26.11.07

Το Γαμίσι του Σαββάτου

Περιμένεις νωχελικά, στην αρχή, λίγο πιο υγρή μετά, γεμάτη εκνευρισμό στο τέλος, γυμνή, έτοιμη, πλυμένη, καθαρή.... για να σε βρει το ξημέρωμα της επομένης αγάμητη, με ερωτήσεις, ερωτήματα, αμφιβολίες, φόβους..........
Τα sex shop στη Συγγρού περιμένουν.
Τα τεκνά καιροφυλαχτούν.
Κι ο λατρεμένος σου, αλλού.
Γιατί είχες πάρει την απόφαση να είσαι ειλικρινής, κι επειδή θέλησες να είσαι εσύ και όχι η άλλη.
Υπομονή.
Μετά θα έρθουν, πάλι, τα όρια που πάντα πηγαίνουν πιο πάνω μέχρι να συνειδητοποιήσεις, μετά από χρόνια, εκεί στα 40+ και 50-, πως ούτε τα Σαββάτα δε θα γαμιέσαι.
Το γαμίσι του Σαββάτου, υπήρξε η πολυτέλεια των γρήγορων νιάτων.
Τώρα, ξεκινάνε άλλα γαμίσια.
Θα ακολουθήσουν σιωπηλές σκέψεις,
Καινούργιες χίμμαιρες,
Κι ένα χαστούκι, πριν κλείσεις τη πόρτα πίσω σου.

15.10.07

Οκτωβρίασε

Γυρίζεις το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, για να ελέγξεις όλα τα αυτοκίνητα, κοιτάς εξονυχιστικά όλους όσους υπάρχουν στις αίθουσες, και ξέρεις, πως αν είναι τελικά εκεί, δεν είσαι σίγουρη για το πως θα συμπεριφερθείς. Θα μιλήσεις; Θα μένεις να κοιτάς; Θα περάσεις επιδεικτικά από μπροστά και δήθεν τυχαία; Θα κρυφτείς; Πάλι έκαναν την εμφάνισή τους τα ερωτήματα, που κατά καιρούς ξεθάβεις. Τί περίεργο συναίσθημα... κι όλο μιλάς για το παρελθόν, τα ταξίδια, τις μουσικές, τις εικόνες και τις κουβέντες –άραγε με λύπη ή με θυμό;
Ούτε κι εχθές είχα τύχη. Για μία ακόμη φορά. Κι ας ψήλωσα και μπορώ να βλέπω καλύτερα. Έκοψα και τα μαλλιά. Κρύωνα. Και σήμερα κρυώνω. Κοιτάζω τη Μαργαρίτα, διπλοτσεκάρω αν είναι ασφαλής, διπλοτσεκάρω αν έχω κλείσει την ηλεκτ. Κουζίνα, τον θερμοσίφωνα, τα φώτα, αν κλείδωσα τη πόρτα του γραφείου, επιστρέφω πίσω για να σιγουρευτώ, διπ-λοκοιτάζω τα παραστατικά, τα excel πριν τα προωθήσω... Η Χέλενα... ρε γαμώ το, πάλι τα ίδια. Κόλλησε. Από τη μια χαίρομαι, από την άλλη φοβάμαι. Μετά ξαναχαίρομαι, γιατί εμπειρεύεται, αλλά θα μείνει μισή.
Ξεχνάω. Ξεχνάω συνεχώς τις διαδικασίες. Δεν είμαι σίγουρη. Άσε που συνήθισα τόσο πολύ μόνη στο γραφείο, που τινάζεται το κορμί μου, όταν έρχεται κάποιος, και αποδιοργανώνομαι.
Περπάτησα. Α, ναι... ώρες, στα λατρεμένα, και ηρέμησα. Αλλά δεν είχα τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου. Με πονάει το γόνατο από την υγρασία. Αλλά δε το έβαλα κάτω. Περπάτησα. Βέβαια, τώρα με το κρύο, η μηχανή θα μείνει κρύα, και θα κοιτάζω αντί μέσα από τη ζελατίνη, μέσα από το παράθυρο. Γιατί φοβούνται, όταν δε μιλάω; Και ο δερμάτινος καναπές μου φαίνεται φθηνός, λίγο μαύρος, λιγότερο από όσο θα ήταν αρκούντως μαύρος.
Άνθισαν και οι τριανταφυλλιές του Οκτώβρη στον Παρνασσό. Η μητέρα είπε πως είναι πιο όμορφες από αυτές του Μαϊου. Το ξέρω. Και τα πέταλλά τους είναι λιγότερα, αλλά πιο δυνατά, πιο χοντρά.

Το σίγουρο είναι πως δε χρειάζομαι κάποιον να με προσγειώσει στη γη. Ελπίζω να το κατάλαβε......

Οκτωβρίασε, λοιπον.

2.10.07

Φωτογραφία

...ένα μυστικό που κουβαλάς, που σου είναι βραχνάς, κατάρα εδώ και χρόνια, μπορεί και στα παιδιά σου, μπορεί και κάποιοι από το παρελθόν “δικοί σου”, στίγμα, πόρτα κλειστή, εκκωφαντικές σιωπές, εξάρσεις, υποτροπιάσεις, πάνω και κάτω, και ουσίες....... τί να εξηγήσεις, και τί να καταλάβουν; Μια βαλίτσα μαζί σου στο λιμάνι, ένα ράντσο στο εφημερεύων, κρύος ιδρώτας, εφιάλτες. Δικοί σου οι δαίμονες, φίλε. Μόνο δικοί σου. Να σου φέρω λίγο κέικ, που έφτιαξα με τα χεράκια μου; Λίγα χιλιόμετρα με μουσικές και τις σιωπές μας. Κι εγώ με το παράπονο και το γιατί να το βλέπω μπροστά μου κάθε που ζω όσα –τόσα πολλά- που σε θυμίζουν. Θα μπει και ο Νοέμβρης, να μεγαλώσεις κατά ένα νούμερο, κι εγώ χαμογελαστά εκείνη την ημέρα να σε τιμήσω, φορώντας το μαύρο παλτό, που έχω στη ντουλάπα για τα κρύα βράδια στο αυτοκίνητο, κι ένα τραγούδι συνέχεια να παίζει, να παίζει, να παίζει, να παίζει.... Και η μηχανή ανοιχτή. Στην υγειά σου, ο πολλοστός καφές της ημέρας.

