άρωμά της. Φεύγει. Πριν από εμένα.
- Εσύ μου το έδειξες Έλλη. Εσύ… κι ας μου το παίζεις χαζή σήμερα, κι ας αρνιέσαι τα πάντα… Εσύ μου το έγραψες το Καλοκαίρι στο Λουτράκι, κι εγώ δε έδωσα σημασία τότε, κι έφαγα τα μούτρα μου. Ελπίζω να μην είναι αργά. Δεν είναι αργά, έτσι δεν είναι ρε Έλλη;
Κι όμως, θέλει την επιβεβαίωση από έμενα, για να κάνει το τελευταίο βήμα και ν’ ανοίξει τα πανιά της. Εγώ της έβαλα φωτιές πριν μερικά χρόνια, όταν μου είχε γνωρίσει τον Λεωνίδα. Τότε που ήμουν εγώ, πριν με χάσω. Πριν χάσω τον μπούσουλά μου. Δάσκαλε που δίδασκες, και λόγο δεν εκράτησες. Τρομάρα μου!
Μου δίνει ένα πακέτο στα χέρια μου κι εγώ την αφήνω να φύγει και μετά κολλάω τα μούτρα μου στη τζαμαρία της καφετέριας, όπου μπορώ να καπνίσω, για να βλέπω τ’ αεροπλάνα που φεύγουν. Ένα τσιγάρο, δέκα τσιγάρα, ένα πακέτο. Πάει, θα κλείσει ο λαιμός μου. Και δε θα ΄ναι από τα τσιγάρα ρε γαμώ το. Η Κατερίνα φεύγει για να φτιάξει τη ζωή της από την αρχή, σε μια άλλη χώρα, μακριά απ’ όλους μας, απ’ όλα εμάς τα «μικρά». Η Κατερίνα μπαρκάρει για άλλους κόσμους, ξένους, καινούργιους. Ποιος; Η Κατερίνα. Αυτή που αποκαλούσαμε συντηρητική και κλανιάρα. Η Κατερίνα που δε ξεμύτιζε πιο πέρα από τον ίσκιο της. Και λίγο πριν φύγει μου ανάβει φωτιές. Ψέματα. Μου αναζωπυρώνει τη φωτίτσα. Πιάνω το πακέτο που μου έδωσε και το ανοίγω Το γαλάζιο λεύκωμα με το ανάγλυφο καράβι που της είχα δώσει πριν χρόνια για τα γενέθλιά της, ένα Καλοκαίρι που παραθερίζαμε στο Λουτράκι. Το ανοίγω και διαβάζω στη πρώτη του σελίδα το «ΙΘΑΚΗ», του Καβάφη που της είχα γράψει, και από κάτω, με τα γράμματα της Κατερίνας: «Σ’ ευχαριστώ έστω και μετά από τόσα χρόνια το λέω με ειλικρίνεια. Συγχώρα με που δε του είχα δώσει σημασία νωρίτερα. Τώρα που φεύγω εγώ, θα γράψεις εσύ εδώ μέσα. Έχεις να γράψεις πολλά εσύ… Ελπίζω να σε δω πάλι. Θα σε περιμένω. Φιλιά, Κατερίνα». Το ξεφυλλίζω μυρίζοντάς τις άδειες σελίδες του.
Να εύχεσαι να είναι μακρύς ο πηγαιμός για την Ιθάκη…
Γαμώ τη πουτάνα μου, τη δική μου Ιθάκη.
Ακούω τους κινητήρες των αεροπλάνων, τις ρόδες και τα φρένα να στριγκλίζουν. Ποτέ δεν ήξερα αν θα έφευγα με αεροπλάνο, ή καράβι. Ακόμη δε το έχω αποφασίσει…
"Είναι η ψυχή που έχει βγει να πάρει αέρα. Κρατάει μαχαίρι, κρατάει λουλούδια, και κάνει κομμάτια τη καρδιά. Σπάει ποτήρια, χορεύει πάνω στα γυαλιά. Χαράζει τ’ όνειρο, και φώτισε η μέρα. Είναι που βγήκε η ψυχή να πάρει αέρα."
Ανεβαίνω αργά τα σκαλιά, αφού δε μπορώ να τα ορίσω τα πόδια μου πια. Πόσες ώρες περπάταγα; Δε θυμάμαι. Είπα στον ταξιτζή να με αφήσει στην Αγία Παρασκευή κι από ‘κει το πήρα με τα πόδια μέχρι εδώ. Περπάταγα, περπάταγα, μπας και διώξω μακριά το σαράκι, μπας και ζαλίσω, τελικά, τις σκέψεις μου. Περπάταγα και άφηνα τ’ αυτοκίνητα να με προσπερνάνε ελπίζοντας ότι θα πάρουν μαζί τους και τη θλίψη μου. Τη θλίψη μου, που είμαι ακόμα εδώ, με κομμένα τα φτερά, με τα πανιά μου σκισμένα και ψάχνω ακόμα να τα μπαλώσω. Η Κατερίνα έφυγε. Τέτοια ώρα μπορεί να έχει ήδη φτάσει στο Λονδίνο και να αδειάζει τις βαλίτσες της.
Ξεκλειδώνω τη πόρτα και μπαίνω στο διαμέρισμά μου. Το ραδιόφωνο παίζει ακόμα στον σταθμό, το φλιτζάνι του καφέ μου ακόμα πάνω στο γραφείο, η οθόνη του υπολογιχτεί ανοιχτή κι αυτή, με το screensaver να χορεύει πάνω της, και το κόκκινο φωτάκι του τηλεφωνητή να αναβοσβύνει.
Παρατάω τα κλειδιά στο γραφείο, βγάζω το μπουφάν και παίρνω ένα ένα μπουκάλι Chianti Colli Senesi. Το ανοίγω, βάζω σ’ ένα ποτήρι και πλησιάζω στη μεγάλη τζαμαρία και κοιτώ απέναντι. Εδώ είσαι, στη θέση σου. Πες μου, γιατί δεν έχω φύγει ακόμα; Γιατί δε τα βρόντηξα όλα; Γιατί δεν έδωσα μια γερή, να τα σπάσω όλα, και να σηκωθώ να φύγω μια και καλή; Δε μου απαντάς ε;
Με ακούω να μιλάω μόνη μου στην Ακρόπολη. Σιγά μη μου απαντήσει… Από πίσω μου ακούγεται ο Στάθης Δρογώσης μέσα από τα μεγάφωνα του στερεοφωνικού μου. «Όλα είναι δανεικά εδώ… φωτιά, αγάπη, αέρας… αγκάλιασε με μια ζωή, ως το πρώτο φως της μέρας… κι έδειχνες τόσο μόνη…»
Λες να καταντήσω αλκοολική; Κόλλησα από τον γείτονά μου ε; Γελάω μόνη μου και πίνω. Θα μπορούσα να είμαι σαν τους άλλους.
5.3.06
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment