Λένε να συνεχίσω να γράφω, να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σε αυτό. Ξέρεις κάτι; Νομίζω πως όλα αυτά έχουν αρχίσει να μου τη δίνουν στα νεύρα. Θέλω απλά να φύγω. Να πάρω το moleskin μου μαζί μ' ένα μολύβι, και να φύγω. Ν' αρχίσω να περπατάω μέχρι να βρω τη θάλασσα και ν' αγγίξω τον ήλιο. Τον ήλιο τον ηλιάτορα...
Όταν με δεις να κοιτάζω πάνω από τα νερά, να ξες θα χαμογελάω.
Πόσες φορές τα έχουμε πει και τα έχουμε ξαναπεί; Εδώ θα μείνουμε, για να γκρινιάζουμε και να τα βάζουμε με τη μιζέρια μας. Ψευδαισθήσεις. Απλά κουκουλονόμαστε μέσα στα σκεπάσματα της δικής μας ψευδαίσθησης.
Αναστέναξα. Δε λες πάλι καλά που έχω κι ένα παράθυρο με θέα...
«Βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, γυρίζει θύμησες… φίλε θρονιάστηκες πλάι στο δέντρο […] έσβησες χρόνια πυροθερμένα, καλό ταξίδι στα όνειρά σου τ΄αφύτευτα και της ψυχής σου τα χιλιοζήλευτα, χίλιες κρυψώνες να ‘χεις να ξεχνάς… Μη λιγώνεσαι, θα γίνεις ό,τι θες, μην αγχώνεσαι, είδες τ’ ασύγκριτα σε καιρούς φοβισμένους, μόνο την αλήθεια να καρπώνεσαι γεννήθηκες να ΄σαι στους κερδισμένους εκείνους με τ΄ανάλαφρα αχνάρια, που λοιδορούν τα σφαχτάρια χίλιες αγάπες να ΄χεις να ξεχνάς…. […] Βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, φτιάχνει τα χρώματα, φέρνει κι αρώματα, γυρίζει θύμησες […] βάλ’ το όταν βρέχει να τ’ ακούς, και χαμογέλα μου…»