7.9.07

Σάλτα και γαμήσου

Πάει ένας μήνας και πολύ από τη τελευταία φορά, που ανέβασα ποστ. Στο διάστημα αυτό, έγραψα πολλά, με οργή και συναισθήματα, φωνές και θυμό, όμως κανένα από αυτά δε θα βγουν εδώ. Φαίνεται πως η μοίρα τους είναι να παραμείνουν στον φάκελο "του περίμενε". Εγώ, μάλλον, ανήκω στην ομάδα εκείνη των ατόμων, που μένουν στις σκιές. Κάποιοι, κάποια στιγμή ισχυρίστηκαν κάτι άλλο, κάτι που είχε να κάνει με δειλία, διπροσωπία, και χλιδαμπουρίαση, επανάσταση του κώλου και της σιγουριάς. Θα μου πεις, στ' αρχίδια μου. Ναι, φυσικά, στ' αρχίδια μου. Και στις σκιές μου, και στα σύννεφα τα μολυβένια μου, και τους αέρηδες να σφυρίζουν μπαίνοντας από το παράθυρο στο δωμάτιο του executive ξενοδοχείου, που χρεώνουν 530 ευρα το βράδυ, με τα αφρόλουτρα, τα σαπούνια και τα body lotion Hermes, κι εγώ μπροστά στο strictly business λαπτόπι. Καταλαβαίνεις την ειρωνία μου, φίλε, έτσι δεν είναι; Ας έρθει να μου πει ό,τι θέλει και όποιος θέλει, από αυτόν που χολένει, εως εκείνον που θέλει να του δώσω τη ψήφο μου, και τον άλλο τον παπάρα, στη δημόσια υπηρεσία, που πληρώνω, κι εγώ δε πληρώνομαι ούτε για τις υπερωρίες μου, ούτε για τα Σ/Κ για τη δουλειά, και δίνω και προκαταβολή 2-3 χιλιάρικα για το επόμενο οικονομικό έτος στο εκκαθαραριστικό, για να πάρουν οι πυροπαθείς μόνο τα 3 (του καραμπελλα).
Άκου να δεις. Δεν είναι θέμα τύχης. Είναι θέμα ατυχίας και ζορίσματος. Κι αν απλά έχεις στόχο και όνειρο να αποκτήσεις ένα μερσεντικό πριν τα σαράντα σου, απλά πάρε τ' αρχίδια μου. Και το μερσεντικό μαζί. Αλλα πριν, έλα μια βόλτα ν' ακούσεις, να μυρίσεις, να δεις. Πάρ πραγματική χαρά, αληθινή, και μετά, χάρισμά σου όλα... όλα...
Τώρα, σάλτα και γαμήσου.
Άσε με, λίγο να χαϊδέψω τους ευκάλυπτους που κρυβόμουν παιδί
Εκεί, που χτύπαγα και έτρεχε αίμα το γόνατο
Με την αλμύρα από τα δάκρυα να φτάνει στο στόμα και να μη ακούγεται λυγμός
Μα μόνο δυο μάτια μεγάλα αμυγδαλωτά να καρφώνονται στη θάλασσα
Άφησε τις θύμησες, να κάνουν παιχνίδια -για μια ακόμη φορά.
Και, όταν βρέχει, βάλ' το να τ' ακους.
Τώρα, σάλτα και γαμήσου, executive member της μαλακίας που έφτιαξες με ψέμμα, κι άσε εμένα να μαζεύω εμπειρίες για τη κωλότσεπή μου. Όλα είναι δρόμος, σωστά;

20.7.07

Δε μπορώ να μείνω και να σε δω να φεύγεις...
για μία ακόμη φορά!

18.7.07

Ένα μικρό τραγούδι για σένα
Χωρίς φόβους
Μόνο περίεργες λέξεις
Όχι δυσνόητες, απλά δύσκολες
Και άγγιγμα, αγγίγματα, ανατριχίλα
Νότες απλές
Μικρές νυχτερινές
Μεσάνυχτα καλοκαιριού
Φύλλα που σιγοκινούνται και βλέμματα μέσα από μισάνοιχτα μάτια με βλεφαρίδες να κάνουν ίσκιο και μυρωδιά από αλμυρίκια και αλάτι στο κορμί τη γλώσσα να γεύει και τη ραχοκοκκαλιά να κινεί περίεργα.

9.7.07

Η φωνή σου με προκάλεσε να σου γράψω σήμερα. Σε άκουσα στο τηλέφωνο, σε άκουσα και στο πλατώ, που μου είπες «Μίλα μου. Πες μου για τις εικόνες + τις μυρωδιές που μαζεύεις». Πως να σου αντισταθώ;

Ήθελα εδώ και πολύ καιρό να σου γράψω, αλλά είχα σκαλώσει. Κόλλησα πολύ άσχημα αυτή τη φορά με το όνομα. Κλήθηκα να απολογηθώ γι’ αυτό, αλλά η απαξιωσύνη και ο ξιπασμός μου με ζάλισαν γλυκά και ελευθερωτικά, τόσο που δεν έδωσα απαντήσεις και εξηγήσεις.

Που λες, ακούω μουσικές. Βλέπω πολλές εικόνες, τριγυρνάω στις συναυλίες, ακούω, επίσης, πολλές μαλακίες περί δεξιώσεων και υποτιθέμενων καθωσπρεπεισμών μέσα στα πλαίσια μια μπασκλας κοινότυπα κομπλεξικής νοοτροπίας, που επικρατεί και θα επικρατεί. Έσκισα τα πατζάκια του τζην μου, και είμαι πάλι με χαμόγελο. Δεν ήξερα πως μου έλειπαν τόσο πολύ τα μπάσα και οι δυνατές κιθάρες, παρέα με τις μεταλλικές φωνές. Ροκάρουμε. Και γουστάρουμε. Πηγαίνω για τη δουλειά, και τραγουδάω με ρυθμό. Αν σταθώ κάπου να περιμένω τα πόδια μου, το κορμί μου ολόκληρο πιάνει ρυθμό και χαμογελάω ηδονικά. Ακόμη και πάνω στη μηχανή. Ξημερώματα πέφτω νεκρή στο κρεβάτι, με ένα ρίγος στη γυμνή πλάτη από το αεράκι που εισβάλλει από το παράθυρο και γαργαλάει τις σταγόνες ιδρώτα. Ξυπνάω μετά από λίγες ώρες μούσκεμα, θέλοντας να κοιμηθώ κι άλλο, αλλά σηκώνομαι και πέρνω μπρος. Σήμερα ο Α. μου είπε πως το βράδυ χτύπαγε το κινητό μου. Εκείνος ξύπνησε, αλλά εγώ ατάραχη συνέχιζα τον βαθύ μου ύπνο. Ύπνο μέσα σε δάση και θάλασσες και παράθυρα και πρόσωπα και σκιές κι ένα μπουκάλι να πλέει.

