Το Σήμερα πριν λίγους μήνες,
που θυμίζει το Σήμερα του παρόντος
17-11-06
Ακούω τη θάλασσα μέσα από τα μεγάφωνα του laptop και θυμάμαι στιγμές από τις καλοκαιρινές διακοπές, μια γαλήνη να με χαϊδεύει, πολλές κουβέντες, πολλές βουτιές, και τα μάτια μου αχόρταγα να τη κοιτάζουν από το πρωϊ μέχρι το επόμενο πρωϊνό. Έχω κι ένα μεγάλο βότσαλο πάνω στο γραφείο μου. Πολλές εικόνες, πολλά χρώματα, βόλτες, μπύρα + τεκίλλα, φραπέ φλυκό με γάλα, και πάλι κουβέντες, ατέλειωτες ώρες, όμορφες ώρες. Πότε θα έρθει πάλι το καλοκαίρι, ρε γμτ;
Θ’ ακούσω και θα διαβάσω πολλά για σήμερα, αλλά θα μείνω με αυτή την ανέκφραστη φάτσα, για μία ακόμη φορά. Ξέρεις, τα θέλω μου γι’ αυτή τη μέρα, θα με οδηγήσουν στο να πάω να ακούσω έναν φίλο μου τραγουδοποιό, να πιω στην υγειά του, να δω τη φίλη μου που θα γυρίσει να με κοιτάξει και θα μου χαμογελάσει «τσουλάκι μου, χαίρομαι που είμαστε εδώ να περνάμε μαζί τη νύχτα με μουσικές και μπύρες...», τον φοβιστικό κάπου κοντά μου, ίσως, ελπίζω, να χάνεται κι αυτός στις μουσικές και να με αγκαλιάζει, όπως δε περίμενα πως θα κατάφερνε κανείς στον κόσμο να με αγκαλιάσει, κι εγώ πάλι χαμένη στις εικόνες και τα feelings, τις σκόρπιες λέξεις, τους καπνούς, το μυαλό μου να γράφει κείμενα, να συνθέτει μουσικές και να μαζεύει εικόνες + μυρωδιές. Λυπηρά τραγούδια, όμορφα τραγούδια, τραγούδια που με κρατάνε σε εγρήγορση, τη δική μου μελαγχολία απαλή χωρίς να βαραίνει κανέναν, ούτε καν εμένα.
Από το γραφείο έχουν φύγει όλοι. Άντε, στους πέντε ορόφους, ζήτημα αν έχουμε μείνει 2-3. Κι είχε έναν ήλιο σήμερα... άργησα να ξυπνήσω και το πρωί. Για την ακρίβεια, δε μπορούσα να ξυπνήσω. Το ότι αγόρασα ρολόι για να φοράω στο χέρι, μετά από πάρα πολλά χρόνια, δεν έχει βοηθήσει και πολύ στο να τα πηγαίνω καλά με τον χρόνο. Όχι ότι έχουμε μαλώσει, απλά δε μπορώ να καταλάβω πόσο γρήγορα φεύγει και δεν είμαι και τόσο συνεπής και ακριβής πια. Ο χρόνος, ή μου κάνει πλάκα, ή αποφάσισε πως πρέπει να με κάνει με κάποιον τρόπο – εντελώς δικό του, ομολογώ- να πείσει πως δεν ανήκω στους ανθρώπους εκείνους που θα περιοριστούν μέσα στα όριά του. Γιατί δε μπορώ να περιοριστώ μέσα στα όριά του. Τα όρια όσο με πλησιάζουν τόσο τα σπρώχνω πιο ψηλά.
Ακούω μουσική και χαίρομαι. Α, δεν κατοικοεδρεύω στον ίδιο όροφο. Αναβαθμίστηκα. Ανέβηκα πιο ψηλά. Λες να καταφέρω να φτάσω τόσο ψηλά, που όταν θα ανοίγω το παράθυρο ο αέρας θα με χτυπάει στο πρόσωπο και θα με ταξιδεύει πιο μακριά; Λες;
Αρλούμπες γράφω, αλλά το χαίρομαι. Νιώθω μια ηδονή σήμερα. Μπορεί επειδή είναι Παρασκευή. Μπορεί επειδή τα ιόντα της ατμόσφαιρας να βοηθάνε σήμερα, ή επειδή περνάει ο κρόνος πάνω από τον αχλαδόκαμπο. Ή επειδή κοιμήθηκα κοντά στις 8 ώρες. Ληγμένα πάντως δε πήρα.
Είναι η ώρα που η νύχτα ρίχνει σκουντιές στη μέρα. Σηκώθηκα κι έσβυσα το φως. Μόνη πηγή φωτός η οθόνη από το λαπτόπι. Σκοτεινιά. Όσο σκοτεινιά είμαι κι εγώ. Πόσα λίγα ξέρουν η μητέρα κι ο πατέρας μου για μένα, για τη ζωή μου…
Πίνω κρύο καφέ από τη πράσινη, μαγική κούπα κι ανάβω τσιγάρο. Δυναμώνω και την ένταση για ν΄ακούγεται πιο δυνατά το κομμάτι και βαράω τα πλήκτρα. Πάλι ακούγεται η θάλασσα. Λες και μου τραγουδάει. Κοιτάζω γύρω μου το δωμάτιο κι όλα μου φαίνονται πολύ μπλε. Μπλε. Καλοκαίρι. Κι ας έχω έναν χειμώνα μπροστά μου. Σου έχω πει πως δε τη παλεύω με τους χειμώνες; Πως απλά τους ανέχομαι; Πρέπει να βρω τις φωτογραφίες. Θέλω να βρω τις φωτογραφίες….