19.12.06
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ*
18.12.06
Bloody Monday instead of Sunday...
Είναι αυτός ο καιρός περίεργος. Θέλω να πω, αυτή η χρονική περίοδος. Χάνομαι στις στιγμές, βυθίζομαι, ταξιδεύω, πλέω, τρέχω και νιώθω μια ηδονή. Καλό το σεξ, αλλά η ηδονή του πνεύματος είναι κάτι άλλο. Τσάμπα μαστούρα -το κλέβω από τον Τζιμάκο.
Τί έλεγα, μωρέ;
Α, ναι. Για τις Δευτέρες. Και για τη μαγεία της στιγμής αυτής, που σύντομα θα τελειώσει. Δε σου είπα ότι σύντομα θα τελειώσει; Μόλις.
Πάντως, ειδικά τις Δευτέρες, είναι άλλο πράγμα να είσαι παρατηρητής το πρωϊ που ο κόσμος 'ταξιδεύει' για τη δουλειά του. Ή για τις δουλειές, γενικώς. Είδα 2 παρανοϊκές -μα σου λέω παρανοϊκές- φάτσες στον υπόγειο. Είδα και κάτι τρελλαμένα σκυλιά στον δρόμο. Είδα και κάτι σκύλες, που πάλι δε πηδήχτηκαν εχθές Κυριακή και θα τη πληρώσουν οι υφιστάμενοι τους. Καλά, ούτε κι εγώ πηδήχτηκα εχθές, αλλά γαμώ τη πουτάνα μου -ποια; τη πουτάνα μου- δεν είμαι έτσι. Θα μου πεις, είμαι νέα ακόμα. Αχμ... είμαι γριά από τα οχτώ μου, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Τεσπα... οι συνάδελφοι, σιγά-σιγά, μαζεύονται. Τους έλειψα, λόγω της αναρρωτητικής άδειας της περασμένης εβδομάδας (αρχίδια αναρωτική ήταν, αφού και τη Τρίτη ήρθα στο γραφείο μέχρι αργά, και τη Τετάρτη το βράδυ έτρεχα στου διαόλου το πέταμα για να... ε, τέλος πάντων, για δουλειά). Μαλακίες τους έλειψα. Σίγουρα, όμως, ήμουν αλλού. Και συνεχίζω να είμαι αλλού.
Έρχονται και οι γαμημένες οι γιορτές. Είκοσι τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν έγινε κάτι για να τις συμπαθήσω.
Συμπάθα με, αλλά αυτός δεν είναι Χειμώνας. Και ξέρω τον λόγο. Είπαμε, φέτος τον Χειμώνα δε θα τη βγάλουμε όπως-όπως. Δεν είναι στο χέρι του να μας γαμήσει. Στο κάτω-κάτω, τα χρόνια δε τα μετράμε με χειμώνες, αλλά με Καλοκαίρια. (για σένα Νατάσσα, επειδή καταλαβαίνεις) Άσε που εχθές μίλησα και με έναν γνωστό Σουηδο και μου είπε πως ούτε εκεί έχει χιονίσει, και είναι μία εβδομάδα πριν από τα πως_τα_λένε_να_δεις...
Να σου πω... Δεν είμαι εδώ.
Σε αφήνω τώρα, γιατί, είπαμε, Δευτέρα είναι, είμαι και στο γραφείο, καταλαβαίνεις...
14.12.06
Αίμα από το αίμα για το αίμα
αν αντέχεις
πόσο αντέχεις;
δεν θα αντέξεις
ατύχησες
Αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα αγκαλιάζουν απαλά το κολονάτο ποτήρι με το πορφυρό κρασί. Ίδιο χρώμα με τα νύχια. Το ίδιο γιαλιστερό, το ίδιο προκλητικό και σκοτεινό. Ο λεπτός καρπός αποκαλύπτεται κάτω από το μεταξωτό μανίκι του μαύρου πουκάμισου με τα κεχριμπαρένια κουμπιά. Κουμπιά που κλείνουν το άνοιγμα του πουκαμίσου μέχρι λίγο πιο κάτω από το στήθος, τόσο όσο χρειάζεται για να αποκαλύπτει διόλου χυδαία αλλά, συνάμα, προκλητικά το πλούσιο στήθος της. Δε φοράει σουτιέν. Στις ιδιωτικές της στιγμές ήθελε να είναι ελεύθερη από τους καθωσπρεπεισμούς και τους τύπους του πρωτοκόλου. Έπειτα, δεν είχε ανάγκη τον στηθόδεσμο. Ένα στητό στήθος, όσο βαρύ, σα το δικό της δεν είχε ανάγκη από τησρίγματα και στηθοσυγκρατήρες. Και ειδικά τις στιγμές αυτές, που απολάμβανε το quanti τις μικρές ώρες, δε φόραγε τίποτα άλλο εκτός από το άρωμά της. Μόνο απόψε φόρεσε αυτό το πουκάμισο, γιατί ένιωθε να κρυώνει από το ελαφρύ αεράκι της πόλης, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο του ρετιρέ της. Στην αρχή, ένιωθε να ζεσταίνεται από την έξαψη αυτής της νύχτας, όμως, λίγη ώρα πριν ένιωσε ένα ρίγος, ένιωσε να μαζεύεται το σώμα της, επιδερμίδα της να κρυώνει. Άρχιζε η στιγμή αδυναμίας. Γι’ αυτό ξεκίνησε να πίνει το κρασί, και συνέχισε μέχρι και το τέταρτο ποτήρι. Μπορεί και να κατάφερνε να ζαλίσει τις σκέψεις της, τα γεγονότα, να αποχρωματίσει το κόκκινο του αίματος που το είδε να ξεπιδάει σα πίδακας από τον λαιμό του πάνω στο άσπρο, μαρμάρινο δάπεδο, σ’ αυτό που θα έπεφτε βαρύ το σώμα του μετά από λίγο χάνοντας και τις τελευταίες αισθήσεις του, ακουμπόντας τα χείλη του στη μικρή λίμνη από το δικό του αίμα, που ολοένα και μεγάλωνε. Να διώξει το βλέμμα του από πάνω της, από τις έλικες του μυαλού της. Το βλέμμα της έκπληξης για τη κίνησή της, το βλέμμα της απορίας και του φόβου μπροστά στο τέλος της διαδρομής και της πύλης του θανάτου.
Έφερε το ποτήρι στα άσπρα χείλη της, το κράτησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα, και με μια απότομη κίνηση άφησε το κόκκινο υγρό να γαργαλίσει τον ουρανίσκο της και να χαθεί μέσα στο σώμα της. Μετά το ακούμπισε κάτω, στο μαρμάρινο δάπεδο, λυγίζοντας το καρπό της, αυτό τον καρπό που θα το χαρακτήριζες σχεδόν εύθραυστο, που δε θα υπολόγιζες ποτέ με τη δύναμη θα μπορούσε να μπήξει το μαχαίρι του σερβίτσιου της προγόνης της στον λαιμό εκείνου. Τα αδύνατα, μακριά άσπρα δάχτυλα χαλάρωσαν κι άφησαν το ποτήρι μόνο του. Ανέβηκαν προς το μέρος της, στο σώμα της και χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό της, μέχρι το πιγούνι, ακολούθησαν της κρυφή γραμμή του λαιμού της, ένιωσε τον ασθενικό σφυγμό της κάτω από τη λευκή επιδερμίδα, συνέχισε στο στήθος της, μετά στα κεχριμπαρένια κουμπιά του πουκάμισου. Εκεί σταμάτησε. Έφερε και το άλλο της χέρι σε αυτό το σημείο, και περίμενε να ακούσει κάποιο ήχο έξω από το παράθυρο, ήχο της πόλης, γνώριμο, συνηθισμένο. Αφουγκράστηκε λίγο ακόμα. Έκλεισε και τα μάτια της για να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην αίσθηση της ακοής. Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μόνο μια γλυκιά αίσθηση ότι δεν ακουμπά πια στο μαύρο, βελούδινο ανάκλιντρο, αλλά σα να πετάει. Σα να έχει φύγει κι αυτό το λίγο βάρος του λιλιπούτειου σώματός της. Απλώνει πάλι το χέρι της, σπάει τον καρπό της, τεντώνει τα δάχτυλά της πάνω από το πάτωμα με το ποτήρι, σχεδόν ψαχουλεύει για να το βρει. Δε το βρίσκει, αλλά ακουμπάει ένα ζεστό υγρό. Γέρνει το κεφάλι της κουρασμένα στο πλάι, ανοίγει με δυσκολία τα πράσινα μάτια της και βλέπει γύρω από το ποτήρι τη λίμνη με το δικό της αίμα.
«Πρόλαβε το κάθαρμα, να με σκοτώσει...»