Let it flow, my friend. Κι άσε τους να τραβάει ο καθένας τους την δική του μαλακία.

Ναι, είχα νεύρα. Πολλά νεύρα, πολύ εκνευρισμό, πολλά κι αυτά τα βάρη στο στήθος, στο μυαλό. Αλλά όλα καλά. Του το είχα πει, θάλασσα δώσε μου και μουσική και όλα θα πάνε καλά. Εντάξει, ακόμη κι εγώ το ξεχνάω μερικές φορές ρε συ....... Δε σου κρύβω πως την έχασα τη μπάλα., και μετά δεν είχα μπάλα να παίξω. Έτσι νόμισα. Ε, παιδί είμαι, μη ξεχνιόμαστε. Το άλλο σου το είπα; Μπήκε ο Ιούλιος. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, ε;

Αυτό, όμως, δε σου το είπα. Έψαχνα μέσα στα πλήθη. Είδα αυτοκίνητα. Είδα και πρόσωπα. Κάποιες στιγμές έκανα πως δεν είδα τίποτα. Και όταν γύριζα σπίτι, κοιμόμουν βαριά.

Έκανα και μακροβούτι. Όχι ένα. Πολλά. Δελφίνι δελφίνι δελφίνι.

Τραγούδησα δυνατά. Μίλησα δυνατά.

Κοιτάζω τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα. Θέλω να κλείσω για λίγο το στόμα μου, να μη στεγνώνει το σάλιο μου, και απλά να ατενίζω. Θέλω να πατήσω ένα κουμπί –το ειδικόν κομβίον- και να παύσουν οι ηχορρυπαντικές τάσεις και προεκτάσεις, να τσαλακώσω μερικές λευκές κόλλες χαρτί, κάποιες άλλες να τις ζωγραφίσω, και πολλές περισσότερες να τις γράψω και να τις πετάξω ψηλά και να πέσουν όπως-όπως και όπου να ‘ναι, για όσο να ΄ναι. Στέλνω φιλί στην Χέλενα, σηκώνω κωλοδάχτυλο στους υπόλοιπους και γελάω και τρέχω με τον Α. Όποιος αντέξει ρε.

Ξέρεις πόσα πολλά είδα. Ξέρεις πόσα πολλά άκουσα αυτόν τον καιρό; Με κέρασα και μια βραδιά στο λόφο των Νυμφών. Και άλλη μια με ιώδιο στον Φλοίσβο. Λίγα, θα πεις, σε σύγκριση με εκείνα. Ε, και;

Μωβ μελάνι χρησιμοποίησα για να φτιάξω την αποθήκη. Τα άλλα χρώματα θα τα μοιράσω.

Δε τελειώνει εδώ. Where ‘s my drifter?

Μαζεύω και πετάω κουτιά. Boxes for selling.

Μάζεψτε όλα και χρέωσε τα στη φωτιά, που καίει εδώ και 28 χρόνια.

Exit light.

Ας ρουφήξω καφέ. Και μπορεί αν ακούσω πάλι τη φωνή σου, πάλι να με προκαλέσει και να σου γράψω.

Πονάει και το γόνατο. Μαγκώνει και δε λέει να ξεμουδιάσει, λες και θέλει να μου υπενθυμίσει πως δε τα ορίζω όλα. Σφίγγω τα δόντια. Καταλαβαίνεις. Σφίγγω τα δόντια και για το άλλο. Αλλά πονάει. Πιο πολύ από το γόνατο. Είναι σπασαρχίδικο να ξέρεις, να καταλαβαίνεις και να περιμένεις πότε θα το ξεστομίσει. Συνήθως, δε το ξεστομίζει. Αλλά εσύ το ξέρεις. «Shoot it!”, λέω και ξαναλέω και περιμένω στωϊκά. Αρνείται πως έχει κάτι μέσα στο μυαλό. Ήθελα να έμπαινα μέσα σε αυτό, για λίγο. Μπορεί και να τρόμαζα, μπορεί και να το αγάπαγα περισσότερο. Μίλα μου, σχεδόν εκπληπαρώ. Θα έχεις κιάλλες ευκαιρίες, αλλά μίλα μου, και θα σου δώσω κι άλλες αγκαλιές, αντί να πάρω εγώ. Πονάει το γόνατο, όταν ανεβαίνω στη μηχανή. Θέλω να πάρω καινούργιο κράνος. Όταν περπατάω, το αισθάνομαι να πηγαίνει μόνο του εκεί που θέλει αυτό, κι εγώ να το συνοδεύω. Δε θέλω να αρχίσω κορτιζόνη, πάλι. Θέλω να φορέσω το μαύρο μου φουστάνι, θέλω να... Στ’ αρχίδια μου και δυο αυγά Τουρκίας. Γέλαγα με αυτή τη φράση, τώρα μου σηκώνεται η τρίχα. Σε όποιον αρέσω, αλλιώς να φύγει. Χωρίς ευκαιρίες, ρε φίλε; Μου αρέσουν τα δύσκολα. Τη Μαργαρίτα πότε θα τη κάνω μπάνιο; Κουνιούνται τα κλαδιά του φοίνικα, κι εγώ κρατάω τα μάτια ανοιχτά μέχρι να αντικρύσουν την Αμοργό. Θα αντέξω ρε πούστηδες. Και τη Τετάρτη θα κάνω μπάνιο με ασημένια βροχή, θα φορέσω και τα ψηλοτάκουνα και...

Ναι ρε, το παραδέχομαι. Ακούω αφωνές, και σου εύχομαι, επιτέλους, να πας να γαμηθείς!

24.5.07

Α
Ρ
Ι
Α
Δ
Ν
Η

17.5.07

Επέστρεψα

Ήρθα. Έλειπα καιρό, όπως διαπίστωσες. Το κάνω αυτό, καμιά φορά. Έλα, μη με ρωτάς τώρα που ήμουν, που χάθηκα…. Κάθε φορά τα ίδια με ρωτάς. Αφού ξέρεις, δε ξέρεις; Κάτι έχεις ψυχανεμιστεί για μένα, έτσι δεν είναι; Χάθηκα… δηλαδή… ναι, αυτή είναι η λέξη. Χάθηκα. Κάπου στα μονοπάτια εκεί τα περίεργα, μπερδεύτηκα στις έλικες του μυαλού μου. Δεν έγραφα, δε διάβαζα, άκουγα μόνο, κοίταζα, και περίμενα. Ήπια κιόλας. Με ξέρεις, όταν πίνω. Όχι πολύ συχνά, αλλά πίνω πολύ. Τα γαμάω κανονικά, λες και έχω βάλει πλώρη να γίνω μαινόμμενη καραβέλα. Την Πέμπτη στα γενέθλιά μου, πέρασα καλά. Ήταν τα γενέθλια που πάντα γούσταρα να είχα… αυθόρμητα! Και μετ΄ααπό 2 ώρες ύπνο, και με ένα βόσπορο από αλκόολ μέσα μου, ξύπνησα το πρωί και πήγα στο γραφείο. Στην ώρα μου παρακαλώ. Και άκουγα μουσικές και θυμόμουν τα γελαστά πρόσωπα όλων. Θυμόμουν τα φιλιά, τις αγκαλιές, τα χάδια. Ακόμη τα θυμάμαι. Πίναμε ρακόμελα και γουστάραμε. Εχθές ήπια ρακί. Άμα μπλέξεις με κρητικούς, δεν έχεις πολλά περιθώρια. Αντιστέκεσαι στην αρχή, σα δύσκολη γκόμενα, αλλά το λέει η ψυχούλα σου, και γίνεσαι μπουρδέλο, γίνονται και οι άλλοι μπουρδέλο από το πιόμα, αλλά είσαι καλά. Είμαι καλά.

Του υποσχέθηκα πως το Καλοκαίρι, και φέτος, θα έρθει με τα γενέθλιά μου. Και έτσι έγινε. Κάθε χρόνο, έτσι γίνεται. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πάλι χωρίς ύπνο θα μείνουμε. Πάλι θα πούμε, «ελα ρε, θα κοιμηθούμε τον Χειμώνα, μη χαλιέσαι», αλλά κατά βάθος εννοούμε, θα κοιμηθούμε όταν πεθάνουμε. Γιατί θα πεθάνουμε. Σκέψου πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Κάποιοι άλλοι έφυγαν, και μάλιστα νωρίς. Και μου λείπουν.

Είδα μια ταινία τις προάλλες, και θυμήθηκα εκείνο το βράδυ, που το αίμα μούσκεψε μέχρι και τα εσώρουχά μου. Μετά μου λες γιατί μένω ψύχραιμη. Μένω; Δείχνω; Είμαι; Για ποια κυνικότητα θα μου μιλήσεις, όταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από μέσα μου ήταν «Κάνε να σταματήσει η μηχανή, πριν σταματήσω εγώ» και κοίταγα τα φώτα των αυτοκινήτων από απέναντι, που με πλησίαζαν. Για ποια αχαριστία θα μου μιλήσεις εσύ, όταν τα τρεμάμμενα χέρια μου έκλειναν τα ματιά του, και έλεγαν αντίο στο βλέμμα του που είχε στηλωθεί στα μάτια μου; Για ποια αλλαζονία θα μου μιλήσεις εσύ, όταν παιδί μεγάλωσα αυτόματα σαν ενήλικας με κενά μνήμης;

Έκλεισα τα 28 και… πάω για τα 30 μαλάκα μου, και πολύ το γουστάρω αυτό.

Τιμώμενο πρόσωπο δεν είναι η Πατρίτσια, είναι ο στιβαρής κατασκευής μεγάλου εύρους και υψηλότατου πύχη των ορίων της ψυχής, που, τελικά, δε ξέρεις τι κρύβει και δε ξέρεις πως θα αντιδράσει και πότε. Μπορείς να χαρτογραφήσεις μια άβυσσο; Όχι ρε, δε μπορείς. Γι’ αυτό σου λέω, μη παίρνεις σα δεδομένο έναν άνθρωπο. Τα λέω, για να τα ακούω, για να μη ξεχάσω, γιατί αδυναμώ μερικές στιγμές, και για να μπορέσω να πεθάνω χωρίς τύψεις, χωρίς δισταγμούς και αποθυμένα.

Με ακούς ρε μαλάκα, ή το παίζεις πάλι κουφάλογο; Πάλι τα ίδια θα λέμε; Να βρεις το μέγεθος του μυαλού σου, σα νομίζεις πως έχεις αρχίδια.

Επέτρεψε μου τώρα να χαμογελάσω, αρχικά, να κατεβάσω τον καπνό βαθιά μέσα στα μαύρα μου πνευμόνια, και όταν θα ελευθερώσω τον καπνό, θα αφήνω την ασημένια σταγόνα να ντροπάρει με θόρυβο, και με φως δυνατό.

Άλλοθι; Όχι, δεν έχει άλλοθι. Ό,τι έγινε, όπως έγινε, απλά έγινε, και δεν ξεγίνεται. Και σε όλα ήμουν εκεί. Παρούσα. Πράγμα που σημαίνει πως θα πεθάνω με όλα αυτά μαζί. Και μην έρθει κανένας πούστης να πει πως είμαι δυστυχισμένη. Δεν είμαι. Τουναντίον.

Πάλι δεν ακούς.

Να σου πω. Κοίτα με λίγο. Επέστρεψα. Δε θα σου υποσχεθώ πως δε θα ξαναφύγω. Δε γίνεται, λυπάμαι. Αλλά με σιγουριά μπορώ να σου πως είμαι εγώ, και θα είμαι εγώ.

Μου έλειψε η μυρωδιά.

Και τεντώνομαι, με τα γόνατα μαζεμένα στο στομάχι. Ψηλά τα χέρια, χαμόγελα και σύννεφα από λέξεις και εικόνες. Μην αριθμήσεις τα συναισθήματα, ούτε τα αισθήματα. Είναι πολλά.

Αχμ… άνοιξες τα αυτιά σου, ε;

Συμπάθα με…………………..

24.4.07

Τα Σαββατοκύριακα Μου Πάνε Περισσότερο

Επειδή δε τρέμουν τα χέρια μου, ούτε χτυπάει το ξυπνητήρι.
Επειδή σαρκάζομαι τη μοναξιά και τις πτώσεις,
καθώς αντιμετωπίζω μόνη μου τον άλλο μου εαυτό,
χωρίς συμμάχους, χωρίς συμπολεμιστές
και ακούω περισσότερες μουσικές, πιο δυνατά, στο διαπασών, και ξυπνάω τους γείτονες και τη μιζέρια τους, και τα παράθυρα παραμένουν με κλειστά τα παραθυρόφυλα, οι σκιές παίζουν και με βλέπω σαν είδωλο στον απέναντι τοίχο, αυτόν που βλασφημώ μέσα στη κατήφεια μου φορόντας μαφόριο με χρώματα παράξενα και οι σκέψεις παίγνειο πονηρό με παγίδες, που οδηγούν σε άβυσσο.

Που να τη βρω την ανάγκη για την καθημερινότητα;

Υστεριόγραφο: Κάποιες σκέψεις επαναλαμβάνονται, καμιά φορά και εξαιτίας ενός τραγουδιού...


10.4.07

Εγώ και οι χίμμαιρές μου

Το έγραψα σωστά; Δε ξέρω, δε μπορώ να σκεφτώ τώρα. Απλά νιώθω. Δε θέλω να σκέφτομαι. Μόνο νιώθω. Πήρα κλειδί του σπιτιού, τις μουσικές μου κι ένα πακέτο τσιγάρα και βγήκα έξω. Όμορφη βραδιά. Γλυκιά, σχεδόν καλοκαιρινή. Άρχισα να περπατάω χωρίς κάποιον προορισμό συγκεκριμένα. Ανέβαινα δρόμους, έστριβα πότε δεξιά, πότε αριστερά. Δε με χωράγανε, δε μου φτάνανε. Δυνάμωσα το mp3 player σχεδόν στη διαπασών, για να μην ακούω ούτε τα βήματά μου, ούτε την ανάσα μου. Κανείς δε κατάλαβε τίποτα. Και κανείς δε θα καταλάβει. Είναι αυτό που λένε, τραβήξου μόνη σου. Εσύ, το μυαλό σου, και ό,τι κουβαλάς μέσα σου. Ανέβηκα ανηφόρες στη γαλαρία του 230, έφτασα αρκετά ψηλά. Εκεί που είχα ξανανέβει πριν χρόνια. Θυμήθηκα παλιά γαμίσια. Θυμήθηκα και φοιτητικά χρόνια, έρμαιο επιλογών του ανέμου. Μετά πήρα τις κατηφόρες, αφού ζητήθηκα να δώσω εξηγήσεις. Άντε να εξηγήσεις γιατί κάνεις μονάχη σου βόλτα. Κατέβηκα στα λατρεμένα, αλλά λυπήθηκα που η διαδρομή ήταν μικρή. Και μετά μόνη, τα τσιγάρα μου, μια μπύρα, μια πίτσα που θα πετάξω αύριο το πρωί, δουλειά, μαστορέματα και το μυαλό σφηνωμένο σε λέξεις, σε λόγους, σε υποσχέσεις, σε όνειρα, στο τίποτα.
Καθωσπρεπεισμοί.
Υποχρεώσεις.
Υπομονή.
Ανοχή.
Φαγητό με το ζόρι.
Εξηγήσεις και επεξηγήσεις.
Μούδιασαν τα χέρια.
Άσε το μυαλό μου, μη ρωτάς γι’ αυτό. Το χειρότερο είναι όταν υποτιμούν τη νοημοσύνη μου. Πως πέρασαν έτσι γρήγορα οι μέρες;
Ρε πούστη Θεέ, πλάκα μου κάνεις πάλι, δε μπορεί........
Τα μάτια βαριά.
Η ψυχή κάπου έξω. Τώρα δε κουβαλάω τίποτα. Είπα ότι θα ανέβω τους 5 ορόφους και στο ξέπνοο θα τα αφήσω όλα πίσω. Είπα. Αλλά τον εαυτό μου δε μπορώ να τον κοροϊδέψω. Και η οικογενειακή φωτογραφία, που μου έδεσε πάλι αυτόν τον κόμπο στον λαιμό και στέγνωσε το στόμα μου... Ρωτάς τί έχω. Τί απάντηση να δώσω;
Κρυώνω.
Για χάρη ενός παιδιού δε θα αφήσω να γίνω μάνα. Θα αρνηθώ τα πάντα. Και τα μητρικά ένστικτα, και τις ανάγκες, και τα θέλω θα μείνουν πίσω. Φιλοξενούμενη είμαι άλλωστε. Φιλοξενούμενη, που φοβόταν να βγάλει το διαβατήριο μήπως και δε ξαναγυρίσει. Ένα μεγάλο ψέμμα που μάζεψε μέσα πολλά άλλα.
Χθες είχε ήλιο. Και θάλασσα. Και θύμησες. Είναι μέρες που σφίγγω τα δόντια. Και όλο κάτι θα σπάει τη μέρα κομμάτια. Αμά σου λέω ρε πούστη πως οι ευχές γίνονται κατάρες και όλες ξεκινάνε από έναν φόβο, εσύ δε με ακούς, μου το παίζεις υπεράνω.
Γαμιέσαι ρε!

6.3.07

Used to be a kid


Used to be a kid…
With no sense of fear
Hate
Jealousy
Agony
Penitence
Disappointment
With no need for alibi
Alias
Darkness
Lies
Time
Excuses
Promises
But sometimes, I become again a kid with
LIFE
Running around, smiling and singing and laughing and feeling
With joy
With fun
With mortality of youth
It ‘s me
With me
Inside me
With words
With pictures
With songs
With music
With sea
To see
To feel
To live.
Did you get it????

28.2.07

Τα Πέντε Στοιχεία

1. Μέχρι τα 18 μου έζησα δίπλα στη Θάλασσα. Αλλού τον Χειμώνα, αλλού το Καλοκαίρι. Όταν βουτάω μέσα της ξεχνάω να βγω, και μπορεί να πνιγώ. Όταν τη κοιτάζω, θα σου λέω πάντα ναι σε ό,τι μου ζητήσεις, όταν με κοιτάζεις την ώρα που τη κοιτάζω θα με δεις να μην είμαι εκεί.
2. Από τον Ιούνιο του 1989 φορούσα ένα Μπουκαλάκι στο λαιμό. Τρεις φορές που το έβγαλα έπαθα ατύχημα με τη μηχανή (δις) και κλείστηκα στον ηλεκτρικό (μια), Ιούλιο μήνα, μεταξύ Βικτώρια-Ομόνοια, για μία ώρα και σαρράντα λεπτά, στο ίδιο βαγόνι με μία υστερική κι έναν κλειστοφοβικό. Από τον Δεκέμβριο του 2006 ξεκίνησαν να σπάνε οι αλυσίδες που το κρατούσαν. Τρεις άλλαξα. Δυο φορές το έσωσα, τη τρίτη έφυγε, γλύστρισε, με άφησε και δε το έχω πια. Είναι η μόνη φορά που έγινα μοιρολάτρησα, έσκυψα το κεφάλι μπροστά στους οιωνούς, και δε στενοχωρήθηκα τόσο πολύ... Μετά από 17,5 χρόνια, νομίζω πως πρέπει να συναντήσω εκείνον τον άνθρωπο που ευθύνεται για την παιδική μου ευχή!
3. Ένα από τα όνειρά μου είναι να αποκτήσω ένα σπίτι στα λατρεμένα, ή δίπλα στη θάλασσα με μια wall-to-wall βιβλιοθήκη, φίσκα από τα πολλά βιβλία και σκονισμένα άδεια μπουκάλια μπύρας
4. Μικρή, ξανθιά, με φακίδες, ξενικό όνομα και καρώ σκωτσέζικες φούστες που με υποχρέωνε να φοράω η μητέρα είχαν σαν αποτέλεσμα να μου «κολλήσουν» το παρατσούκλι «η σκωτσέζα». Η Σκωτία αποτελεί κάτι σαν χώρα προέλευσής μου (ποιητική αδεία είναι αυτό τώρα;), ονειρεμένο μέρος για ένα μεταπτυχιακό, υποσυνείδητος τόπος σύνδεσης με πολύ άγνωστο κόσμο.
5. Αγαπημένος μου ήχος –μετά το τραγούδι της θάλασσας- οι σειρήνες ασθενοφόρου ανάμεσα στους υπόλοιπους ήχους της πόλης. Έχεις νιώσει την ανάσα του θανάτου;

Σημείωσις: Από τη μια δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ με αυτό το παιχνίδι. Δε το γούσταρα, ρε. Όμως, το να σε προσκαλεί κάποιος από αυτούς τους άγνωστους, που σε μαγεύουν με τα κείμενά τους, και σου δίνουν μια ιδιότυπη χαρά και ευχαρίστηση κάθε που διαβάζεις όσα γράφουν, είναι σα να σε σπρώχνουν μαλακά και ευγενικά να τραβήξεις λίγο τις κουρτίνες που σε κρύβουν και να αφήσεις κάτι λίγο να βγει προς τα έξω. It’s harmless, indeed.
Sorry_girl και Prospero(youarehere), τιμή μου.

13.2.07

"Δε χρωστάμε, μας χρωστάνε..."

Ακούω τη μπουρού από ένα βαπόρι, μέρα μεσημέρι, έχει δεν έχει ήλιο, ο καιρός δεν έχει αποφασίσει ακόμη.
Και το μέσα μου, βαθειά μέσα του, ακόμη δεν έχει αποφασίσει αν νιώθει σιγουριά. Μερικές φορές, λες πως όταν είναι καλά, έως πολύ καλά, είναι για να καλύψουν τα άσχημα, τα ανείπωτα, αυτά που πρέπει να κρυφτούν και να συγκαλυφθούν. Μπορούν; Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο... Και, όταν βλέπεις αυτό το χαμόγελο, μου χαμογελάς κι εσύ. Πόσα μπορεί να ξέρει κάποιος, πόσα χρειάζεται για να χαμογελάει ευτυχισμένα, πόσα ζητάει για να είναι ήρεμος και να δίνει, να δίνεται, χωρίς να φοβάται, χωρίς να νιώθει τον κόμπο στον λαιμό, χωρίς φαγούρες που πονάνε...;
Ακούω μια μπουρού από μακρυά, πάλι. Αναρωτιέμαι. Είναι πολύ μακρυά το λιμάνι.
Θυμάσαι τις ζέστες στο λιμάνι, μέσα στο αυτοκίνητο με τις μουσικές από το τρανζιστοράκι του ψαρά και το μπλα-μπλα των λαϊκών; Και γελάγαμε από ικανοποίηση και κοιτάγαμε τα φωτεινά μαύρα νερά της θάλασσας και περιμέναμε να φύγει ο Θεόφιλος και κρατάγαμε την αναπνοή μας, σαν σε ιεροτελεστία –πως κατάφερες και μου το κόλλησες αυτό , κι ακόμη και τώρα που περνάω τα βράδυα από το λιμάνι το μάτι μου να ψάχνει να βρει τον Θεόφιλο; Ακούω Χαλκίδα και θυμάμαι τη γέφυρα, και Σούνιο, που δε τολμώ να ξαναπάω, αν και μου λείπει, και η Ανάβυσσος, η παραλία της με τη βροχή, που δε θα ξαναπάω –το ξέρω.
Κάτι άλλο έλεγα, όμως.
Για το βλέμμα, ήθελα να γράψω. Αυτό, που ναι πριν από σένα δεν είχα ξαναδεί και χαρεί, και το λατρεύω, και με καβλώνει, και που θέλω να χαϊδεύω, σα να πάω να βγάλω το σχήμα του σε καλούπι για να μη το χάσω. Και, ακόμη και όταν κλείνω τα μάτια, αλήθεια, δε το χάνω.
Για τους φόβους μου; Ναι, κάθε τόσο βρίσκουμε την ευκαιρία και μιλάμε γι’ αυτούς. Όχι για όλους. Αλλά για τους δικούς σου δεν έχουμε μιλήσει. Δε μιλάμε. Λες και δεν έχεις. Έχεις. Όλοι μας έχουμε, γι’ αυτό είμαστε ακόμα ζωντανοί, ακόμα εδώ, ακόμα τσιτωμένοι. Τσιτωμένοι. Τσιτωμένη όταν τελειώνω, και χαλαρή, και δική σου, δική σου, δική σου... μέχρι να γίνει η δίκη. Πόσο δίκαιοι θα είμαστε; Με τους εαυτούς μας, λέω. Πόσο δίκαιοι θα είμαστε; Δε θα ρωτήσω για τους υπόλοιπους, περιμένω πρώτα την απάντηση σε αυτό, για τον εαυτό μας, και βλέπουμε, θα δούμε, θα δείξει.
Κι άλλη μπουρού... πλακώσανε πολλά βαπόρια. Θα μου πεις, μεγάλη η θάλασσα, πολλά τα βαπόρια. Εντάξει, θα το δεχτώ. Μπορεί αν δε το εξετάσω παραπάνω να περάσω και καλύτερα, μπορεί λέμε. Το γαμίδι το μυαλό μου, μπορεί κάποιος να βρει έναν δολοφόνο να του σκοτώσει τις σκέψεις; Δε μπορεί να είναι τόσο δύσκολο. Περίοδος πότε θα μου έρθει; Λες να είμαι έγκυος; Λες η ξανθιά των βορείων προαστείων να πέτυχε διάνα και να βγει αληθινή; Λες; Και αυτό σε μένα θα συμβεί; Πολύ ήσυχη με βρίσκω σήμερα. Γιατί, εχθές δεν ήμουν; Άλλο το χθες, βέβαια. Έχει σχέση τελικά το χθες με το σήμερα, ή είναι απόλυτα ανεξάρτητα σημεία και ασυσχέτηστα; Πρόσεχε! Μη γελάς! Πρόσεχε! ...πριν δώσεις απάντηση. Ακόμη και μέσα στο μυαλό σου.
Ευπρόσδεκτες και οι απώλειες.
Όλα, μα όλα, είναι δεκτά, και πιθανά, και ανύπαρκτα, και ανεξάντλητα.
Σιγά μη βγάλεις άκρη.
Δε σε υποτιμώ. Αλλά γιατί να πιστέψω σε σένα; Γιατί να επενδύσω σε σκέψεις, και σε ίσως; Θα πάω να φάω το σπανακόρυζο της μάνας μου απόψε, θ’ ακουμπίσω και τη Μαργαρίτα στο κρεββάτι της, βρώμικη, χωρίς να της κάνω μπάνιο, μάλλον, και χωρίς να τη ταϊσω. Της κάνω καψόνια, για να μη ξεχνάει ποιος είναι ο προορισμός της. Όσο για μένα, έχω πολλούς ακόμα. Ή, τουλάχιστον, ακόμα αυτό πιστεύω.
Κι αν σε απογοήτευσα πατέρα, συμπάθα με, μικρή κι ανόητη ήμουν και είμαι και θα είμαι, γιατί γουστάρω.
Γιατί, αύριο-μεθαύριο, σε μένα θα λογοδοτήσω.
Γιατί, στο τέλος, το τέλος το δικό μου θα αντικρύσω.
ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ
Και δε χρωστάω σε κανέναν σας.
«Μας χρωστάνε, δε χρωστάμε».

30.1.07

Hey, there!

Δε θέλω comments.
Δε μ' έπιασε η υπεροψία και η αλλαζονία ξαφνικά.
Υπήρχαν, ούτως ή άλλως, από παλιά... χρόνια τώρα.
Απλά σήμερα μου τη κάρφωσε.
Κι αν, τελικά, αποκτήσω το μαύρο μου βιβλίο, θα το κλείσω το ριμάδι.
Θα το κλείσω και δε θα υπάρχει περιθώριο για σχόλια public.
Γιατί;
Γιατί έτσι.
Γιατί, ίσως, κάποιοι θεωρούν δεδομένο ακόμη και το αυτό. Γιατί, ίσως, πολύ απλά να μη γουστάρω να υπάρχουν εξηγήσεις σε όλα, αλλά να προτιμώ κάποια να μένουν μετέωρα.
Μετέωρα.
Όμορφη λέξη.
Ωραία αίσθηση.
Ελεύθερη αίσθηση.

21.1.07

Bitter Harvest...
Can' t escape myself
no hard feelings
Need to talk loud
Need to get stoned
Who's laughing out there?
Just remember few old dreams
Come on, give me a break!
no comments...

8.1.07

Το Σήμερα πριν λίγους μήνες,
που θυμίζει το Σήμερα του παρόντος
17-11-06
Ακούω τη θάλασσα μέσα από τα μεγάφωνα του laptop και θυμάμαι στιγμές από τις καλοκαιρινές διακοπές, μια γαλήνη να με χαϊδεύει, πολλές κουβέντες, πολλές βουτιές, και τα μάτια μου αχόρταγα να τη κοιτάζουν από το πρωϊ μέχρι το επόμενο πρωϊνό. Έχω κι ένα μεγάλο βότσαλο πάνω στο γραφείο μου. Πολλές εικόνες, πολλά χρώματα, βόλτες, μπύρα + τεκίλλα, φραπέ φλυκό με γάλα, και πάλι κουβέντες, ατέλειωτες ώρες, όμορφες ώρες. Πότε θα έρθει πάλι το καλοκαίρι, ρε γμτ;

Θ’ ακούσω και θα διαβάσω πολλά για σήμερα, αλλά θα μείνω με αυτή την ανέκφραστη φάτσα, για μία ακόμη φορά. Ξέρεις, τα θέλω μου γι’ αυτή τη μέρα, θα με οδηγήσουν στο να πάω να ακούσω έναν φίλο μου τραγουδοποιό, να πιω στην υγειά του, να δω τη φίλη μου που θα γυρίσει να με κοιτάξει και θα μου χαμογελάσει «τσουλάκι μου, χαίρομαι που είμαστε εδώ να περνάμε μαζί τη νύχτα με μουσικές και μπύρες...», τον φοβιστικό κάπου κοντά μου, ίσως, ελπίζω, να χάνεται κι αυτός στις μουσικές και να με αγκαλιάζει, όπως δε περίμενα πως θα κατάφερνε κανείς στον κόσμο να με αγκαλιάσει, κι εγώ πάλι χαμένη στις εικόνες και τα feelings, τις σκόρπιες λέξεις, τους καπνούς, το μυαλό μου να γράφει κείμενα, να συνθέτει μουσικές και να μαζεύει εικόνες + μυρωδιές. Λυπηρά τραγούδια, όμορφα τραγούδια, τραγούδια που με κρατάνε σε εγρήγορση, τη δική μου μελαγχολία απαλή χωρίς να βαραίνει κανέναν, ούτε καν εμένα.

Από το γραφείο έχουν φύγει όλοι. Άντε, στους πέντε ορόφους, ζήτημα αν έχουμε μείνει 2-3. Κι είχε έναν ήλιο σήμερα... άργησα να ξυπνήσω και το πρωί. Για την ακρίβεια, δε μπορούσα να ξυπνήσω. Το ότι αγόρασα ρολόι για να φοράω στο χέρι, μετά από πάρα πολλά χρόνια, δεν έχει βοηθήσει και πολύ στο να τα πηγαίνω καλά με τον χρόνο. Όχι ότι έχουμε μαλώσει, απλά δε μπορώ να καταλάβω πόσο γρήγορα φεύγει και δεν είμαι και τόσο συνεπής και ακριβής πια. Ο χρόνος, ή μου κάνει πλάκα, ή αποφάσισε πως πρέπει να με κάνει με κάποιον τρόπο – εντελώς δικό του, ομολογώ- να πείσει πως δεν ανήκω στους ανθρώπους εκείνους που θα περιοριστούν μέσα στα όριά του. Γιατί δε μπορώ να περιοριστώ μέσα στα όριά του. Τα όρια όσο με πλησιάζουν τόσο τα σπρώχνω πιο ψηλά.

Ακούω μουσική και χαίρομαι. Α, δεν κατοικοεδρεύω στον ίδιο όροφο. Αναβαθμίστηκα. Ανέβηκα πιο ψηλά. Λες να καταφέρω να φτάσω τόσο ψηλά, που όταν θα ανοίγω το παράθυρο ο αέρας θα με χτυπάει στο πρόσωπο και θα με ταξιδεύει πιο μακριά; Λες;

Αρλούμπες γράφω, αλλά το χαίρομαι. Νιώθω μια ηδονή σήμερα. Μπορεί επειδή είναι Παρασκευή. Μπορεί επειδή τα ιόντα της ατμόσφαιρας να βοηθάνε σήμερα, ή επειδή περνάει ο κρόνος πάνω από τον αχλαδόκαμπο. Ή επειδή κοιμήθηκα κοντά στις 8 ώρες. Ληγμένα πάντως δε πήρα.

Είναι η ώρα που η νύχτα ρίχνει σκουντιές στη μέρα. Σηκώθηκα κι έσβυσα το φως. Μόνη πηγή φωτός η οθόνη από το λαπτόπι. Σκοτεινιά. Όσο σκοτεινιά είμαι κι εγώ. Πόσα λίγα ξέρουν η μητέρα κι ο πατέρας μου για μένα, για τη ζωή μου…

Πίνω κρύο καφέ από τη πράσινη, μαγική κούπα κι ανάβω τσιγάρο. Δυναμώνω και την ένταση για ν΄ακούγεται πιο δυνατά το κομμάτι και βαράω τα πλήκτρα. Πάλι ακούγεται η θάλασσα. Λες και μου τραγουδάει. Κοιτάζω γύρω μου το δωμάτιο κι όλα μου φαίνονται πολύ μπλε. Μπλε. Καλοκαίρι. Κι ας έχω έναν χειμώνα μπροστά μου. Σου έχω πει πως δε τη παλεύω με τους χειμώνες; Πως απλά τους ανέχομαι; Πρέπει να βρω τις φωτογραφίες. Θέλω να βρω τις φωτογραφίες….

1.1.07

Όσο περνάει ο καιρός και φεύγει, φεύγεις κι εσύ, κι αφήνεις πίσω σου ίχνη ακάλυπτα. Σου μένει ακόμα το κόκκινο τετράδιο για τη συλλογή και μετά από αυτό θα φτιάξεις μόνη σου ένα μαύρο από βελούδο, εκεί όπου θα πεις τις πιο μεγάλες σου αλήθειες. Μπορεί να πάρει χρόνια πολλά, αλλά θα το κάνεις. Είχες πει μέχρι τα πενήντα πέντε, και μετά όσο αντέξεις να μετράς, θα έχουν γίνει όλα. Ή τίποτα. Όλα, ή τίποτα. Σου θυμίζω τις υποσχέσεις, και τους φόβους, και τις ευχές. Κάπου εκεί έξω θα βρεις την έμπνευση που θα εκφράσει τα πιο σκοτεινά μονοπάτια που βάδισε το μυαλό σου, να ‘χεις να μετράς, να γεμίσεις τα ράφια με βιβλία και μπουκάλια αδειανά μπύρας, η κάθε μια αλλιώτικη από την άλλη, και το κάθε ένα με διαφορετικό δέσιμο και ύφος στις σελίδες του. Μη μπερδεύεσαι από τα κάλπικα θέλω των άλλων γύρω σου, αλλά να έχεις στη κίνηση του μυαλού σου τις ιδέες του παιδιού που μεγάλωσε σαν ενήλικας για να πεθάνει γέρος σα παιδί.

Κατάλαβες;